Για το μυθιστόρημα της Σαμάντα Σβέμπλιν [Samanta Schweblin] «Κεντούκι» (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ένας διαλυμένος γάμος, η αδυναμία να έρθεις κοντά με το παιδί σου, η αποξένωση των γηρατειών, τα επιχειρηματικά πλάνα που ποτέ δεν βγαίνουν. Οι αφορμές για να βρεθεί κανείς σε ένα υπαρξιακό σπιράλ, από το οποίο δύσκολα θα ξεφύγει είναι πολλές. Οι πόρτες εξόδου, πολύ λιγότερες.
Αντί να οδηγήσει τους ήρωες της σε συνήθη μονοπάτια (βλ. αποξένωση, κατάθλιψη, ποτό), η Σαμάντα Σβέμπλιν στο μυθιστόρημά της Κεντούκι, δημιουργεί μια άλλη, καινοφανή, συνθήκη διεξόδου από τα προσωπικά τους αδιέξοδα. Τους κάνει εξαρτημένους από τα κεντούκι.
Τι είναι τα κεντούκι
Δημιουργημένα από τη φαντασία της Σβέμπλιν, τα κεντούκι δεν είναι ακριβώς ρομπότ, καθώς η συμπεριφορά τους εξαρτάται από τις διαθέσεις του ανθρώπου χρήστη τους. Είναι το πολύ τριάντα εκατοστά, μοιάζουν με λούτρινα (αλλά δεν είναι), έχουν όψη κάποιου ζώου ή πτηνού και μέσω της τεχνολογίας που διαθέτουν ενώνουν δύο ανθρώπους που μπορεί να ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι κεντούκι ή να έχει ένα κεντούκι. Ακούγεται σαν σοφιστεία, αλλά δεν είναι. Η διασύνδεση λειτουργεί κάπως έτσι: ένα άτομο αγοράζει το κεντούκι, το φορτίζει και περιμένει. Στη συνέχεια, κάποιος άλλος αγοράζει μια κάρτα, την καταχωρεί και συνδέεται. Το κεντούκι ζωντανεύει και γεννιέται μια νέα σχέση μεταξύ του ατόμου που «είναι» το κεντούκι και αυτού που το «κατέχει».
Επιπλέον, δεν μπορείς να κάνεις καμία επιλογή. Η διασύνδεση γίνεται στα τυφλά και είναι μοναδική. Άπαξ και κάτι «στραβώσει», το κεντούκι απενεργοποιείται και βγαίνει σε αχρηστία.
Η διασύνδεση λειτουργεί κάπως έτσι: ένα άτομο αγοράζει το κεντούκι, το φορτίζει και περιμένει. Στη συνέχεια, κάποιος άλλος αγοράζει μια κάρτα, την καταχωρεί και συνδέεται. Το κεντούκι ζωντανεύει και γεννιέται μια νέα σχέση μεταξύ του ατόμου που «είναι» το κεντούκι και αυτού που το «κατέχει».
Το σίγουρο είναι ότι σε αυτή την απομακρυσμένη σχέση, η μια πλευρά δεν μπορεί να μιλήσει και η άλλη δεν μπορεί να δει ποιος βρίσκεται στην άλλη άκρη.
Ο ιδιοκτήτης παίρνει ένα νέο κατοικίδιο που τον ακολουθεί και του κάνει παρέα, ενώ το άτομο που βρίσκεται πίσω από το πληκτρολόγιο μπορεί να δει τη ζωή ενός άλλου ατόμου, ακόμη και να πάρει εικόνες από πόλεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα επισκεπτόταν ποτέ.
Πρόκειται για μια καινοτομία που, δυνητικά, θα μπορούσε να προσφέρει μια νέα γκάμα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Να διευρύνει τους ορίζοντές τους και να τους βγάλει από την άβολη θέση της μοναξιάς, στην οποία βρίσκονται. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και, σίγουρα, η Σβέμπλιν δεν τα ήθελε απλά.
