Για το μυθιστόρημα του Colson Whitehead «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
“You move it to the left,
Yeah, and you go for yourself.
You move it to the right,
Yeah, if it takes all night”.
Bob & Earl, “Harlem Shuffle” (1963)
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Κόλσον Γουάιτχεντ, Μπέρδεμα στο Χάρλεμ που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ελληνική μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά από τις εκδόσεις Ίκαρος, εκτυλίσσεται στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’60. O Γουάιτχεντ είναι ο μόνος εν ζωή συγγραφέας που κέρδισε δύο Πούλιτζερ. Ο Υπόγειος Σιδηρόδρομος και τα Αγόρια του Νίκελ είχαν τέτοιο αντίκτυπο στην αγορά βιβλίου ώστε το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ (που διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’50) να έχει προεξοφλήσει την επιτυχία του, τόσο ως «αστυνομική» σάτιρα, όσο και ως αντιφυλετιστική αλληγορία.
Το βιβλίο μιλά για την ανάγκη «δραπέτευσης» από κάπου: ο κεντρικός ήρωας, ο Ρέι Κάρνεϊ, θέλει να διαφοροποιήσει τη ζωή του από αυτήν του πατέρα του, ενός συνοικιακού μικροκλέφτη του Χάρλεμ που είχε άδοξο τέλος. Ο Ρέι θέλει να αλλάξει τη μοίρα του «υπο-προλετάριου» στην οποία τον καταδικάζει το χρώμα του.
«Ο Όλιβερ και η παρέα του κορόιδευαν τους λεκέδες στα ρούχα του, τα οποία δεν του έκαναν καλά, κι έτσι τον κορόιδευαν επιπλέον και γι’ αυτό, έλεγαν ότι μύριζε σαν σκουπιδιάρικο. Ποιος ήταν τότε; Κοκαλιάρης και ντροπαλός, ό,τι έλεγε έβγαινε με ένα τραύλισμα. Πήρε δεκαπέντε πόντους στην τρίτη γυμνασίου, λες και το σώμα του ήξερε ότι έπρεπε να ανταποκριθεί, γιατί είχε να αναλάβει ευθύνες ενηλίκου».
Το φυλετιστικό ζήτημα επανέρχεται στο επεισόδιο με τις ταραχές του Χάρλεμ, δηλαδή τη δολοφονία ενός νεαρού μαύρου από έναν αστυνομικό, το 1964 (η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ επικαιροποιείται, αίφνης στο βιβλίο του Γουάιτχεντ).
Για να αλλάξει το πεπρωμένο του ο Ρέι έχει πάει στο πανεπιστήμιο και τώρα είναι ιδιοκτήτης του καταστήματος «Carney's Furniture» στη διάσημη 125η οδό του Χάρλεμ, μιας αξιοπρεπούς επιχείρησης, αλλά όχι αρκετά επικερδούς ώστε να του επιτρέψει να μετακομίσει την οικογένειά του στο σπίτι των ονείρων του στο Upper West Side, στο γραφικό Riverside Drive. Η σύζυγός του Ελίζαμπεθ, με την οποία έχει μια μικρή κόρη, εργάζεται για ένα ταξιδιωτικό γραφείο που σχεδιάζει δρομολόγια τύπου Green Book, κατάλληλα για μαύρους ταξιδιώτες που ήθελαν, στις ρατσιστικές εκείνες δεκαετίες, να ταξιδέψουν με ασφάλεια.
Το βιβλίο μιλά για την ανάγκη «δραπέτευσης» από κάπου: ο κεντρικός ήρωας, ο Ρέι Κάρνεϊ, θέλει να διαφοροποιήσει τη ζωή του από αυτήν του πατέρα του, ενός συνοικιακού μικροκλέφτη του Χάρλεμ που είχε άδοξο τέλος. Ο Ρέι θέλει να αλλάξει τη μοίρα του «υπο-προλετάριου» στην οποία τον καταδικάζει το χρώμα του.
Ο Ρέι Κάρνεϊ έχει κάνει έναν πετυχημένο γάμο, διάγει μια καθ’ όλα αξιοπρεπή ζωή και είναι πλήρως προσανατολισμένος στο αστικό αμερικανικό όνειρο. Όμως ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγός του χαίρουν της εκτίμησης των πεθερικών του:
«Οι γονείς της είχαν τόσο προσεκτικά προσπαθήσει να την ανυψώσουν, να την κάνουν μια αξιότιμη μαύρη γιατρό, μια αξιότιμη μαύρη δικηγόρο. Να κλείνει ξενοδοχεία και αεροπορικές πτήσεις – δεν είχαν αυτό στο μυαλό τους για κείνη. Είχε συμβιβαστεί με τον Κάρνεϊ, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Τι οικογένεια ήταν αυτή που είχε εκείνος. Κατά καιρούς ο Κάρνεϊ ακόμα άκουγε τυχαία τον πεθερό του να αναφέρεται σ’ αυτόν ως “αυτός ο πραματευτής χαλιών”».
Όσο για τον εξάδελφο Φρέντι, αυτός «τον έβαλε στη ληστεία μια ζεστή νύχτα στις αρχές Ιουνίου». Ο Φρέντι είναι αυτό που λέμε «η κακή επιρροή»: χρήστης ναρκωτικών, ένας hustler που συνιστά τον ψυχαναλυτικό σύνδεσμο του Ρέι προς την παραβατική εφηβεία του. Οι δυο τους παραπέμπουν σε κάτι σαν τον Χοντρό και τον Λιγνό!
Ο Colson Whitehead (Κόλσον Γουάιτχεντ) γεννήθηκε το 1969 και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, όπου ζει. Αφού αποφοίτησε από το Χάρβαρντ, άρχισε να εργάζεται για την εφημερίδα Village Voice. Άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί στα New York Times, The New Yorker, New York Magazine, Harper's και Granta. Έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα, τα οποία έχουν αποσπάσει πολλές διακρίσεις. O Υπόγειος Σιδηρόδρομος (Ψυχογιός, 2018) τιμήθηκε με τα βραβεία US National Book Award 2016, Pulitzer 2017, Carnegie Medal 2017 και Indies Choice Book Award 2017. Το βιβλίο Τα αγόρια του Νίκελ (Ίκαρος, 2020) απέσπασε τα βραβεία Pulitzer 2020 και Kirkus Prize 2019, βρέθηκε στη μακρά λίστα του US National Book Award 2019 και διακρίθηκε ως ένα από τα δέκα σημαντικότερα μυθιστορήματα της δεκαετίας σύμφωνα με το περιοδικό TIME. Το νέο του μυθιστόρημα Μπέρδεμα στο Χάρλεμ (Ίκαρος, 2022) βρέθηκε στην κορυφή των best-sellers των New York Times, στα 100 σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με το περιοδικό TIME και στη λίστα με τα αγαπημένα βιβλία του Barack Obama για το 2021. Έχει μεταφραστεί ήδη σε περισσότερες από 10 γλώσσες. |
Άραγε ένας αξιοπρεπής αντιήρωας είναι τόσο κομψός ώστε δεν πάει ο νους σου ότι είναι ληστής; Μια κομψή, σέξι λησταρχίνα κλέβει απαραιτήτως πολυτελή αυτοκίνητα; Μήπως βάζει τα μετρητά μιας ληστείας τράπεζας σε θήκες για κοσμήματα από σουέντ; Ενώ τα στερεότυπά μας για την παρανομία (προερχόμενα κυρίως από τον κινηματογράφο) παραμένουν πολύ ισχυρά, στο Μπέρδεμα στο Χάρλεμ αυτά ανατρέπονται και επικρατούν κωμικές φιγούρες γκάνγκστερ: ο Γουάιτχεντ εστιάζει στη βεντέτα μεταξύ του Κάρνεϊ και του απατεώνα μαύρου τραπεζίτη Ντιουκ, τον οποίο ο ήρωας επιχειρεί να ενοχοποιήσει το 1961, εμπλέκοντας στο σχέδιό του έναν έμπορο ναρκωτικών, έναν μαστροπό και έναν απατεώνα αστυνομικό.
«Ανάμεσα στους σάπιους ο Κάρνεϊ ήταν απλώς ελαφρώς χαλασμένος». Απρόθυμα ο ήρωας εμπλέκεται σε μια ληστεία στο ξενοδοχείο Theresa, οι συνέπειες της οποίας πυροδοτούν μια σειρά από γεγονότα, παραλίγο ατυχήματα, δολοφονίες, τραγωδίες και συγκινήσεις που κατευθύνουν τη δράση του μυθιστορήματος. Στο βιβλίο αυτό οι μπάτσοι εξαγοράζονται και οι λοιποί παράνομοι φοβούνται τη βεντέτα.
Ο Κόλσον Γουάιτχεντ αφού μελέτησε απομνημονεύματα κάποιων γκάνγκστερ (αλλά και της πρώην συζύγου ενός εξ αυτών), άντλησε από εκεί πολλές πραγματολογικές πληροφορίες σχετικά με τις πιέσεις και τους εκβιασμούς των εγκληματικών οργανώσεων της Νέας Υόρκης. Παράλληλα είδε ερασιτεχνικά ταινιάκια Super-8 και διάβασε αποκόμματα εφημερίδων της δεκαετίας του ’60, απ’ όπου κατάφερε πολύ πειστικά να αναπλάσει το κλίμα των ταραγμένων γεγονότων της εποχής εκείνης. Και πλάι στις εξεγέρσεις και τους βανδαλισμούς τοποθέτησε στην αφήγησή του μια σειρά από χρηστικά αντικείμενα εκείνης της εποχής καθώς και κάποιες λεπτομέρειες γύρω από αυτά – τιμές μεταχειρισμένων επίπλων, υλικά φωτιστικών και σχέδια χαλιών, αλλά και κονσόλες RCA ή Magnavox, ξύλινα πικ-απ, τηλεοράσεις Motorola, ραδιόφωνα-έπιπλα και φορητά τρανζιστοράκια. Τέλος, επιστρατεύει ένα ιδιόλεκτο της μαύρης κοινότητας της εποχής που καθιερώνεται ως «slang» και προσδίδει μοναδικό ύφος στην αφήγησή του.
Με ιδιαίτερο λυρισμό ο Γουάιτχεντ αποδίδει την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που πασχίζει να επιφέρει κάθετο διαχωρισμό ανάμεσα στην επικρατούσα straight αντίληψη περί διαφοράς του νομοταγούς πολίτη από τον διεφθαρμένο εγκληματία, ενός πραγματιστή που ποτέ του δεν αποκηρύσσει πλήρως τη μαύρη μπουρζουαζία της εποχής του. Όμως, παραμένει κυρίαρχη η κακή σχέση του Αφροαμερικανού με την έννοια της ιδιοκτησίας (κληρονομιά της θεσμικής «κόκκινης γραμμής» που επιτρέπει την ιδιοκτησία αποκλειστικά στους λευκούς, ήδη από τα στεγαστικά δάνεια για λευκούς της εποχής του προέδρου Ρούσβελτ), ενώ στον θεματικό πυρήνα του μυθιστορήματος παραμένει κεντρικό ζήτημα η θολή διάκριση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.
Ο Γουάιτχεντ είναι ο τελευταίος κρίκος μιας παράδοσης αφροαμερικανών συγγραφέων που γράφοντας αστυνομική λογοτεχνία (και όχι μόνο) υπονομεύουν, τόσο το ίδιο το genre, όσο και την υποκρισία του αμερικανικού καπιταλισμού και των συμβεβηκότων του: του δικαστικού συστήματος, των ψευδών επιταγών, ακόμη και το γεγονός ότι η Αμερική ως σύστημα γεννήθηκε από μια έκνομη ενέργεια: την κλοπή του ζωτικού χώρου των άλλων ανθρώπων.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).