Για το μυθιστόρημα του Όιγκεν Ρούγκε «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» (μτφρ. Τέο Βότσος, εκδ. Κλειδάριθμος). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από τη βασισμένη στο βιβλίο ταινία «In Zeiten des abnehmenden Lichts» (2017), με τον Bruno Ganz σε κεντρικό ρόλο.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Η ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας εξακολουθεί και σήμερα να γοητεύει και να μας καλεί να τη γνωρίσουμε καλύτερα, μια και συνενώνει κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά. Το ίδιο το κράτος, η ίδρυσή του, αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη έναρξης του Ψυχρού Πολέμου, μια μοιρασιά της ηττημένης Γερμανίας μεταξύ των νικητών, με τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν να παίρνει τη μερίδα του Λέοντος. Έκτοτε, το Βερολίνο, μια νησίδα μέσα στην Ανατολική Γερμανία, που όμως τελούσε κατά το ήμισυ υπό συμμαχική διοίκηση με ένα ιδιότυπο καθεστώς, υπήρξε η πόλη-σύμβολο ενός κόσμου διχασμένου, πολωμένου. Το χτίσιμο του Τείχους που χώρισε την πόλη στη μέση, το 1961, εικονοποίησε με τον πιο τραγικό τρόπο τη νέα πραγματικότητα, κι αποτέλεσε το θέατρο γνωστών και άγνωστων δραμάτων, μέχρι την φαντασμαγορική πτώση του το 1989, από τα χέρια του ίδιου του λαού της Ανατολικής Γερμανίας.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο 68χρονος σήμερα Όιγκεν Ρούγκε υπήρξε μια πολύ ιδιότυπη περίπτωση μέσα σε αυτήν την ιδιότυπη χώρα, κι από πολλές απόψεις είναι ένας ιδανικός αφηγητής της γεμάτης παράδοξα και αντιφάσεις ιστορίας της. Γεννήθηκε στην μικρή πόλη Σόσβα, στα βάθη της αχανούς Ρωσίας, μια και ο πατέρας του, Γερμανός ιστορικός που έζησε στη Μόσχα, ήταν για πολλά χρόνια φυλακισμένος σε στρατόπεδο Εργασίας, στη Σιβηρία. Στην ηλικία των δύο χρονών, ο Όιγκεν επέστρεψε με τους γονείς του στην Ανατολική Γερμανία, στο Βερολίνο, όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε και εργάστηκε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και σεναριογράφος, μέχρι το 1988, οπότε και αυτομόλησε στη Δύση.
Υπό το φως της προσωπικής του ιστορίας, το μυθιστόρημα «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» είναι μια ευρυγώνια ανασύσταση της ζωής του και της οικογένειάς του, σε εύρος τεσσάρων γενεών, που εκπροσωπούνται από μια πλειάδα προσώπων.
Υπό το φως της προσωπικής του ιστορίας, το μυθιστόρημα «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» είναι μια ευρυγώνια ανασύσταση της ζωής του και της οικογένειάς του, σε εύρος τεσσάρων γενεών, που εκπροσωπούνται από μια πλειάδα προσώπων. Μεταξύ αυτών, η φοβερή Ρωσίδα γιαγιά, μητέρα της μητέρας του, που στο μυθιστόρημα ακούει στο όνομα Ναντιέζντα Ιβάνοβνα.
Βουτιές στο παρελθόν
Κεντρικός ήρωας, και εμφανές alter ego, του συγγραφέα, είναι ο περίπου 45χρονος Αλεξάντερ, ή Σάσα, όπως τον φωνάζει η μητέρα του, η Ιρίνα. Το μυθιστόρημα ξεκινάει το 2001, με την επίσκεψη του Αλεξάντερ στον πάσχοντα από άνοια πατέρα του, τον Κουρτ, σε προάστιο του Βερολίνου. Από αυτήν την χρονολογία, που σημαδεύτηκε από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το μυθιστόρημα θα κάνει διαδοχικές βουτιές στο παρελθόν, σε σημαδιακές για την οικογένεια του Αλεξάντερ χρονιές. Θα πάμε για παράδειγμα πίσω στα 1952, και θα γνωρίσουμε τον παππού και τη γιαγιά του Αλεξάντερ, τον Βίλχελμ και τη Σαρλότε, καθώς ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το Μεξικό, και να επιστρέψουν στην νέα χώρα τους, την Ανατολική Γερμανία. Για τους λόγους που οδήγησαν τον Βίλχελμ, στέλεχος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1920, με τη Σαρλότε, στο Μεξικό, θα πάρουμε κάποιες απαντήσεις πολύ αργότερα μέσα στο βιβλίο – θυμίζουμε μονάχα, για όποιον ίσως δεν το θυμάται, ότι στην πόλη του Μεξικό εκτελέστηκε το πάλαι ποτέ δεξί χέρι του Στάλιν, ο Λέων Τρότσκι, τον Αύγουστο του 1940. Οι δυο τους, λοιπόν, θα επιστρέψουν στην Ανατολική Γερμανία και θα αναδειχτούν σε σημαντικά μέλη του Κόμματος. Θα φέρουν στον κόσμο δυο γιους, αλλά μονάχα τον Κουρτ θα γνωρίσουμε. Στη συνέχεια θα πάμε μπροστά στον χρόνα, στα 1961, τη χρονιά που χτίζεται το Τείχος, κι αμέσως μετά στα 1966, όπου παρακολουθούμε, μεταξύ άλλων, την επιρροή που ασκούν στον 12χρονο Αλεξάντερ τα νεολαιίστικα κινήματα στη Δύση, προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του.
