
Για τη συλλογή διηγημάτων του Mario Andrea Rigoni «Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων» (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Loggia). Κεντρική εικόνα © Chris Droukas / Unsplash.
Του Σόλωνα Παπαγεωργίου
Η Σκοτεινή όψη των πραγμάτων αποτελείται από δεκαοκτώ ευσύνοπτες, παράξενες ιστορίες – δεκαεπτά διηγήματα και ένα παραμύθι. Μια γυναίκα παρασύρεται από μια μικρή φώκια σε βαθιά νερά, όμως αντί να τρομοκρατηθεί, γοητεύεται από την εμπειρία. Ένας άνδρας ταξιδεύει με προορισμό το Παρίσι, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως έχει επιβιβαστεί σε ένα τρένο-φάντασμα. Ένας νεαρός φοιτητής, παγιδευμένος μέσα σε ένα εξομολογητήριο, δίνει άφεση αμαρτιών σε μια γυναίκα που σκότωσε τον άνδρα της. Ένας παραθεριστής συνομιλεί με τον κατάκοιτο μα πολυταξιδεμένο γείτονά του, μια γυναίκα αδυνατεί να θυμηθεί τον πρώην σύζυγό της εξαιτίας της άνοιας που κατατρώει τη μνήμη της.
Κοινό στοιχείο μεταξύ των ιστοριών είναι το «αλλόκοτο» που διαρρηγνύει την κανονικότητα της καθημερινότητας των ηρώων. Οι πρωταγωνιστές του Ριγκόνι είναι στωικοί, μοναχικοί, ορισμένοι βρίσκονται στη δύση της ζωής τους. Μεταναστεύουν σε κάποιον μακρινό, συχνά εξωτικό τόπο για να βρουν τη γαλήνη, για να κάνουν μια καινούργια αρχή· παρόλα αυτά, δεν καταφέρνουν να ταιριάξουν στον καινούργιο τόπο, να εξιλεωθούν για την προηγούμενη ζωή τους κι έτσι παραμένουν ξένοι. Το παρελθόν τους επιβιώνει στη μνήμη τους, είτε εξιδανικευμένο είτε ως όπλο των ερινυών· επιβιώνει στα γερασμένα, καταπονημένα σώματά τους, στις ουλές και στις ρυτίδες τους, στα τυφλωμένα μάτια τους· επιβιώνει ως ο απόηχος της ομορφιάς μιας μακρινής νεότητας που πλέον έχει χαθεί.
Όπως μας πληροφορεί ο Ματέο Μαρκεζίνι στο κατατοπιστικό του επίμετρο, ο Ριγκόνι, ο οποίος διετέλεσε ομότιμος καθηγητής Ιταλικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, ήταν γνώστης και μελετητής των τεχνασμάτων της μοντέρνας και της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Ως επιρροές του κατονομάζονται ο Κάφκα (υπάρχει και ονομαστική αναφορά στον Κάφκα σε κάποια διηγήματα), ο Καλβίνο και ο Μπόρχες. Πράγματι, κάποιες αφηγήσεις του θυμίζουν τα μικροδιηγήματα του Μπόρχες, τόσο χάρη στην παιγνιώδη διάθεση και το καυστικό ύφος της γραφής, όσο και στη θεματολογία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ίσως η ιστορία στην οποία ο Ριγκόνι περιγράφει ένα φανταστικό, μακρινό νησί, στο οποίο συνυπάρχουν οι αντιθέσεις και τα τροπικά δάση συνορεύουν με τα παγωμένα βουνά. Σε πολλές ιστορίες η ρεαλιστική αφήγηση δανείζεται και ενσωματώνει στοιχεία από τον χώρο του φανταστικού.
Οι πρωταγωνιστές του Ριγκόνι είναι στωικοί, μοναχικοί, ορισμένοι βρίσκονται στη δύση της ζωής τους. Μεταναστεύουν σε κάποιον μακρινό, συχνά εξωτικό τόπο για να βρουν τη γαλήνη, για να κάνουν μια καινούργια αρχή...
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το διήγημα με πρωταγωνιστή έναν κατάκοιτο άνδρα, ο οποίος επέζησε έπειτα από ένα δυστύχημα και βρίσκεται στο έλεος των ιατρών του. Ο Ριγκόνι παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του δέσμιο στο χειρουργικό τραπέζι, έρμαιο στα χέρια των θεραπευτών του, όπως αντίστοιχα κάνει και ο Βαλτινός με τον πρωταγωνιστή του δικού του διηγήματος «Ο γύψος» από τα Δεκαοχτώ κείμενα (εκδ. Κέδρος). Για το κλείσιμο του διηγήματος ο Ριγκόνι χρησιμοποιεί την τεχνική του εγκιβωτισμού ανατρέποντας το πλαίσιο της ιστορίας του και μεταθέτοντάς το σε ένα διήγημα που διαβάζει η κριτική επιτροπή ενός λογοτεχνικού περιοδικού.
Η συλλογή κλείνει με την ιστορία «Ένα παραμύθι: Η πληγή του Κάλεμπ», ένα φιλόδοξο αφηγηματικό κράμα, που συνδυάζει τη λογοτεχνική γραφή με τη μυθολογία και στοιχεία παραμυθιού – μια ιστορία ενηλικίωσης. Πρωταγωνιστής ένας νεαρός βοσκός, που συναντάει μια μυστηριώδη γυναικεία μορφή –κάτι μεταξύ φαντάσματος και μικρής θεότητας– σε μια ξεχασμένη γωνιά ενός βουνού. Οι κουβέντες που ανταλλάσουν συμπυκνώνουν βαθύ υπαρξιακό προβληματισμό. Ο Κάλεμπ βλέπει για πρώτη φορά, από την κορφή του βουνού, τη θάλασσα, και αναρωτιέται:
«Κινείται ή είναι ακίνητη;»
«Ασφαλώς και κινείται, είναι φτιαγμένη από νερό, πολύ, ατελείωτο νερό. Κινείται ασταμάτητα, αιώνια».
«Τότε είναι και επικίνδυνη».
«Εξαρτάται, άλλοτε είναι καλοσυνάτη, άλλοτε ανελέητη, καπριτσιόζα, σαν τους θεούς».
«Είναι θεός;»
«Θα μπορούσες να το πεις έτσι».
«Θα μου άρεσε να την αγγίξω με το δάκτυλο».
«Μπορείς και να βυθιστείς ολόκληρος».
«Χωρίς να πεθάνω;»
«Ασφαλώς», γέλασε η κοπέλα, «αν η θάλασσα είναι ήρεμη, επιπλέεις σαν γλάρος ή κολυμπάς σαν πάπια. Αν μπορούσα, θα σου μάθαινα πώς γίνεται, μα είναι τόσο μακριά από εδώ. Ίσως μια μέρα κάποιος σε πάει ως εκεί».
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής. Αρθρογραφεί και γράφει πεζογραφία.