Για το μυθιστόρημα του Laird Hunt «Neverhome» (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις). Φωτογραφία: Η Φράνσις Κλέιτον κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. © Library of Congress.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Ποιος είπε ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι κλεισμένες στο σπίτι, να μαγειρεύουν και να τεκνοποιούν; Ποιος είπε ότι το να βρεθεί κανείς στο πεδίο της μάχης είναι αποκλειστικό προνόμιο των αντρών; Ότι οι γυναίκες δεν διαθέτουν τη δύναμη –ψυχική και σωματική– για να σηκώσουν ένα όπλο, να αντέξουν τις κακουχίες του πολέμου ή να προστατέψουν τη ζωή τους και τα κεκτημένα τους;
Ανέκαθεν στην κοινωνία υπήρχαν κανόνες οι οποίοι υπαγόρευαν και καθόριζαν τη συμπεριφορά και τη θέση των ατόμων, σε κάθε πτυχή της ζωής τους, ανάλογα με το φύλο στο οποίο ανήκαν. Οι έμφυλοι ρόλοι συνδέονταν στενά με την επιλογή εργασίας, δραστηριοτήτων, περιβολής, κοινωνικής συμπεριφοράς γενικότερα. Με αυτό το μυθιστόρημα ο Λερντ Χαντ κάνει μια προσπάθεια αποδόμησης του διαχωρισμού των ρόλων με βάση το φύλο. Τον καιρό του Αμερικανικού Εμφυλίου αρκετές γυναίκες –σύμφωνα με τους ιστορικούς τετρακόσιες έως οκτακόσιες– ντύθηκαν στρατιώτες και πήραν μέρος στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Σε μία από αυτές τις γυναίκες θέλησε να δώσει φωνή ο συγγραφέας, περιγράφοντας τη διαδρομή της στο πεδίο της μάχης και στους λαβύρινθους της ψυχής της.
Η Κόνστανς Τόμπσον, η οποία ζει με τον σύζυγό της Βαρθολομαίο στο αγρόκτημά της στην Ιντιάνα αποφασίζει, τόσο για προσωπικούς της λόγους όσο και επειδή ο σύζυγός της δεν είναι ικανός να πάρει μέρος στον πόλεμο, να πάει εκείνη στη θέση του.
«Ήμασταν και οι δύο μικροκαμωμένοι, όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από μάλλινη κλωστή κι εγώ από σύρμα. Με την πρώτη ευκαιρία γύριζε την πλάτη κι έφευγε, ενώ εγώ δεν έκανα ποτέ, μα ποτέ πίσω. Ήμουν δυνατή, εκείνος όχι, έτσι ήμουν εγώ που πήγα στον πόλεμο για να υπερασπίσω τη Δημοκρατία».
Η Κόνστανς ντύνεται στρατιώτης και παρουσιάζεται ως Ας Τόμπσον, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο πλευρό των Βορείων. Είναι ενθουσιασμένη, υπερήφανη και σχεδόν ευτυχισμένη που συμμετέχει και συνεισφέρει στον αγώνα κατά της δουλείας, και που κάνει κάτι τόσο έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις. Στο στρατόπεδο εξασκείται στη χρήση του όπλου, μαθαίνει να αμύνεται, να κρύβεται, να ελίσσεται και να καλύπτει τα νώτα της. Στα διαλείμματα από τη σκληρή εκπαίδευση ή τη μάχη, σκάβει τούνελ, φορτώνει άμαξες, καθαρίζει κανόνια, σφάζει κατσίκες, πυροβολεί σκίουρους, εκτελεί όλες τις εντολές των ανωτέρων της. Τολμηρή και γενναία, σώζει τους συντρόφους της από την αιχμαλωσία, κερδίζοντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό τους. Το όνομά της γίνεται γνωστό παντού, είναι πλέον ο γενναίος Ας, ο ήρωας, ο θρύλος για τον οποίο θα φτιαχτεί ένα τραγούδι. Είναι αποφασιστική και ατρόμητη. Ακόμα κι αν νιώθει φόβο, δεν το δείχνει. Κάνει πεζοπορία χιλιομέτρων με ζέστη, με κρύο ή με βροχή, πεινάει, διψάει, στερείται τα πάντα, μένει βρόμικη για εβδομάδες, κάποια στιγμή τραυματίζεται.
Τολμηρή και γενναία, σώζει τους συντρόφους της από την αιχμαλωσία, κερδίζοντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό τους. Το όνομά της γίνεται γνωστό παντού, είναι πλέον ο γενναίος Ας, ο ήρωας, ο θρύλος για τον οποίο θα φτιαχτεί ένα τραγούδι.
Από τη στιγμή όμως που αποφασίζει να πάρει μέρος σε αυτόν τον εφιάλτη, η συνάντηση με τον φόβο είναι προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη. «Ο φόβος σε βρίσκει πάντα». Μαζί έρχεται η κούραση, η πείνα, η ταλαιπωρία, η σωματική και ψυχική εξάντληση, που δοκιμάζουν τις αντοχές της. Ακολουθούν οι κατηγορίες για κατασκοπία και προδοσία. Φυλακίζεται σε ένα φρενοκομείο, ζει δεμένη με αλυσίδες, ανάμεσα σε διαταραγμένους ανθρώπους, βουτηγμένη σε περιττώματα, νηστική και άρρωστη. Τρώει ξύλο, υφίσταται βασανιστήρια και αρχίζει να χάνει το μυαλό της. Έχει παραισθήσεις, φτάνει σε ένα σημείο όπου συχνά τα όνειρα ή τα οράματα μπερδεύονται με την πραγματικότητα. Εκείνες τις ώρες επικοινωνεί με την νεκρή μητέρα της. Μόνο σ’ αυτή λογοδοτεί. Τέλος, καταφέρνει να αποδράσει και να επιστρέψει, μετά από ένα μακρύ ταξίδι, στο σπίτι της. Κι εκεί, όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως τα άφησε.
