Για το μυθιστόρημα του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς [Gianfranco Calligarich] «Ιδιωτικές άβυσσοι» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Στη ζωή, αλλά και σε κάθε παιχνίδι κάθε νίκη καταλήγει να μοιάζει με την άλλη, ενώ οι ήττες είναι αυτές που διαφέρουν πάντα μεταξύ τους. Γι’ αυτό μόνο τις ήττες αξίζει τον κόπο να θυμάται κανείς, αν πράγματι το θέλει.»
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, και συγκεκριμένα το 1968, στην πιάτσα Ναβόνα, στη Ρώμη. Η τουριστική σεζόν έχει τελειώσει, και τώρα στην πλατεία μαζεύονται αυτοεξόριστοι κοσμοπολίτες, μοναχικοί πολεμιστές στο πεδίο της ύπαρξής τους, και νεαροί επαναστάτες που διαμαρτύρονται για την καθεστηκυία τάξη.
Στο μπαρ του Σανταντρέα με το ψαγμένο όνομα Ξανακερδισμένος Χρόνος, εργάζεται ως μπάρμαν και συνέταιρος, ο Τομάζο, ένας νεαρός γόνος βιομηχάνων από τη Γένοβα, που διανύει μια δεκαετία απομάκρυνσης από την οικογένεια, με σκοπό να καλύψει το εσωτερικό του κενό, και να επιστρέψει αργότερα, πλήρης εμπειριών, και να αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης.
Στο μπαρ αυτό φτάνει η νεαρή Αλεσάντρα, κόρη τραπεζίτη, πανέμορφη, με ένα πολλά υποσχόμενο κορμί και ένα περιπαικτικό χαμόγελο στο τραχύ της στόμα, η οποία ζητά από τον Τομάζο να της σκουπίσει το λευκό της φόρεμα από το ποτό με το οποίο, κατά τη διάρκεια ενός τσακωμού, την έλουσε η γυναίκα που τη συνόδευε. Και τότε ξεκινά η ιστορία τους, ένας έρωτας, που καταλήγει σε έναν βιαστικό γάμο. Έναν γάμο που «θα μπορούσε να οριστεί ως το σμίξιμο δύο αβάσιμων πεποιθήσεων». Μία σχέση αλληλοσπαραγμού.
Πληροφορίες από δεύτερο χέρι
Την ιστορία μας αφηγείται ένας επαγγελματίας τζογαδόρος, ο οποίος ασκείται σε ανθρωπολογικούς συλλογισμούς, και ο οποίος τη θυμάται τριάντα χρόνια αργότερα, όταν επιστρέφει στον Ξανακερδισμένο Χρόνο για να παραστεί στην κηδεία του ιδιοκτήτη του. Κι ενώ ο ίδιος γνωρίζει προσωπικά το ζευγάρι καθώς επιλέχθηκε ως κουμπάρος στον γάμο τους, ό,τι ξέρει γι’ αυτούς προέρχεται από τις πληροφορίες που του παρέχει ο Σανταντρέα, ο ιδιοκτήτης του μπαρ, αφού οι δύο κεντρικοί ήρωες ελάχιστα πράγματα μοιράζονται με τους γύρω τους.
Ο Gianfranco Calligarich γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας. Μεγάλωσε στο Μιλάνο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Ρώμη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Πολλές επιτυχημένες εκπομπές της Rai φέρουν τη δική του υπογραφή. Το 1994 ίδρυσε στη Ρώμη το Teatro XX Secolo. Έχει γράψει μεταξύ άλλων τα μυθιστορήματα Ιδιωτικές άβυσσοι (Premio Bagutta 2011), Η μελαγχολία των Κρούσιτς (Premio Viareggio 2017), Τέσσερις άντρες τρέπονται σε φυγή (2018) και Μια ζωή στα άκρα (2021). Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (1973) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. |
Ένα σκοτεινό οικογενειακό μυστικό βασανίζει τη νεαρή κληρονόμο, μια προσωπική δοκιμασία στην οποία είναι προσηλωμένη και από την οποία παλεύει απεγνωσμένα να λυτρωθεί. Για κάποιον λόγο που μόνο εκείνη γνωρίζει, πιστεύει και ελπίζει ότι ο Τομάζο με τη στιβαρή του παρουσία, θα λειτουργήσει καταλυτικά και θα την ελευθερώσει από τη σκοτεινή της άβυσσο, χαρίζοντάς της την πολυπόθητη εσωτερική γαλήνη και ισορροπία. Εκείνος από την πλευρά του, έχει επίγνωση ότι σε όλη του τη ζωή αναζητούσε εκείνη.
Θα μπορέσει ο έρωτάς τους να σβήσει το επίμονο, άσβηστο αίσθημα κενού που νιώθει εκείνος, και να λυτρώσει εκείνη από το σκοτεινό της παρελθόν, ή ο έρωτας αυτός θα τους συντρίψει και τους δυο στο σαρωτικό, καταστροφικό πέρασμά του;
Άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια
Οι δύο πρωταγωνιστές ανήκουν στην τάξη των ανθρώπων που δεν τους έχει λείψει ποτέ τίποτα, που, ουσιαστικά, δεν ξέρουν τι έχουν, και που το μέλλον τους είναι εξασφαλισμένο πριν από τη γέννησή τους. Οι άνθρωποι αυτού του είδους νιώθουν «εξουσιοδοτημένοι να χρησιμοποιούν τον διπλανό τους για τις δικές τους ανάγκες και αδιαφορούν για τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους στους άλλους», αφού η άφεση αμαρτιών είναι γι’ αυτούς δεδομένη. Όμως οι δύο πρωταγωνιστές δεν απολαμβάνουν την άνετη ζωή που τους έχει εξασφαλίσει η τύχη, αποδεικνύοντας ότι ο πλούτος και η ομορφιά δεν αποτελούν σταθερά εχέγγυα ευτυχίας. Η λαμπερή εξωτερικά ζωή τους έρχεται σε αντιδιαστολή με τους σκοτεινούς, σπηλαιώδεις τόπους της ψυχής τους.
Το ιδιαίτερο ύφος ενός συγγραφέα υψηλής λογοτεχνίας
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών δηλώνονται ελάχιστες φορές. Στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου τα πρόσωπα αναφέρονται περιφραστικά, με εκφράσεις που περιγράφουν κάποιο εξωτερικό τους χαρακτηριστικό, έναν τρόπο συμπεριφοράς τους ή μια συνήθεια την οποία επαναλαμβάνουν. Επίσης, ασυνήθιστο για μυθιστόρημα, απουσιάζει εντελώς ο διάλογος. Ελάχιστες συνομιλίες διαμείβονται μεταξύ των ηρώων. Μιλάνε όμως οι σιωπές τους, η ένταση στο βλέμμα τους και το ίδιο το σώμα τους με την κάθε του κίνηση. Και όλα αυτά δημιουργούν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, ομιλούσα πολύ περισσότερο από τις λέξεις, καθηλωτική και μοναδική.
Έχουμε έξοχες περιγραφές της πόλης και του ποταμού που τη διασχίζει, λεπτομερείς και ποιητικές, με έμφαση στα χρώματα που προκύπτουν από το φως και την αλληλεπίδρασή του με τον περιβάλλοντα χώρο. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η περιήγηση στο Κάπρι και στην ήσυχη ελβετική λίμνη, όπου βρίσκεται το πατρικό σπίτι εκείνης.
Λόγος πλούσιος, σύνθετος, που βρίθει πρωτότυπων επιθέτων και μοναδικών μεταφορών, με εμφατικές επαναλήψεις λέξεων και εκφράσεων, που χαρίζουν στο κείμενο μια μοναδική γοητεία.
Λόγος πλούσιος, σύνθετος, που βρίθει πρωτότυπων επιθέτων και μοναδικών μεταφορών, με εμφατικές επαναλήψεις λέξεων και εκφράσεων, που χαρίζουν στο κείμενο μια μοναδική γοητεία. Χαρακτήρες δυναμικοί, παθιασμένοι, ηττημένοι εν πολλοίς, που όμως αντιμετωπίζουν όρθιοι την ήττα τους. Μια λεπτή ειρωνεία διαπερνά από άκρη σε άκρη το βιβλίο, με τον αφηγητή να αντιμετωπίζει το κάθε τι ως μέρος ή παρτίδα ενός εν γένει παιχνιδιού, είτε αυτό λέγεται ιππόδρομος, είτε παιχνίδια της τράπουλας, είτε, κυρίως, ζωή, και με τους πρωταγωνιστές να παίζουν ο καθένας την παρτίδα της ύπαρξής του, φανερώνοντας με βασανιστικά αργό ρυθμό τα χαρτιά τους, δοκιμάζοντας τις αντοχές του αντιπάλου και, αγνοώντας, όπως είναι φυσικό, την τελική της έκβαση.
Άνθρωποι με σκοτάδια μέσα τους
Άνθρωποι που πρέπει να τα βγάλουν πέρα με το σκοτάδι που κρύβουν μέσα τους, και που όταν, ως συνήθως, τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται, καλούνται να σταθούν στο ύψος, όχι των περιστάσεων, αλλά των αντιφατικών συναισθημάτων τους, και να μείνουν πιστοί σε αυτά, με όποιο κόστος.
Ένα βιβλίο για τις πληγές που κουβαλάει ο καθένας, για την απώλεια και τον πόνο, για την αμαρτία και την ενοχή, για τη μοναξιά και τον έρωτα, για τη λαχτάρα που μετατρέπεται σε ψυχρότητα, για τις άγνωστες, σκοτεινές προσωπικές αβύσσους, και τη βαθιά, πανανθρώπινη ανάγκη του καθενός να βρει έναν σωτήρα που θα τον λυτρώσει από το βασανιστικό αίσθημα της ζωής. Ένα βιβλίο συγκλονιστικό. Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση ανταποκρίνεται επάξια στη σαγηνευτική γραφή του Καλίγκαριτς, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο ύφος του κειμένου.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν ήταν η φωνή μιας ερωμένης που την είχαν απορρίψει. Ούτε η φωνή της πρόκλησης με την οποία ήξερε να τον καλεί στην αγκαλιά της στα σοκάκια της γειτονιάς ή στο γαλάζιο Κάπρι. Ήταν μονάχα η σκληρή, υπόκωφη φωνή ενός ανθρώπου που δεν ζητούσε τίποτε ως αντάλλαγμα, ενός ανθρώπου που, έχοντας φτάσει στα άκρα, δεν είχε παρά να εκφράσει την πιο αρχέγονη, πρωταρχική και αφοπλιστική ανθρώπινη ανάγκη.
Να χωθεί στην αγκαλιά κάποιου.»