
Για το βιβλίο του Τζον Μπέρτζερ (John Berger) «Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου.
Γράφει η Τζέμη Τασάκου
Η Μεσαιωνική Μπολόνια με το πρώτο κοσμικό πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η Μπολόνια της φτώχειας και των επιδημιών του 16ου αιώνα. Η Μπολόνια της Αναγέννησης, του Μαρκόνι, της εξειδικευμένης εργασίας. Η Μπολόνια των αντιφασιστών μαρτύρων. Η κομμουνιστική πόλη. Η πόλη των εμπορικών εκθέσεων. Κι ακόμη: Η Μπολόνια του Μοράντι – μια πόλη μεταφυσικής ζωγραφικής.
Σ’ αυτήν την πόλη, ο ζωγράφος, ποιητής, μυθιστοριογράφος, εραστής της τέχνης, στοχαστής Τζον Μπέρτζερ ζει μια αλλόκοτη συνάντηση, μια συνάντηση μυστική: ανταμώνει έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ, τον θείο του, Έντγκαρ, το νεκρό του θείο. «Είναι μια απίθανη πόλη η Μπολόνια – σαν μια από τις πόλεις όπου θα μπορούσες να περιπλανηθείς μετά θάνατον».
Η εικόνα και το βλέμμα
Να 'μαστε λοιπόν, μαζί με τον αφηγητή, μαζί με τον Τζον Μπέρτζερ, στα σκαλοπάτια της Πιάτσα Ματζόρε. Ακολουθούμε το βλέμμα του. Βλέπουμε τις εικόνες του: ένα μικρό κορίτσι κρατά ένα μπαλόνι που έχει τη μορφή τίγρης. Το κορίτσι περπατά και κίτρινες και μαύρες ρίγες πετούν πάνω από το κεφάλι του. Το κορίτσι χάνεται στις βιτρίνες της Παβαλιόνε… «Για αιώνες οι άνθρωποι κάθονται σ’ αυτά τα σκαλοπάτια για να παρατηρούν όσα συμβαίνουν στην πλατεία, προσπαθώντας να διακρίνουν τις λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στο χθες και το σήμερα».
Χρώματα, αποχρώσεις…
Το χθες και το σήμερα… Ποιος ήταν άραγε ο Έντγκαρ; Με ποιες αποχρώσεις να ζωγραφίσουμε τον ψυχισμό του; Ένας «αποτυχημένος», ένας πλάνης, ένας πλανεμένος, ένας ανύπαντρος, ένας απένταρος. Κι ακόμη: ένας «αγέραστος» γιατί «δεν ήταν γαντζωμένος σε καμία εποχή, περασμένη ή μελλοντική». Ο Έντγκαρ, που μιλούσε εσπεράντο και ήταν πασιφιστής. Ο Έντγκαρ, ο πληγωμένος και ο αδιάλλακτος, ο αισιόδοξος, ο Εντγκαρ, ο παθιασμένος επιστολογράφος και ο μανιασμένος αναγνώστης «γύριζε τον τόπο με ένα βαρύ ποδήλατο πόλης με σχάρα, όπου έδενε τα βιβλία…»
Κάποιες φορές, καλούσε τον ανιψιό του στο μικρό καμαράκι του, το «λίγο μεγαλύτερο από το κουπέ ενός τρένου», κι εκεί, ανάμεσα σ’ ένα ραδιόφωνο και μια γραφομηχανή, του μιλούσε για το βιβλίο που μόλις είχε διαβάσει. Πάντα o ανιψιός είχε την αίσθηση πως κάποιος τρίτος ερχόταν στην συντροφιά τους: ο συγγραφέας του βιβλίου ή κάποιος αγαπημένος ήρωας του… «Σ’ εκείνο τον αποπνικτικό χώρο κατάλαβα πως οι τυπωμένες λέξεις, όταν διαβάζονται, μπορούν να καλέσουν μαγικά μια ενσώματη παρουσία».
Μαγικές συναντήσεις
Φοιτητής πια στην σχολή Καλών Τεχνών, ο αφηγητής σκέφτεται πως ο θείος του μοιάζει με τον Μοράντι, τον ζωγράφο. Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Μπολόνια, να εύχεσαι να δεις έργα του Μοράντι, μοιάζει να λέει…
«Πολύ ήσυχος άνθρωπος αυτός ο Μοράντι», αποφαίνεται ο θείος επιστρέφοντας από το πρώτο ταξίδι στην Μπολόνια.
