Για το μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπόλντουιν [James Baldwin] «Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις» (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις). Kεντρική εικόνα: © U.S. National Archives and Records Administration.
Γράφει η Αργυρώ Μαντόγλου
Σε όλα τα μυθιστορήματα του Τζέιμς Μπόλντουιν υπάρχουν δικά του βιώματα, αλλά το Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις), το πρώτο δημοσιευμένο έργο του, είναι ένα κατεξοχήν αυτοβιογραφικό έργο ενηλικίωσης.
Ο ίδιος είχε δηλώσει πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τον βοήθησε να συμφιλιωθεί με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μεγαλώνοντας στο Χάρλεμ και πως όφειλε να το γράψει, πριν γράψει οτιδήποτε άλλο. Μέσα από τον κεντρικό ήρωά του, τον Τζον Γκράιμς, περιγράφονται η παιδική ηλικία, η φτώχια και η στέρηση, ο ρατσισμός αλλά και ο ανταγωνισμός με τον τυραννικό πατέρα του που ήταν ιεροκήρυκας, η εσωτερική του πάλη, η αμφισβήτηση των επιβεβλημένων θρησκευτικών δογμάτων αλλά και η ομοφυλοφιλία του που θα είναι το κεντρικό θέμα του επόμενου μυθιστορήματός του Το Δωμάτιο του Τζοβάνι (μτφρ. Τερέζα Βεκιαρέλλη, εκδ. Μεταίχμιο).
Και τα δυο έργα ολοκληρώθηκαν στο Παρίσι, όπου ο Μπόλντουιν κατέφυγε το 1948 σε ηλικία 24 χρόνων, αφήνοντας πίσω τη Νέα Υόρκη με λιγότερα από είκοσι δολάρια στην τσέπη και με ελάχιστη γνώση της Γαλλικής γλώσσας. Τα πρώτα χρόνια στο εξωτερικό πέρασαν σε άθλιες συνθήκες, με φτώχεια, αρρώστιες και μοναξιά, όμως η παραμονή του εκεί, του πρόσφερε την ελευθερία, την αίσθηση της απαλλαγής από τον ρατσισμό και την απομόνωση που τον καταδυνάστευαν στην πατρίδα του καθώς οι μαύροι Αμερικάνοι γίνονταν εύκολα δεκτοί στους καλλιτεχνικούς Παρισινούς κύκλους των εκπατρισμένων Αμερικανών.
Αυτοβιογραφική ποιότητα
Το Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί. Η μεγαλύτερη δυσκολία οφειλόταν στην αυτοβιογραφική ποιότητα του έργου και στο θέμα το οποίο έξυνε παλιά ψυχικά τραύματα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούσαν τη σχέση με τον πατριό του τον οποίο, μέχρι την εφηβεία, θεωρούσε και φυσικό του πατέρα.
Η συγγραφή του βιβλίου επέφερε και μια κάποιου είδους κάθαρση, απαλλάσσοντας τον από τον θυμό, τον φόβο, προσφέροντας του τη συμφιλίωση με τις ρίζες και το παρελθόν του καθώς αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τα βίαια αυτά συναισθήματα προκειμένου να μετουσιωθούν σε τέχνη. Το επόμενο μυθιστόρημα του είχε ακόμα περισσότερες δυσκολίες δημοσίευσης λόγω του ομοφυλοφιλικού περιεχομένου, αλλά παρά τις αναστολές του, δεν εγκατέλειψε τη γραφή του.
Ο Μπόλντουιν, νιώθοντας μια σχετική ασφάλεια στη Γαλλία, «εκμεταλλεύτηκε» την απόσταση, για να αποσπάσει μια προοπτική του εαυτού του και των δεινών που υφίστανται οι μαύροι της Αμερικής.
Ο Μπόλντουιν, νιώθοντας μια σχετική ασφάλεια στη Γαλλία, «εκμεταλλεύτηκε» όπως ο Χένρυ Τζέιμς, (ένας ακόμα εκπατρισμένος Αμερικάνος που έζησε και έγραψε στο Παρίσι) την απόσταση, για να αποσπάσει μια προοπτική του εαυτού του και των δεινών που υφίστανται οι μαύροι της Αμερικής.