Οι πέντε χρήστες
Το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί ευθεία πορεία, αλλά πέντε διαφορετικές παρακάμψεις. Πέντε περιπτώσεις ανθρώπων, με διαφορετικά ζητήματα ο καθένας, που αποκτούν ένα κεντούκι ή γίνονται κεντούκι. Οι ιστορίες δεν ενώνονται σε καμία περίπτωση, αλλά αναπτύσσονται αυτόνομα. Στην ουσία, όμως, όλες διαχειρίζονται το ένα και το αυτό θέμα: πώς μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, τις ελλείψεις του, το θαύμα, αλλά και το τραύμα της μοναδικότητας που κουβαλάει.
Βλέπουμε μια ηλικιωμένη περουβιανή κυρία που παρακολουθεί μια όμορφη νεαρή Γερμανίδα (και αποδοκιμάζει τον νέο της φίλο). Έναν χωρισμένο Ιταλό που αναγκάστηκε να πάρει ένα κεντούκι για να κάνει παρέα στον γιο του. Έναν άτακτο μαθητή από την Αντίγκουα που «πηγαίνει» ως τη Νορβηγία σε για να δει χιόνι αντί να κάνει τα μαθήματά του. Έναν «επιχειρηματία» από το Ζάγκρεμπ, που εμπορεύεται λογαριασμούς κεντούκι και μια νεαρή γυναίκα στο Μεξικό, που χρησιμοποιεί το νέο της παιχνίδι για να απαλύνει την πλήξη της, ενώ ο καλλιτέχνης άντρας της ασχολείται με τα νέα του έργα.
Το πλήρες κενό
Αυτοί οι πέντε άνθρωποι και τα κεντούκι φτιάχνουν το σύνολο του έργου. Αν το φτιάχνουν, διότι στο τέλος αποδεικνύεται περίτρανα πως όχι μόνο δεν έφτιαξαν κάτι με την επίρρωση των κεντούκι, αλλά βρέθηκαν μπροστά στο πλήρες κενό που προσπαθούσαν να αποφύγουν.
Οι σχέσεις τους με τους κοντινούς τους ανθρώπους δεν βελτιώθηκαν, ενώ εκείνες με τους απομακρυσμένους αγνώστους οδηγήθηκαν άλλοτε σε τέλμα κι άλλοτε σε παρεξήγηση.
Οι σχέσεις τους με τους κοντινούς τους ανθρώπους δεν βελτιώθηκαν, ενώ εκείνες με τους απομακρυσμένους αγνώστους οδηγήθηκαν άλλοτε σε τέλμα κι άλλοτε σε παρεξήγηση. Οι αντιδράσεις των «ιδιοκτητών» ποικίλουν: άλλοι αντιμετωπίζουν τα κεντούκι ως κατοικίδια ζώα, άλλοι αποκτούν εμμονή μαζί τους. Κάποιοι τα εχθρεύονται, τα σπάνε, τα κακομεταχειρίζονται. Υπάρχουν εκείνοι που διαβλέπουν μια οικονομική ευκαιρία να ανοίγεται μπροστά τους, κι άλλοι που μαθαίνουν τους εαυτούς τους για πρώτη φορά μέσω αυτών των εικονικών σχέσεων.
Αναγνωστικά δεν λειτουργούν και οι πέντε ιστορίες, ενώ η ανάπτυξη στην αρχή αργεί, για να επιταχυνθεί από τη μέση του βιβλίου και ως το τέλος που, πράγματι, φέρει μια δυναμική που εντυπώνεται μέσα σου με διαύγεια.
