Για τη συλλογή διηγημάτων του Τζον Τσίβερ [John Cheever] «Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Κωστής Καλογρούλης, εκδ. Καστανιώτη). Kεντρική εικόνα: από την ταινία «Ο κολυμβητής» του Φρανκ Πέρι (διασκευή του διηγήματος του Τζον Τσίβερ) με τον Μπαρτ Λάνκαστερ.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Από τη στιγμή που, σ’ αυτή την ύστερη φάση της συγγραφικής ζωής μου, αποφάσισα να ασχοληθώ στα σοβαρά με το διήγημα, η επανεπίσκεψη των ιστοριών του Τζων Τσίβερ [1912- 1982] υπήρξε μια από τις βασικές πηγές διδαχής και έμπνευσης. Θα προσπαθήσω παρακάτω να σκιαγραφήσω μερικούς από τους λόγους, μέσω της συλλογής διηγημάτων ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες (μτφρ. Κωστής Καλογρούλης, εκδ. Καστανιώτη), που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό πριν μια δεκαετία.
Ας τονίσω κατ’ αρχήν πως το φυσικό στοιχείο -η κατ’ εξοχήν εμμονή μου- παίζει σημαντικό ρόλο στα αφηγήματα του Τσίβερ. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ» η λύτρωση και η μεταμέλεια για τις πράξεις του αφηγητή έρχεται αιφνιδιαστικά μέσα από μια καθαρτήρια βροχή:
«Ενώ περπατούσα προς το σπίτι των Πιούτερ άκουσα ένα δυνατό θρόισμα στα δέντρα και στους κήπους, και αναρωτήθηκα τι ήταν, μέχρι που ένοιωσα τη βροχή στα χέρια και στο πρόσωπό μου, κι έπειτα άρχισα να γελάω. Εύχομαι να μπορούσα να πω ότι ήταν ένα αθώο παιδί που με επανέφερε στο σωστό δρόμο ή η απόμακρη μουσική από μια εκκλησία ή κάποιο καλό ξωτικό, αλλά δεν ήταν παρά η βροχή στο κεφάλι μου. Δεν ήμουν παγιδευμένος. Βρισκόμουν εδώ στη γη επειδή το είχα επιλέξει. Και δεν είχε τόση σημασία που είχα λάβει τα δώρα της ζωής αλλά ότι τα κατείχα».
Ιμπρεσιονισμός
Η φύση εν προκειμένω γίνεται εφαλτήριο απελευθέρωσης και εξαγνισμού που, όπως στην παλιά υπερβατική μυθολογία των Έμερσον και Θορώ, ταυτίζεται με την υπαρξιακή ελευθερία της επιλογής ή απλούστερα με την σκέτη λυτρωτική ελευθερία. Αλλά η φύση βρίσκεται διακριτικά παντού στο έργο του Τσίβερ, ακόμη και σε μια μεγαλούπολη σαν τη Νέα Υόρκη.
Τα εύπλαστα σύννεφα, η βροχή, η μυρωδιά της γης και της ασφάλτου, οι ανεμπόδιστες θέες της ενδοχώρας και του υδατικού δικτύου, πάνω απ’ όλα όμως το φως, παίζουν ένα φιλόδοξο ρόλο, συχνά καθοριστικό για τη ροή της αφήγησης. Και η πάλη των φυσικών στοιχείων αντανακλά με ιμπρεσιονιστικό θα λέγαμε τρόπο την περίπλοκη εσωτερική ζωή των ηρώων του, καθώς η διαμάχη καλού και κακού απειλεί να συντρίψει την τακτοποιημένη ζωή τους. Δεν πρόκειται εδώ για μια φύση κακιά μητριά ή διαφθορέα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στους Πουριτανούς προπάτορες, αλλά για ένα λυτρωτικό καταλύτη που αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες, πέρα από (και δίπλα στα) ανθρώπινα.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της διηγηματογραφίας του Τζων Τσίβερ είναι η αστική γεωγραφία της αναπτυσσόμενης Αμερικής, μέσω της οποίας αναδεικνύεται αποτελεσματικά η κριτική και ενίοτε σαρκαστική ματιά του.
Το άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της διηγηματογραφίας του Τζων Τσίβερ είναι η αστική γεωγραφία της αναπτυσσόμενης Αμερικής, μέσω της οποίας αναδεικνύεται αποτελεσματικά η κριτική και ενίοτε σαρκαστική ματιά του. Προσεγγίζει εντούτοις την ανθρωποπανίδα των ιστοριών του μέσω κάποιου είδους κατανόησης, συμπόνιας, ακόμη και αιτιολόγησης της καταναλωτικής φρεσκάδας, της προαστιοποίησης, της αυτονοήτως καλής ζωής σε μια κοινωνία που δίνει τον τόνο στα μεταπολεμικά παγκόσμια πράγματα. Γιατί βεβαίως έχουμε να κάνουμε με μια χώρα ευημερούσα, σταθερά αναπτυσσόμενη μετά τα χρόνια του Μεγάλου Κραχ, νικήτρια δύο παγκοσμίων πολέμων, με την ιδέα του Καλού να βρίσκεται αυτονοήτως στη μεριά της, ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα πολιτισμικά πρότυπα καθορίζονται εν πολλοίς από αυτήν.