Μη έχοντας απαλλαγεί από την εμπειρία της αμερικανικής κουλτούρας, αλλά όντας ελεύθερος από αυτή, άρχισε να ανακαλύπτει τους τρόπους που το προσωπικό βίωμα συνδέεται με το δημόσιο. Όπως ο Χένρυ Τζέιμς άρχισε κι αυτός να διακρίνει στις μικρές πράξεις των ανθρώπων που ζουν μέσα στο πλαίσιο μιας κουλτούρας κάποιους μεταφορικούς υπαινιγμούς που αντανακλούν την ιδιαιτερότητα και τις συνήθειες ενός κοινωνικού συνόλου.
Η ανάγνωση των έργων του μεγάλου Αμερικάνου εκπατρισμένου συγγραφέα του έδωσε την ιδέα να περιγράψει την περιπέτεια και την εξέλιξη μιας κεντρικής συνείδησης (του ήρωά του) ώστε η δράση του μυθιστορήματος να περιστρέφεται γύρω από μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του: τα δέκατα τέταρτα γενέθλια του.
Είσοδος στην εφηβεία
Στο μυθιστόρημα υπάρχει η αφήγηση της ιστορίας του νεαρού Τζον Γκράιμς που μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια του Χάρλεμ με πατέρα τον Γκάμπριελ Γκράιμς, ιεροκήρυκα στη μικρή τοπική εκκλησία των πεντηκοστιανών. Όλοι θεωρούν πως κάποια μέρα ο Τζον θα γίνει κι αυτός ένας σπουδαίος ιεροκήρυκας, όμως ο ίδιος, μπαίνοντας στην εφηβεία αρχίζει να σκέφτεται τρόπους για να δραπετεύσει.
Η επιθυμία διαφυγής οφείλεται εν μέρει στην έλξη που ασκεί πάνω του το άγνωστο, αλλά και στον τρόμο που του δημιουργεί ο τυραννικός πατέρας του, παρά την προστασία που του παρέχουν η μητέρα του, Ελίζαμπεθ, και της θεία του, Φλόρενς, οι οποίες λειτουργούν ως κυματοθραύστες της πατρικής οργής, ωστόσο ξεσπάει επάνω τους αδικαιολόγητα πολλές φορές.
Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου του 1924. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Go Tell It on the Mountain", εκδόθηκε το 1953. Kέρδισε βραβεία, υποτροφίες και επιχορηγήσεις, ενώ το 1986 παρασημοφορήθηκε από τη Λεγεώνα της Τιμής. Πέθανε το 1987 στο σπίτι του στη Γαλλία. |
Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η οικογενειακή ζωή του Τζον, ο θυμός, η φτώχια και οι ενοχές του κάθε μέλους ξεχωριστά. Η ένταση κλιμακώνεται μέχρι να οδηγηθούμε στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, όπου, μετά από μια ολονύχτια παραμονή στην εκκλησία, ο Τζον γίνεται αποδεκτός από την εκκλησιαστική κοινότητα, έχοντας προηγουμένως βιώσει μια κατανυκτική εμπειρία ως νεοφώτιστος, η οποία περιγράφεται ως μια, κάποιου είδους, πνευματική κατάληψη.
Λεπτομερής τοιχογραφία
Στα ενδιάμεσα κεφάλαια περιγράφονται οι περιπέτειες της θείας του, της μητέρας του αλλά και του πατέρα του που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από το Νότο στη Νέα Υόρκη, η σκληρή ζωή τους και οι αδικίες που υπέστησαν οι οποίες αντανακλώνται τώρα στη ζωή του Τζον.
Παρότι φαινομενικά στο μυθιστόρημα καταγράφεται η ιστορία μιας οικογένειας μαύρων στο Χάρλεμ, ο Μπόλντουν κατορθώνει να συνθέσει μια ιδιαίτερα λεπτομερή τοιχογραφία της συγκεκριμένης κοινότητας, χρησιμοποιώντας το κάθε μέλος ξεχωριστά ως όχημα προκειμένου να αποτυπωθούν οι επιμέρους ιδιαιτερότητές της.
Το κεντρικό δράμα του βιβλίου αφορά στον αγώνα του Τζον να συνθηκολογήσει με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, το παρόν και το μέλλον.