«Τι εννοείς; Είναι πεθαμένος.»
Κι έπειτα ο ανιψιός ρωτά: «Σου άρεσε η πόλη;»
«Είναι κόκκινη. Δεν έχω ξαναδεί κόκκινο σαν αυτό της Μπολόνιας. Αχ! Να γνωρίζαμε το μυστικό αυτού του κόκκινου…»
Να σημειώσουμε εδώ, πως ο Μπέρτζερ έχει γράψει ένα κείμενο για τη μεταφυσική ζωγραφική του Μοράντι1, ζωγραφική που αρδεύεται από τα νάματα του Ντε Κίρικο…
Μυστικά, τόποι ορατοί, τόποι αόρατοι
Ξαπλωμένος ράθυμα στα σκαλοπάτια της Πιάτσα Ματζόρε, ο αφηγητής νιώθει την επιθυμία, την ανάγκη να αγοράσει ένα κόκκινο πανί, «tentagi», πανί για τέντα… «Πήγαινε στους Πασκίνι», τον συμβουλεύει μια γυναίκα που συναντά πλάι στο άγαλμα του Ποσειδώνα. Κάθε πρόταση του Μπέρτζερ, κάθε μοναχική πρόταση που καταλαμβάνει μια ολόκληρη σελίδα, ισοδυναμεί με πάμπολλες εικόνες.
Ο ήρωας βρίσκεται στο εμπορικό των Πασκίνι, «ένα πολύχρωμο μαντρί», τόπια υφάσματος και επάνω τους «βαμβακερή» σκόνη, σκόνη του Μοράντι. Κι εκεί, εκεί συναντά τον Έντγκαρ. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Ναι, βεβαίως και οι νεκροί μας μας ακολουθούν. Βεβαίως και γυρεύουν να μας συναντήσουν. Αρκεί να βρεθούμε στο σωστό σημείο. «Θέλω να αγοράσω ένα μέτρο από αυτό το κόκκινο ύφασμα της τέντας. Δεν ξέρω τι θα το κάνω. Ίσως το χρειάζομαι μόνο για να φτιάξω αυτό το πορτρέτο». Θέλει να το αγγίξει, να το χαϊδέψει, θέλει να ονειρευτεί «πώς είναι τα πράγματα στην άλλη πλευρά». Με το ύφασμα της τέντας για προσκέφαλο, θυμάται, προφητεύει, περιπλανάται. Πλανάται. Άλλωστε, αυτή είναι η ακριβή ουσία της περιπλάνησης: η γενναία θέληση για πλάνη.
Πόσα μυστικά… Τόσα όσα μας αποκαλύπτουν οι πίνακες του Caravaggio, εάν σταθούμε αντίκρυ τους.
Ο ήρωας βρίσκεται στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντελα Βίτα. «…οι τέσσερις Μαρίες είναι βουτηγμένες σε έναν κυκλώνα θρήνου. Στο μάτι του κυκλώνα, η Μαρία η Μαγδαληνή.» Ο ήρωας αναρωτιέται: «Είναι άραγε σωστή η λέξη θρήνος; Ο θρήνος της έχει μετασχηματιστεί σε αποφασιστικότητα. Τίποτα δεν θα τη σταματήσει». Και μετά ή λίγο πριν, βρισκόμαστε στα porticci, στις στοές, όπου συμβαίνει το αλλόκοτο ηχητικό φαινόμενο της «ψιθυριστής κραυγής», Εκεί όπου το βράδυ, «η Απόλαυση και η Απελπισία πιάνονται χέρι χέρι για να κάνουν τον περίπατό τους στις στοές». Εκεί όπου «η ιδέα του μυστικού αντιστρέφεται. Για να μοιραστείς ένα μυστικό εδώ, στέκεσαι μακριά από τον άλλον, τα λόγια αντηχούν δημόσια, και μόνο εσείς οι δυο τα ακούτε». Πόσα μυστικά… Τόσα όσα μας αποκαλύπτουν οι πίνακες του Caravaggio, εάν σταθούμε αντίκρυ τους.
