Για το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Λοτζ [David Lodge] «Ανήκουστος βλάβη» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Κυψέλη).
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Έφυγε την Πρωτοχρονιά από τη ζωή ο Άγγλος πανεπιστημιακός και συγγραφέας Ντέιβιντ Λοτζ, σε ηλικία ενενήντα ετών. Τo Ανήκουστος βλάβη, σε εμπνευσμένη μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, ήταν νομίζω το τελευταίο χρονολογικά μυθιστόρημα ενός πολυγραφότατου [σε ποικίλα είδη] συγγραφέα, ικανότατου στην εκμαίευση χιούμορ ακόμη και μέσα από τραγικές καταστάσεις. Άρα και στη λύτρωση διά του γέλωτος.
Ο παιγνιώδης τίτλος Deaf sentence, που αγγλιστί είναι σχεδόν ομόηχος με την έννοια της θανατικής καταδίκης, δίνει ευθύς εξαρχής μια ιδέα και για το περιεχόμενο του μυθιστορήματος, όπου η κωφότητα αντιμετωπίζεται ως προάγγελμα θανάτου αλλά και ως πηγή παρεξηγήσεων.
Για πολλούς εκπρόσωπος της λεγόμενης υπαρξιακής κωμωδίας, ο Ντέιβιντ Λοτζ αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία την αποστράτευση από τα πανεπιστημιακά έδρανα και τα πάθη της τρίτης ηλικίας. Το βασικό στοιχείο της πρόζας του είναι όμως η άρνηση σοβαροφάνειας, που συνιστά μακρά παράδοση στην βρετανική λογοτεχνική παράδοση. Θυμηθείτε λ.χ. τον Ε.Μ. Φόρστερ, τον Μάρτιν Έημις, τον Τζούλιαν Μπαρνς, αλλά και τον Ήβλυν Γουώ, ακόμη και την πολύ παλιότερη Τζέιν Όστιν. Στον Λοτζ μάλιστα συχνά αγγίζει τα όρια της παρωδίας ακόμη και όταν πραγματεύεται ζητήματα όπως η προδοσία, ο θάνατος, ο ματαιωμένος έρωτας, το γήρας και η αναπηρία.
Ο Λοτζ, σε δημοφιλέστατα μυθιστορήματά του όπως το Αλλάζοντας Θέσεις και το Τι μικρός που είναι ο κόσμος κατάφερε επίσης να επισημοποιήσει τον όρο «Campus Novel» διεισδύοντας στα ενδότερα της πανεπιστημιακής κοινότητας, αποδομώντας τα κίνητρα και τη μεθοδολογία παραγωγής της γνώσης, κάνοντάς μας να ξεκαρδιστούμε με τους όρους συγκρότησης των επιστημονικών κοινοτήτων που θα ‘λεγε ο Τόμας Κουν, ενδύοντας με τρυφερότητα και συμπόνια στη μικροπρέπεια, τη διάθεση αυτοπροβολής και τη συναισθηματική στέρηση των θεωρητικά προνομιούχων ηρώων του. Σε μια χώρα βλοσυρής σοβαροφάνειας και ευκολίας στις θεωρητικές γενικεύσεις, όπως η δική μας, το χιούμορ του Λοτζ λειτουργεί διδακτικά, ακόμη και καθαρτήρια.
Ο κουφός... καθηγητής
Ως προς το στόρι του βιβλίου, όπου χρησιμοποιούνται ποικίλες στρατηγικές γραφής: Ο συνταξιούχος καθηγητής γλωσσολογίας Ντέσμοντ Μπέιτς –alter ego του συγγραφέα, όπως ο αμίμητος Φίλιπ Σάλοου του Αλλάζοντας Θέσεις– πάσχει από προϊούσα κώφωση. Αδυνατεί να επικοινωνήσει, αδυνατεί να διδάξει. Ο ερωτικός πόθος φθίνει, ενώ παράλληλα η καριέρα της δεύτερης συζύγου του απογειώνεται. Είναι ένας άνθρωπος που ζει για πρώτη φορά στη ζωή του μέσα σε… εκκωφαντική σιγή, αναλογιζόμενος τους «μεγάλους κουφούς της ιστορίας» – τον ποιητή Φίλιπ Λάρκιν, τον Μπετόβεν, τον Γκόγια. Σε μια γκαλερί γνωρίζει την Άλεξ που αξιοποιώντας τα θέλγητρά της, του ζητάει να γίνει επιβλέπων του διδακτορικού της με θέμα τα «αυτοκτονικά σημειώματα». Με κίνητρο την κατανίκηση της πλήξης, ο Μπέιτς, όπως τόσα και τόσα αρσενικά διά μέσου της ιστορίας, θα τσιμπήσει το δόλωμα. Έτσι θα πυροδοτηθεί μια κωμωδία παρεξηγήσεων.
Σε μια γκαλερί γνωρίζει την Άλεξ που αξιοποιώντας τα θέλγητρά της, του ζητάει να γίνει επιβλέπων του διδακτορικού της με θέμα τα «αυτοκτονικά σημειώματα». Με κίνητρο την κατανίκηση της πλήξης, ο Μπέιτς, όπως τόσα και τόσα αρσενικά διά μέσου της ιστορίας, θα τσιμπήσει το δόλωμα. Έτσι θα πυροδοτηθεί μια κωμωδία παρεξηγήσεων.
Εντούτοις ο ήρωάς μας έχει κάποια ηθικά κρατήματα και επιπλέον είναι προικισμένος, ως ένα βαθμό, με αυτογνωσία. Θα παλέψει σθεναρά στη στενή πολιορκία της Άλεξ. Άλλωστε, εκτός των άλλων, έχει τη φροντίδα του υπερήλικα πατέρα του, ενός πρώην μουσικού της τζαζ με προϊούσα άνοια και δραματική ανάγκη ανθρώπινης στήριξης. Ο Μπέιτς του δίνει ό,τι μπορεί, κυρίως τη συντροφιά του, παίρνοντας ταυτόχρονα σε επαρκείς δόσεις μια πρόγευση αυτού που θα ακολουθήσει και για τον ίδιο. Η κώφωση μεταβάλλεται έτσι αριστοτεχνικά σε χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου.
Χωρίς θρήνους ή κλαψουρίσματα
Το ερώτημα είναι πώς μπορείς να χειρισθείς ένα τόσο βαρύ υλικό χωρίς θρήνους ή κλαψουρίσματα. Ο Λοτζ το καταφέρνει με γενναιότητα, διάθεση αυτοσαρκασμού, δραματική ελαφρότητα. Η υποχρεωτική αποστρατεία του ήρωά του μετατρέπεται σε οδοιπορικό προς την αυτογνωσία, καθώς ο Μπέιτς βρίσκεται για πρώτη ίσως φορά αντιμέτωπος με την οριακή κατάσταση του κενού της ύπαρξης. Τον πόνο μπορείς να τον αντιπαλέψεις, την ανία και την έλλειψη στόχων όχι, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας δια μέσου του αυτοαφηγούμενου ήρωά του. Πάντως, ένα είδος κάθαρσης επέρχεται προς το τέλος του βιβλίου όταν ο Μπέιτς περιηγείται στο Άουσβιτς. Η μετατροπή του Ολοκαυτώματος σε τουριστικό αξιοθέατο δεν τον εμποδίζει να βάλει την κατάστασή του στην πραγματική της διάσταση, αντιπαραθέτοντάς την στον μέγιστο εφιάλτη του εικοστού αιώνα. Αλλάζοντας έτσι επίπεδο ανάλυσης, το βιβλίο μετατρέπεται από υπαρξιακή κωμωδία σε δράμα.
Στα χνάρια πολλών προχωρημένης ηλικίας συγγραφέων όπως ο εμμονικός στα τελευταία του έργα με τα σχετικά ζητήματα Φίλιπ Ροθ αλλά και ο νοτιοαφρικανός νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί, ο Λοτζ μπαίνει στα χωράφια της ανδρικής τρίτης ηλικίας όπως αυτή βιώνεται στην μεταμοντέρνα εποχή μας: με ελαφρότητα, πίστη στο αέναο της σεξουαλικότητας, εκλεπτυσμένες μορφές εκπόρνευσης. Με χιούμορ και αυτογνωσία κρατά εύλογες αποστάσεις από πιθανούς ερωτικούς παραδείσους. Αλλά όπως και να το κάνουμε η αθανασία υπήρξε προαιώνιο όνειρο της ανθρωπότητας. Συντελούσης της επιστήμης, το ως άνω διαχρονικό αίτημα μετατρέπεται σε κωμική, αναίτια παρατεινόμενη ανημποριά. Εξ ού και το κωμικό των τραγικών πραγμάτων που περιγράφονται.
«Στον παράδεισο θα ακούω», είναι μια από τις αξιομνημόνευτες ατάκες του βιβλίου. Καλό κατευόδιο.
*Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).