Ταυτόχρονα, αποδίδοντας στα θέματα που πραγματεύεται μια οικουμενική βαρύτητα τα καθιστά ικανά να ξεφύγουν από τα όρια του μικρόκοσμου του Χάρλεμ και από τα δεινά μιας οικογένειας μαύρων κατά τη δεκαετία του τριάντα, παρουσιάζοντας τους Γκράιμς ως χαρακτήρες μιας βιβλικής ιστορίας οι οποίοι σηκώνουν το βάρος της ανθρώπινης οδύνης, ενώ το μίσος, ο έρωτας, η εκδίκηση, η ενοχή και άλλα βαθιά συναισθήματα που βιώνουν υπερβαίνουν το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ο συγγραφέας τους τοποθετεί και αποκτούν μια διαχρονική, πανανθρώπινη ποιότητα.
«Η Οδός της Απώλειας»
Το κεντρικό δράμα του βιβλίου αφορά στον αγώνα του Τζον να συνθηκολογήσει με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, το παρόν και το μέλλον. Ο αγώνας αυτός αφορά, επίσης στη συνθηκολόγηση με τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας του που μετά από μια σειρά ψυχικών και φυσικών κακουχιών μοιάζουν παγιδευμένα, από ισχυρότερες από αυτούς δυνάμεις, σε ένα παρόν που δεν επέλεξαν.
Το εντονότερο συναίσθημα στρέφεται ενάντια στον πατριό του, μια εχθρότητα που ο Τζον αγωνίζεται να ξεπεράσει. Ταυτόχρονα παλεύει με τους πειρασμούς που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα του, πειρασμοί που αφθονούν στον εξωτερικό κόσμο, στην «Οδό της Απώλειας»: τη σεξουαλικότητα, την οκνηρία, την αμαρτία, ακόμα και την ελευθερία. Αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η ενοχή για τις αμαρτωλές του παρορμήσεις, οι οποίες ενσαρκώνονται στην έλξη που αισθάνεται για έναν μεγαλύτερο νεαρό, τον Ελάιζα.
Η καταστολή των διλημμάτων του επέρχεται με τη μεταστροφή του μετά από τη δυνατή υπερβατική του εμπειρία στον ναό, καθώς ο Τζον βγαίνει από το εκστατικό παραλήρημα με την αίσθηση πως έχει τουλάχιστον προσωρινά σωθεί, αν και βαθιά μέσα του γνωρίζει πως η νίκη του είναι προσωρινή και πως οι δυνάμεις του σκότους δεν έχουν οριστικά οπισθοχωρήσει: ο αγώνας του θα συνεχιστεί γιατί δεν έχει ακόμα απαλλαγεί από τον θυμό ενάντια στον πατέρα του, επιπλέον η συγκίνηση που ένιωσε από το φιλί που του έδωσε στο μέτωπο ο Ελάιζα δεν τον έχει εγκαταλείψει.
Το πρώτο αυτό έργο του Μπόλντουιν πραγματεύεται δυο βασικά θέματα της ιστορίας της αμερικάνικης λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα: το ρόλο της εκκλησίας και τις σχέσεις ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς.
Η σχέση αυτή παρότι δεν δηλώνεται, υπονοείται σιωπηρά και αποτελεί κεντρικό μέρος της αφήγησης καθώς, εν μέρει εξηγείται και ο λόγος που ο Χριστιανισμός υπήρξε πόλος έλξης για τους υποτελείς: η υπόσχεση ενός καλύτερου μελλοντικού κόσμου τους έδινε τη δύναμη να σηκώσουν τα βάρη της παρούσας μίζερης καθημερινότητάς τους και κατέστειλε την ορμή της επιθυμίας για χειραφέτηση και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Αλλά το να κοιτάζει κανείς πίσω του τον δρόμο που τον οδήγησε στην άγονη πεδιάδα δεν είναι καθόλου ίδιο με το να τον περπατάει: η οπτική, αν μη τι άλλο, αλλάζει μόνο με το ταξίδι﮲ μόνο όταν ο δρόμος, εντελώς αιφνίδια και ύπουλα και με τρόπο τόσο απόλυτο που δεν επιτρέπει καμία συζήτηση, στρίψει ή γίνει κατηφόρα ή ανηφόρα, τότε μόνο μπορεί κανείς να δει όλα εκείνα που δεν μπορούσε να δει από κανένα άλλο σημείο.