O χρόνος θα δείξει
«Ο χρόνος θα δείξει, έλεγε συχνά, και το ‘λεγε με τέτοιο τρόπο που άρχισα να πιστεύω ότι ο χρόνος θα έδειχνε εκείνο που και οι δυο λαχταρούσαμε να δούμε». Πράγματι, ο χρόνος, ο γερό Κρόνος δείχνει. Μας κρίνει, μας δικαιώνει, μας καταβαραθρώνει. Μας φυλακίζει σε Τάρταρα. Μας περιδινεί σε πελάγη Κόλασης ή Παράδεισου. Μας στροβιλίζει στις Εποχές του. Μας αλυσοδένει σε βουνά. Μας στέλνει ασκημένους Γύπες και μας δωρίζει συκώτι που αναγεννιέται. Μας κερνά σπόρους ροδιού και μας λέει ήσυχα πως υπάρχει πάντα Άνοιξη και Χειμώνας. Και μας διαβεβαιώνει πως θα δούμε, εκείνο που λαχταρούμε να δούμε.
Έτσι, λοιπόν, περιδινούμενοι μέσα στη βαμβακερή σκόνη του Μοράντι, διαβαίνοντας ανηφοριές και σκαλοπάτια μιας κόκκινης πόλης και γευόμενοι μικρές απολαύσεις, τη μυρωδιά του καφέ από την Τζαμάικα, τις λίγες σταγόνες λευκό κρασί από το Άλτο Αντίτζε, και τα passatelli σε χάρτινη σακούλα, σκεφτόμαστε το νυν και το αεί μας, σκεφτόμαστε εκείνους που μαρτύρησαν, και τις δικές μας μικρές ή μεγάλες προσδοκίες.
Το γεγονός ότι καθώς απολαμβάνουμε την ανάγνωση ετούτου του βιβλίου ούτε στιγμή δεν μας περνάει από το μυαλό πως πρόκειται για ένα κείμενο μεταφρασμένο το οφείλουμε στον συγγραφέα Δημήτρη Καρακίτσο.
Postscrtiptum
Τελειώνοντας την ανάγνωση -έχοντας ακόμη νωπές τις εικόνες του Μπέρτζερ, και ενώ παρατηρώ κόκκους σκόνης να πλέουν σε φως κοβαλτίου-, σηκώνομαι σαν υπνωτισμένη και πιάνω από ένα ράφι το μυθιστόρημα Ένας ζωγράφος του καιρού μας (μτφ. Γ. Δ. Ματθιόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης). Το κρατώ στα γόνατά μου σαν γατί. Δεν ξέρω τι ακριβώς γυρεύω να βρω εντός του. Ίσως κάποια σημείωση, κάποιο σημάδι, έναν «οιωνό». Δεν χρειάστηκε να το ξεφυλλίσω. Το βιβλίο με τρόπο μαγικό ανοίγει μόνο του, στην πρώτη τσακισμένη σελίδα, σελίδα 18, Βρίσκω εκεί μια παράγραφο σημειωμένη με μολύβι. Την αντιγράφω:
«Κόκκινο σαν αυτό των ραδικιών, όταν τα πλένεις στη βρύση και ύστερα ανοίγεις τις παλάμες σου να δεις αν είναι καθαρά. Κόκκινο, κόκκινο του τούβλου, σαν τις κόκκινες ρόγες των ερωτευμένων κοριτσιών. Το ίδιο κόκκινο σαν αυτό των λόφων της Καλάμπρια. Κόκκινο σαν τα χέρια μιας γυναίκας που τρίβει το πάτωμα. Κόκκινο σαν την πάπρικα. Κόκκινο σαν τίποτα· απλά το κόκκινο χρώμα στο μουσαμά. Κόκκινο με πολλές έννοιες, όσες και τα πράγματα του κόσμου».
1Τhe Metaphysician of Bologna: John Berger on Giorgio Morandi, in 1955
*Η TZEMH TΑΣΑΚΟΥ είναι συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Τζον Μπέρτζερ (1926-2017) γεννήθηκε και σπούδασε στο Λονδίνο, και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Γαλλία. Ζωγράφος και κριτικός τέχνης, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ασχολήθηκε με όλα τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας της τέχνης. Από το πρώτο του μυθιστόρημα A Painter of Our Time (1958) και τα πρώτα του δοκίμια (Permanent Red, 1960) διακρίθηκε για την κριτική του οξύνοια, τις έντονες απόψεις και την αταλάντευτη πολιτική του στράτευση. Το 1972 κέρδισε το βραβείο Booker για το μυθιστόρημά του G.