1η Οκτωβρίου του 1989
Σημείωσα και νωρίτερα ότι το μυθιστόρημα κινείται διαρκώς, σαν εκκρεμές, πίσω μπρος στον χρόνο, σταματώντας σε σημαδιακές ημερομηνίες. Μεταξύ αυτών, η ημερομηνία που επανέρχεται ξανά και ξανά, συνολικά έξι φορές, είναι η 1η Οκτωβρίου του 1989, η ημέρα των ενενηκοστών γενεθλίων του παππού Βίλχελμ. Σηματοδοτεί, βέβαια, την απόσυρση της πρώτης γενιάς των κομμουνιστών, εκείνων που δεν αμφέβαλαν ποτέ για τον Ιερό Σκοπό, ούτε και για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί (εκτελέσεις διαφωνούντων, φυλακίσεις κ.λπ). Ένα μήνα μετά, άλλωστε, στις 9 Νοεμβρίου, το Τείχος καταρρέει, και η Ιστορία σαρώνει βεβαιότητες και πεποιθήσεις.
Είναι αυτή η 1η Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια μιας ακόμη τελετής απόδοσης τιμών και μεταλλίων στον υπέργηρο ήρωα του Κόμματος, τον Βίλχελμ, όταν ο Κουρτ αρχίζει να δυσφορεί με όλο αυτό το θέατρο που στήνεται κάθε χρόνο για τον πατέρα του, γνωρίζει ότι πολλά απ’ όσα λέγονται δεν είναι αλήθεια, κι αυτή η δυσφορία αναβλύζει από μέσα του σαν ακατάσχετη σεξουαλική ορμή...
Αφήγηση μέσα σε τέσσερις τοίχους
Μίλησα νωρίτερα για την Ιστορία που σαρώνει τις ζωές των ανθρώπων, για κομβικές στιγμές όπως το χτίσιμο ή το γκρέμισμα του Τείχους, αλλά η μαγεία αυτού εδώ του μυθιστορήματος βρίσκεται στον ήσυχο και από τα κάτω τρόπο με τον οποίο μας δίνεται η ιστορία. Ο φακός του μυθιστορήματος σπάνια ανεβαίνει ψηλά, στα μεγάλα γεγονότα και στα πρωτοσέλιδα: στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του μένει χαμηλά, μαζί με τα πρόσωπα, με τα δράματα και τις συγκρούσεις τους, με τις αποσιωπήσεις και τα ένοχα μυστικά τους.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται κυρίως μέσα στους τοίχους των σπιτιών στα οποία ζουν αυτές οι τέσσερις γενιές ηρώων, μέσα στην καρδιά και στο μυαλό τους, δίνοντάς μας μια πληρέστατη και εντυπωτική εικόνα για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία. Από τον πατριάρχη Βίλχελμ μέχρι τον δισέγγονό του, τον γιο του Αλεξάντερ, τον Μάρκους – ένα παιδί της σύγχρονης εποχής, με θυμό απέναντι στον πατέρα του για τον διαζύγιο με τη μάνα του, ο οποίος μεγαλώνει στην μετακομμουνιστική εποχή, εποχή αφθονίας και τεράστιας ανασφάλειας ταυτόχρονα.
Εκεί, στα εσωτερικά δωμάτια αυτών των σπιτιών με τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τα εξωτικά πλάσματα για διάκοσμο, το φως μιας εποχής που σημάδεψε ολόκληρες γενιές έχει αρχίσει να λιγοστεύει, ενώ ένα άλλο φως, πιο θαμπό και ακαθόριστο, διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Εκεί, στα εσωτερικά δωμάτια αυτών των σπιτιών με τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τα εξωτικά πλάσματα για διάκοσμο, το φως μιας εποχής που σημάδεψε ολόκληρες γενιές έχει αρχίσει να λιγοστεύει, ενώ ένα άλλο φως, πιο θαμπό και ακαθόριστο, διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Στην ιστορία αυτής της εμβληματικής οικογένειας, που υπήρξε η οικογένειά του, θα επιστρέψει ο Όιγκεν Ρούγκε και στο επόμενο μυθιστόρημά του, το Ξενοδοχείο Μετροπόλ, που διαδραματίζεται στη Μόσχα, τη σημαδιακή χρονιά του 1936, τη χρονιά των περίφημων δικών της Μόσχας και της κορύφωσης της σταλινικής τρομοκρατίας.
Τόσο το πρώτο μυθιστόρημα του Όιγκεν Ρούγκε, για το οποίο μιλήσαμε αναλυτικά σήμερα, «Τις μέρες που λιγόστευε το φως», όσο και το δεύτερο, «Το ξενοδοχείο Μετροπόλ», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε προσεγμένες εκδόσεις και καλά δουλεμένες μεταφράσεις από τους Τεό Βότσο και Γιώτα Λαγουδάκου αντίστοιχα. Τα δυο μαζί συναποτελούν ένα βαθύ και έξοχα στοιχειοθετημένο πανόραμα μιας ολόκληρης εποχής, η οποία συνεχίζει, όπως το διαπιστώνουμε και στις μέρες μας με τον πόλεμο στην Ουκρανία, να καθορίζει τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Αφαίας και Τελαμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο).