
Για το βιβλίο του Γκούραμ Ντοτσανασβίλι [Guram Dochanashvili] «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία» (μτφρ. Δημήτρης Τσεκούρας, εκδ. Loggia). Κεντρική εικόνα: Εικονογράφηση της Tatia Nadareishvili (2022).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Πόσοι και πόσοι θιασώτες της λογοτεχνίας, λάτρεις του γραπτού λόγου και παθιασμένοι αναγνώστες δεν θα ταυτιστούν με τον τίτλο της νουβέλας του Γεωργιανού συγγραφέα (ένας από τους σημαντικότερους της χώρας) Γκούραμ Ντοτσανασβίλι; Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία; Μα, δεν υπάρχει βιβλιόφιλος που να μην έχει φανταστεί τον εαυτό του ως ήρωα ενός τέτοιου βιβλίου. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια εκδίδονται συνεχώς feelgood βιβλία που διαδραματίζονται σε ένα βιβλιοπωλείο δείχνει μια τάση. Προσοχή, όμως: τούτο το βιβλίο, καίτοι απόλυτα λατρευτικό προς τη λογοτεχνία, δεν είναι εύπεπτο, δεν είναι από εκείνα που τα διαβάζεις για να περάσεις ευχάριστα αισθανόμενος μέλος μιας μεγάλης ανώνυμης κοινότητας: αυτής των βιβλιόφιλων.
Πολιτικό βιβλίο
Είναι πολιτικό το βιβλίο του Ντοτσανασβίλι. Όχι, καταστατικά πολιτικό, κοινώς όχι στρατευμένο, αλλά όλοι οι απόηχοι που βγαίνουν μέσα από τις γραμμές του κατατείνουν σε ένα συμπέρασμα: η λογοτεχνία στο δικό του έργο αντιπαρατίθεται στην παράνοια των καθεστώτων και τη στρεβλή λογική των κρατικών φορέων. Κοινώς: είναι ένας αγώνας της μυθοπλασίας κόντρα στην τρέλα.
Η αρχή της νουβέλας είναι αρκούντως γκογκολική. Ένας κατώτερος κρατικός υπάλληλος, ο Τάμαζ, καλείται από τον προϊστάμενό του να διεξάγει μια δημοσκόπηση σε ανθρώπους όποιου εργασιακού κλάδου επιλέξει, με σκοπό να μάθει τις συνήθειές τους εκτός εργασίας. Για να οργανώσει καλύτερα τη δημοσκόπηση, έτσι ώστε να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα, του εγχειρεί μια λίστα από ερωτήσεις, τις οποίες οι ερωτώμενοι οφείλουν να απαντήσουν λεπτομερώς.
Όλα ξεκινούν πρίμα για τον υπάλληλο, έως τη στιγμή που θα μπει σε ένα φωτογραφείο (ναι, αυτόν τον κλάδο επέλεξε) και θα συναντήσει έναν ολότελα διαφορετικό καλλιτεχνικό φωτογράφο. Έναν άνθρωπο που διακατέχεται από το πάθος της λογοτεχνίας.
Σαν Δον Κιχώτης
Πρόκειται για τον Βασίλι Κεζεράντζε που μαζί με τον βοηθό του, Κλιμ, παραπέμπουν στο γνωστό θερβαντικό δίδυμο του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα. Άλλωστε, ο Θερβάντες είναι ένας από τους συγγραφείς που «κυκλοφορούν» ανενόχλητοι μέσα στο βιβλίο. Η έρευνα του υπαλλήλου πηγαίνει στράφι. Όποια ερώτηση κι αν θέσει στο φωτογράφο, λαμβάνει σαν απάντηση κάτι που για τον ίδιο είναι ακατανόητο. Επιπλέον, ο Κεζεράντζε τον τρελαίνει ακόμη περισσότερο όταν του λέει πως του θυμίζει τον Αουριελιάνο (ευθεία παραπομπή στον Μάρκες).
Πώς να καταφέρει να κατανοήσει τις προσλαμβάνουσες αυτού του ανθρώπου, τη στιγμή που ο υπάλληλος δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία;
Πώς να καταφέρει να κατανοήσει τις προσλαμβάνουσες αυτού του ανθρώπου, τη στιγμή που ο υπάλληλος δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία; Ψυχικά καταπονημένος και με κομμένα τα φτερά επιστρέφει στο γραφείο και ενημερώνει καταλλήλως τον προϊστάμενό του. Κι εκεί που έχει αποφασίσει να μην ξαναπατήσει το πόδι του σ’ εκείνο το παράξενο φωτογραφείο, ο ευσταλής προϊστάμενός του του λέει πως πρέπει απαραιτήτως να ξαναπάει διότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται να είναι αυτός που ψάχνει η υπηρεσία του. Είναι, δε, τόσο το ενδιαφέρον του προϊσταμένου που πηγαίνει μαζί με τον υπάλληλό του στο φωτογραφείο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι παράξενο «φρούτο» ανακάλυψε ο Τάμαζ.
Η αντιπαράθεση
Από εδώ ακριβώς ξεκινάει η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς κόσμους. Ο φωτογράφος όχι μόνο δεν τρομάζει μπρος στο δέος του προϊσταμένου, αλλά αντιπαραθέτει τη δική του στέρεη αγάπη προς τις τυπωμένες λέξεις. Δεν διστάζει, δε, να υποστηρίξει πως αν μπορούσε θα έφτιαχνε πολυτελή κελιά μέσα στα οποία θα φυλακίζονταν νέοι και λογής ατίθασοι άνθρωποι και θα υποχρεώνονταν να διαβάσουν όλα τα βιβλία που θα βρίσκονταν μέσα στα κελιά του, έτσι ώστε να ελευθερωθούν. Τούτη η ακραία και κατάφωρα αντιδημοκρατική οπτική, εντούτοις, προσιδιάζει περισσότερο σε έναν ζηλωτή της γνώσης και της μυθοπλασίας και λιγότερο σε έναν εκκολαπτόμενο δικτάτορα.
Για τον Κεζεράντζε και τον Κλιμ, η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια καταφυγή ή μια απόκρουση της σκληρής πραγματικότητας, αλλά μια ανθοφορία της ζωής. Μου 🐄
Για τον Κεζεράντζε και τον Κλιμ, η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια καταφυγή ή μια απόκρουση της σκληρής πραγματικότητας, αλλά μια ανθοφορία της ζωής. Είναι η νίκη κόντρα στην τρέλα του κόσμου. Κόντρα στους γραβατωμένους φορείς της εξουσίας και τους προϊσταμένους με την αθλητική κορμοστασιά που νομίζουν ότι μπορούν να γνωρίζουν τις διαθέσεις του λαού και, τελικά, να κυριαρχήσουν επ’ αυτών.
Ο Ντοτσανασβίλι δεν περιπτωσιολογεί σ’ αυτή τη νουβέλα. Δεν μας κάνει να πιστέψουμε πως αυτοί οι τέσσερις άντρες είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Αντίθετα, τους αντιμετωπίζει ως σύμβολα. Από τη μια οι άνθρωποι των γραμμάτων και από την άλλη οι φορείς της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναδικός που δεν φέρει όνομα είναι ο προϊστάμενος, καθώς η εξουσία εκτός από τυφλωμένη, ενίοτε είναι και ανώνυμη. Της φτάνει η δύναμη που κατέχει για να υποσκελίσει πρόσωπα, ονόματα και ιδιότητες.
Μέγας ύμνος
Ναι, αυτό το βιβλίο είναι ένας μέγας ύμνος προς τη λογοτεχνία ως μια λυτρωτική «εφεύρεση» του ανθρώπινου είδους. Είναι αυτή που μπορεί να του προσφέρει έλεος και μια εναλλακτική πραγματικότητα όταν όλα τριγύρω του δείχνουν απάνθρωπα. Όπως λέει και ο φωτογράφος σε μια στιγμή νοσταλγικού παραληρήματος, ένας αναγνώστης λογοτεχνίας έχει ζήσει πολλές ζωές, έχει ταξιδεύσει, έχει ερωτευτεί γυναίκες, έχει βιώσει θανάτους, έχει πάρει σπαθί στα χέρια του, έχει πολεμήσει, αλλά και έχει αγαπήσει. Επομένως, γιατί να τον τρομάξει ένα καθεστώτος που τον αναγκάζει να περιμένει μονίμως σε μια ουρά (δεν θυμίζει αυτό τις εποχές της Σοβιετικής Ένωσης;)
Όπως λέει και ο φωτογράφος σε μια στιγμή νοσταλγικού παραληρήματος, ένας αναγνώστης λογοτεχνίας έχει ζήσει πολλές ζωές, έχει ταξιδεύσει, έχει ερωτευτεί γυναίκες, έχει βιώσει θανάτους, έχει πάρει σπαθί στα χέρια του, έχει πολεμήσει, αλλά και έχει αγαπήσει.
Στο τέλος, οι ερωτώντες φεύγουν τρέχοντας ηττημένοι, ενώ οι ερωτώμενοι συνεχίζουν να ζουν ευχάριστα στον δικό τους δημιουργημένο κόσμο. Αυτή η αισιόδοξη νότα, μάς επιτρέπει να φανταστούμε να γινόταν κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα με τη λογοτεχνία να νικάει κατά κράτος. Φρούδες ελπίδες; Φευ, ναι.
Διακειμενικότητα
Προφανώς από ένα τέτοιο βιβλίο δεν γίνεται να λείπει η αναγκαία διακειμενικότητα. Ονόματα συγγραφέων, βιβλίων και ηρώων μυθιστορημάτων χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα (άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά). Όλοι τους συγκροτούν έναν ειρηνικό στρατό ταγμένων στις ιστορίες των ανθρώπων. Αυτές που έχουν φτιάξει το σώμα της λογοτεχνίας.
Το βιβλίο θαυμάζεται για το υποδόριο χιούμορ του (ιδού πώς ο Γκόγκολ εισδύει κάτω από τις προτάσεις), αλλά και τους καλοφτιαγμένους διαλόγους του. Τόσο που λες ότι άνετα θα μπορούσε να παιχθεί –με την απαραίτητη προσαρμογή– σε μια θεατρική σκηνή. Η πολύ εύστοχη μετάφραση ανήκει στον Δημήτρη Τσεκούρα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Υπάρχει ένα κοινό σημείο ανάμεσα στην κατανάλωση κρασιού και στην ανάγνωση, νομίζω ότι και τα δύο οδηγούν στη λεγόμενη ελευθερία του ανθρώπου, αλλά με την εξής διαφορά: Η πρώτη είναι μια ελευθερία πιο απαξιωμένη, περιφρονημένη, μια άχαρη ελευθερία που προκύπτει από ανευθυνότητα, ενώ η άλλη είναι σφοδρή, δοκιμασμένη, παντοδύναμη, μια ελευθερία που σε εξυψώνει, καταλαβαίνετε;»
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γκούραμ Ντοτσανασβίλι (1939-2021, Τιφλίδα, Γεωργία), ιστορικός και αρχαιολόγος, στρέφεται στην πεζογραφία τη δεκαετία του ’60. Τα πιο γνωστά του έργα είναι το μυθιστόρημα-ποταμός Το πρώτο ένδυμα, βασισμένο στην παραβολή του Ασώτου, και η νουβέλα Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Κύρια χαρακτηριστικά των έργων του η υποδόρια κοινωνικοπολιτική κριτική του σοβιετικού καθεστώτος, ο σαρκασμός, η ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον μη ρεαλισμό. Το 1985 έλαβε το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του και το 2010 το βραβείο Saba. Θεωρείται από τους πλέον εμβληματικούς συγγραφείς της Γεωργίας.