Η Σαμάντα Σβέμπλιν γεννήθηκε το 1978 στο Μπουένος Άιρες και σήµερα ζει στο Βερολίνο. Έχει κερδίσει σηµαντικά βραβεία για όλα τα βιβλία της και έχει µεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες. Το 2010 το έγκυρο περιοδικό Granta την επέλεξε ως µία από τις καλύτερες ισπανόφωνες συγγραφείς κάτω των 35 χρόνων. Το πρώτο µυθιστόρηµά της Απόσταση ασφαλείας (µτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2020) το 2015 απέσπασε το βραβείο Tigre Juan, ενώ, αφότου µεταφράστηκε στα αγγλικά, το 2017 κατέκτησε µια θέση στη βραχεία λίστα του διεθνούς βραβείου Man Booker, το 2018 τιµήθηκε µε το βραβείο Shirley Jackson και επιλέχθηκε από την εκποµπή «Tournament of Books» ως το καλύτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε στις Ηνωµένες Πολιτείες. Το Κεντούκι (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2024), το δεύτερο µυθιστόρηµά της, βραβεύτηκε το 2020 µε το βραβείο Mandarache και η αγγλική του µετάφραση ήταν επίσης υποψήφια για το Man Booker. Η συλλογή διηγηµάτων της Επτά άδεια σπίτια (µτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2021), τιµήθηκε το 2015 µε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Ribera del Duero. Επίσης, τα διηγήµατά της έχουν κατακτήσει τα διεθνή βραβεία Casa de las Americas και Juan Rulfo Narrativa. |
Η αναζήτηση της ευτυχίας
Τι μπορεί να μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους; Θα μπορούσε να είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Η Σβέμπλιν δεν την απαντάει, αλλά τη θέτει –ουσιαστικά– πέντε φορές μέσα στο βιβλίο.
Είναι σε θέση οι εικονικές σχέσεις να διαποτίσουν τον πυρήνα ενός ανθρώπου και προοδευτικά να αντικαταστήσουν την έλλειψη των πραγματικών; Οι ήρωές της δεν τα έχουν καταφέρει με τους κοντινούς τους ανθρώπους και απλώνουν χείρα βοηθείας στους μακρινούς, στους ξένους, στους απρόσιτους.
Ο περισπασμός
Τα κεντούκι είναι μια μορφή περισπασμού, μια επίφαση, ένα μέσο αποφυγής της αλήθειας. Μόνο που αυτή, αργά ή γρήγορα, εμφανίζεται και είναι σκληρή. Κάτι τέτοιο θα συμβεί και στους πέντε πρωταγωνιστές. Όταν ο πρώτος ενθουσιασμός για τα κεντούκι χάσει τη δύναμή του, τότε όλοι τους θα κατανοήσουν πως με τέτοιου είδους τεχνητές λοξοδρομήσεις κανείς δεν σώθηκε και κανείς δεν βρήκε λύση στα υπαρξιακά του αδιέξοδα.
Το βιβλίο έφτιασε κοντά στη βραχεία λίστα των Booker, αλλά τελικά δεν κατάφερε να μπει στην τελική ευθεία. Εντούτοις, αν έχει διαβάσει κανείς τα προηγούμενα βιβλία της Σβέμπλιν θα κατανοήσει πως πρόκειται για μια συγγραφέα που κινείται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση (αυτή της αναζήτησης ενός νοήματος στις ανθρώπινες σχέσεις) και τα βήματά της είναι σταθερά και διαρκώς εξελισσόμενα. Πάρα πολύ εύστοχη η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Τσενγκ Σι-Χου είχε αγοράσει μια κάρτα κεντούκι και είχε εγκαταστήσει τη σύνδεσή του με ένα μηχάνημα στη Λυόν. Από τότε περνούσε πάνω από δέκα ώρες την ημέρα μπροστά στον υπολογιστή του. Οι τραπεζικές του καταθέσεις λιγόστευαν μέρα με τη μέρα, οι φίλοι δεν του τηλεφωνούσαν πια και το junk food άνοιγε σιγά σιγά μια τρύπα στο στομάχι του. “Έτσι έχεις αποφασίσει λοιπόν να πεθάνεις;” τον ρωτούσε στο τηλέφωνο η μητέρα του, ίσως επειδή εκείνη πράγματι προετοίμαζε εδώ και πολλά χρόνια τον θάνατό της, όσο κι αν εκείνος ήταν πάντα υπερβολικά απασχολημένος για να το αντιληφθεί». (σελ. 92)