Η μεταπολεμική Αμερική
Η μεταπολεμική Αμερική, στην οποία ο Τσίβερ αναδεικνύεται ως ένας εκ των κορυφαίων διηγηματογράφων της, εξακολουθεί να είναι μια νεαρή χώρα, απενοχοποιημένη, και πολύ μακριά από τα ιστορικά βαρίδια της Ευρώπης. Η Άγρια Δύση έχει τιθασευθεί οριστικά, οι απέραντες ακατοίκητες και ημιερημικές εκτάσεις [που αποδίδονται ως wilderness - δυσμετάφραστος όρος] έχουν υποταχθεί. Η πολυεθνικότητα, η ανεξιθρησκεία και η κοινωνική κινητικότητα έχουν εγκαθιδρυθεί οριστικά, ενώ η καλπάζουσα τεχνολογία υπόσχεται ένα διαρκώς καλύτερο μέλλον για τους πολλούς σε καθεστώς προσωπικής, επιχειρηματικής και πολιτικής ελευθερίας. Σε αυτό το υπόστρωμα, τα νέα κοινωνικά κινήματα -οικολογικό, φιλειρηνικό, φεμινιστικό, εξισωτικό βρίσκουν σταθερό έδαφος να αναπτυχθούν, διεκδικώντας και κατακτώντας την επονομασθείσα «τρίτη γενιά ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Βιότοπος των ηρώων του Τσίβερ είναι το τυπικό αμερικανικό σπίτι που διαθέτει κήπο και γκαράζ, πισίνα και κατοικίδια, είναι πανταχόθεν ελεύθερο και έχει διαχωρισθεί από άλλες χρήσεις γης, ενώ φιλοξενεί σταθερά ποικίλων ειδών κοινωνικές συνάξεις.
Με το αυτοκίνητο να έχει οριστικά εκτοπίσει το άλογο και την ταχυδρομική άμαξα, η αστική επέκταση και προαστιοποίηση υλοποιούνται σταθερά επί του εδάφους και το μεγάλο μέρος του έργου του Τσίβερ εντάσσεται σε αυτήν. Ο αγροτικός χώρος τεμαχίζεται και αστικοποιείται, η φύση συρρικνώνεται, το οδικό δίκτυο πυκνώνει με ραγδαίους ρυθμούς, οι χρήσεις γης διαφοροποιούνται. Βιότοπος των ηρώων του Τσίβερ είναι το τυπικό αμερικανικό σπίτι που διαθέτει κήπο και γκαράζ, πισίνα και κατοικίδια, είναι πανταχόθεν ελεύθερο και έχει διαχωρισθεί από άλλες χρήσεις γης, ενώ φιλοξενεί σταθερά ποικίλων ειδών κοινωνικές συνάξεις. Οι βιομηχανικές ζώνες βρίσκονται πολύ μακριά, τα δημόσια κτίρια, τα σούπερ μάρκετ, ακόμη και τα σχολεία απαιτούν αυτοκίνητο.
Οι τόποι κατοικίας είναι αποκλειστικά τόποι κατοικίας, μέρη για να τρως και να κοιμάσαι, να παίζεις τέννις και να κάνεις μπάρμπεκιου, να οργανώνεις παιδικές γιορτές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ο χώρος συρρικνώνεται και «ζωνοποιείται». Κι αν η συσσώρευση ουρανοξυστών σηματοδοτεί στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων τις αστικές διοικητικές συγκεντρώσεις του προηγμένου τριτογενούς τομέα, είναι η προαστιοποιημένη ύπαιθρος που χαρακτηρίζει πλέον το απέραντο αμερικανικό τοπίο.
Mικρές και μεγάλες αφηγήσεις
Είναι σε αυτό το γενικό χωροταξικό σχήμα που εντάσσονται οι μεγάλες και μικρές αφηγήσεις του Τσίβερ. Ο Ρέημοντ Κάρβερ. ο Τζων Απντάικ, ο Ρίτσαρντ Γέιτς, ο Τομπάιας Γουλφ, παλιότερα o Φ. Σ. Φιτζέραλντ και πολλοί άλλοι, ασχολήθηκαν επιμελώς με την χάραξη επί του εδάφους του αμερικανικού ονείρου που έμελλε να υπαγορεύσει τα σύγχρονα πολεοδομικά/ αστικά / περιαστικά πρότυπα και στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο η αμερικανική μυθολογία των προαστίων διαθέτει πιστοποιητικό γνησιότητας και επομένως δικαιούται να κατεδαφίζει κριτικά εαυτήν. Όταν λέμε ότι ο Τσίβερ γράφει εν πολλοίς για τα προάστια εννοούμε ότι γράφει για την Αμερική. Πρόκειται ουσιαστικά για ταυτολογία.
Ακόμη και από αέρος είναι εμφανείς σε όλη την Αμερική οι προαστιακές γειτονιές με τους άψογα σχεδιασμένους δρόμους, τις πρασιές, την βλάστηση, τις πισίνες, και πολύ σπάνια ένα μεγαλύτερο οίκημα που υποθέτεις πως δεν μπορεί να είναι παρά εκκλησία ή κάποιος χώρος κοινοτικών, πολιτισμικού τύπου δραστηριοτήτων.
Η τυπική ηρωίδα του ανήκει σ’ ένα νέο είδος που απολαμβάνει ένα αναβαθμισμένο περιβάλλον και την πολυτέλεια του υπερμεγέθους, πλήρως εξοπλισμένου σπιτιού της.
Βέβαια, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο Τσίβερ γράφει τα καλύτερα διηγήματά του, δεν έχει παγιωθεί ολοσχερώς η ζωή στα προάστια. Η τυπική ηρωίδα του ανήκει σ’ ένα νέο είδος που απολαμβάνει ένα αναβαθμισμένο περιβάλλον και την πολυτέλεια του υπερμεγέθους, πλήρως εξοπλισμένου σπιτιού της. Τα καλά του αγροτικού χώρου συντήκονται με εκείνα της αστικής ζωής μόνο που η κοινωνική ένταξη πάσχει, η έννοια της γειτονιάς και της κοινότητας οφείλει να επανεφευρεθεί, η αναμονή του συζύγου που εργάζεται στην πόλη -καθώς κατοικία και εργασία έχουν πάρει διαζύγιο- γίνεται συχνά αβάσταχτη.
Ο Τζον Ουίλιαμ Τσίβερ (1912-1982), ο επωνομαζόμενος και "Τσέχωφ των προαστείων" (επειδή το μεγαλύτερο μέρος του έργου του διαδραματίζεται στα προάστεια των μεγαλουπόλεων), θεωρείται από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έγινε πασίγνωστος χάρη στα διηγήματά του, τα οποία όταν συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με τον τίτλο "Ιστορίες του Τζον Τσίβερ" κέρδισαν το Βραβείο Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο Κριτικών (1979) καθώς το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου (1981). Εκτός από τα διηγήματα έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα: "The Wapshot Chronicle" (1958, Εθνικό Βραβείο Βιβλίου), "The Wapshot Scandal" (1965), "Bullet Park" (1969) και "Falconer" (1977), καθώς και τη νουβέλα "Oh What a Paradise It Seems" (1982). Έξι εβδομάδες πριν τον θάνατό του τιμήθηκε με το Εθνικό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικάνικης Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. |
Οι Αμερικανοί συγγραφείς επιχειρούν να ερευνήσουν αυτό το νέο ανθρώπινο είδος που η παραδείσια πλήξη το κάνει να αναζητεί διαρκώς νέες ενασχολήσεις και η εφεύρεση της έννοιας του ελευθέρου χρόνου το οδηγεί σε διαρκή γεύματα, πάρτι, χορούς και τον προγραμματισμό διακοπών στην Καραϊβική. Στις εύπορες προαστιοποιημένες περιοχές, όπως το επινοημένο Σέιντι Χιλλ του Τσίβερ κάπου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, η ανθρώπινη τραγωδία παίζεται αδιάλειπτα χωρίς η ουσία της να αλλάζει. Κάτω από την επιφάνεια της ευμάρειας και του καταναλωτισμού, βρίσκονται μισοθαμένα τα άγχη της οικονομικής ανασφάλειας, της διατήρησης του υψηλού επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας, της καταναλωτικής επίδειξης, των χρεών και των υποθηκών. Σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Όταν κάτι πάει στραβά οι άνθρωποι πιάνονται απροετοίμαστοι καθώς έχουν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι τα πάντα γύρω τους μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν – ποτέ χειρότερα.
Οι άνθρωποι του Τσίβερ
Επιπλέον οι δεσμεύσεις τους, κοινωνικές και προσωπικές, μοιάζουν να τους έχουν παγιδεύσει. Κάπως έτσι, στο «Ο Διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ», ο προσφάτως απολυθείς από την δουλειά του πρωταγωνιστής θα φτάσει να γίνει κλεφτρόνι, μπαίνοντας νύχτα στο σπίτι του γείτονά του, σε μια κοινότητα όπου οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές για όλους. Οι ακάλυπτες επιταγές και τα ελλείποντα χρήματα δεν απειλούν απλώς με ένα ταπεινότερο επίπεδο διαβίωσης αλλά με κατάρρευση ολόκληρου του οικογενειακού οικοδομήματος και των υποθέσεων εργασίας στις οποίες αυτό βασίστηκε.
Ας το προχωρήσουμε λίγο ακόμη. Οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι όπου κι αν τους εμφυτεύσεις, μοιάζει να μας λέει ο Τσίβερ. Νοσταλγούν τα αθώα παιγνίδια των παιδικών τους χρόνων, τα άγρια δάση και τα κελαρυστά ρυάκια, τον ύπνο κάτω από τα αστέρια. Ονειρεύονται περιπέτειες και ξένους τόπους ακόμη κι όταν έχουν υλοποιήσει όλα τα όνειρά τους, ακόμη και όταν τα παιδικά τραύματα έχουν ξεπεραστεί (και ο Τσίβερ είχε κάμποσα). Μισούν την ανία.
Ερωτεύονται. Κάποτε σιχαίνονται την τακτοποιημένη ζωή τους και επανεφευρίσκουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό το δράμα καραδοκεί. Ο ήρωας για παράδειγμα του διηγήματος «Ο Κολυμβητής» που δίνει τον τίτλο του σ’ αυτή τη συλλογή –ίσως το πιο ευφάνταστο του Τσίβερ- μοιάζει να αναπροσδιορίζει εξ αρχής τα πάντα όταν μια ωραία πρωία αποφασίζει να ανασυγκροτήσει τον τεμαχισμένο κόσμο του διασχίζοντας με το μαγιό και κολυμπώντας διαδοχικά σε όλες τις πισίνες της πόλης.
Οι ήρωες του Τσίβερ δεν παύουν να ονειρεύονται και να νοσταλγούν ένα προ πολλού χαμένο παρελθόν.
Σαν σύγχρονος εξερευνητής μιας απολύτως οικείας και εκπολιτισμένης περιοχής, εισβάλλει σε κήπους, καλημερίζει φίλους και την πρώην ερωμένη του, κολυμπάει για λίγο, πίνει ένα ποτό εδώ κι εκεί, περνάει από οργωμένα χωράφια και βαθύσκιωτους δρόμους βλέποντας τα πράγματα και τους παραξενεμένους γείτονες υπό μια νέα οπτική γωνία. ΄Ώσπου με τα πολλά, έχοντας πια ολοκληρώσει αυτό που επιθυμούσε, -έχοντας τρόπον τινά ενοποιήσει τον κοινωνικό του χώρο μέσω του υγρού στοιχείου- φτάνει το βραδάκι εξαντλημένος σπίτι του και το βρίσκει άδειο κι εγκαταλειμμένο από την οικογένειά του.
Σε κάθε περίπτωση, οι ήρωες του Τσίβερ δεν παύουν να ονειρεύονται και να νοσταλγούν ένα προ πολλού χαμένο παρελθόν. Η γραμματέας που έγινε αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και στη συνέχεια απολύθηκε από το αφεντικό της, του λέει χώνοντάς του ένα πιστόλι στα πλευρά, στο «Τρένο των Πέντε και Σαράντα Οκτώ» που τον μεταφέρει στον οικογενειακό παράδεισο:
«Νοιώθω ο εαυτός μου όταν αρχίζει να νυχτώνει. Αλλά παραμένω καλύτερη από σένα. Ακόμα βλέπω καλά όνειρα πού και πού. Ονειρεύομαι πικνίκ και τον παράδεισο και την αδελφότητα των ανθρώπων, αλλά και κάστρα στο σεληνόφως και ένα ποτάμι με ιτιές γύρω από τις όχθες του και ξένες πόλεις, και, τέλος πάντων, γνωρίζω περισσότερα για την αγάπη από ό,τι εσύ».
Παρά τα δράματα που ελλοχεύουν και συχνά αιφνιδιάζουν, ο Τζων Τσίβερ πιστεύει στην προσωπική λύτρωση, στα ανοιχτά ενδεχόμενα της ζωής ή αν το θέλουμε στα διχαλωτά μονοπάτια της ύπαρξης. Η πραγματικότητα δίνεται, όπως είπαμε, σχεδόν ιμπρεσιονιστικά, όπως και η περιβάλλουσα φύση, ενώ η τελευταία παράγραφος στα αφηγήματά του αντανακλά σχεδόν πάντα μια διονυσιακού τύπου υπέρβαση. Η μετάφραση του Κωστή Καλογρούλη εκπηγάζει με πλήρη φυσικότητα από τον κόσμο του συγγραφέα, σε σημείο που αν εξαιρέσεις τα ονόματα και τα τοπωνύμια μπορεί και να ξεχάσεις πως έχεις μπροστά σου μεταφρασμένο έργο.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).