Αντιστροφή ρόλων
Το είπαν και αντεστραμμένη Οδύσσεια. Και η Κόνστανς, η νέα Πηνελόπη, είναι μια γυναίκα που αποφασίζει να αναλάβει έναν καθαρά αντρικό –έως τότε– ρόλο. Τολμηρή και ασυμβίβαστη, έχει να αντιμετωπίσει διπλή πρόκληση. Τη φρίκη και την αγριότητα του πολέμου από τη μια και το να διατηρήσει μυστική την ταυτότητά της από την άλλη. Μπαίνει με τη θέλησή της σε έναν κόσμο γεμάτο θάνατο, κατεστραμμένα σπίτια και διαμελισμένα σώματα. Βιώνει συναισθήματα στην πιο ατόφια, καθαρή μορφή τους. Βαθύς πόνος, ωμός φόβος, ακραία βία. Φτάνει στο έσχατο σημείο της αντοχής της. Αγγίζει τα όριά της. Εκεί δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη, δεν υπάρχουν περιθώρια για φθηνούς συναισθηματισμούς. Η ηρωίδα δεν αναρωτιέται τι να κάνει, δεν φιλοσοφεί, δεν αναλογίζεται τα συναισθήματά της. Δεν προλαβαίνει να το κάνει. Είναι ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα. Το σώμα της δρα πριν ακόμα το μυαλό της δώσει την εντολή για την ενέργεια. Γιατί η επιβίωση είναι πάνω απ’ όλα. Η φρίκη του πολέμου ξυπνά το τέρας που κρύβει ο καθένας μέσα του, και τότε τα πράγματα γίνονται τόσο απλά.
«Αν σταθείς στη γραμμή με την αστραφτερή μπλε στολή σου, με βρώμικο πρόσωπο και το κεφάλι γεμάτο ψείρες, μετρώντας όλους τους νεκρούς που γνώρισες, ενώ δέχεσαι βροχή τις σφαίρες, ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα αλλάζει. Φτάνεις στο σημείο να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν δεν θα τα είχες καν φανταστεί».
Ο Λερντ Χαντ είναι Αμερικανός συγγραφέας, μεταφραστής και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε το 1968 στη Σιγκαπούρη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου του ΟΗΕ, δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ και σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπράουν. Έχει δημοσιεύσει δέκα βιβλία και πολλά άρθρα στον αμερικανικό τύπο. Το Neverhome τιμήθηκε στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αμερικανικής Λογοτεχνίας. |
Ο συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα ρεαλιστικά και καθηλώνει τον αναγνώστη με τον τρόπο που αποδίδει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα, το πείσμα και τη θέληση για ζωή της ηρωίδας. Μιας γυναίκας που γράφει τη δική της ιστορία, που μετατρέπει την ευαισθησία της σε πονηριά και ευελιξία, που επιτελεί το καθήκον της με κάθε τίμημα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει αμεσότητα και ζωντάνια, υπογραμμίζει τον ρεαλισμό και την απλότητα. Η αλήθεια εμφανίζεται ωμή, η πραγματικότητα χωρίς σκιές. Ο λόγος του Χαντ είναι λιτός αλλά βαθιά ποιητικός και συναρπάζει με τον τρόπο που εξεικονίζει την τραγικότητα των καταστάσεων και την αμφιταλάντευση της ηρωίδας ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στη λογική και στην τρέλα. Ο αναγνώστης διεισδύει στον κόσμο της Κόνστανς, την ακολουθεί κατά πόδας στις περιπλανήσεις της, στην αναδρομή της στις πληγές του παρελθόντος και στα τωρινά της βάσανα, και μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί την έκβαση του ταξιδιού της.
Λόγος λιτός αλλά βαθιά ποιητικός, που συναρπάζει με τον τρόπο που εξεικονίζει την τραγικότητα των καταστάσεων και την αμφιταλάντευση της ηρωίδας ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στη λογική και στην τρέλα.
Είναι επιλογή του συγγραφέα το να παραμείνει ο τίτλος στα αγγλικά, σε μια λέξη κατασκευασμένη από τον ίδιο, η οποία και αντιπροσωπεύει πλήρως την κατάσταση στην οποία περιέρχεται η ηρωίδα μετά τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Neverhome. Ανέστια θα είναι στο εξής, γιατί πουθενά δεν θα νιώθει ασφαλής, και ποτέ δεν θα ξαναβρεθεί σε κάποιο μέρος το οποίο να αισθάνεται σπίτι της.
Εξαιρετική η μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου. Αποδίδει επαρκώς τον κοφτό, άμεσο και ζωντανό λόγο του συγγραφέα και τον σύνθετο ψυχισμό της ηρωίδας. Μιας ηρωίδας που ήθελε «να μυρίσει αλλιώτικες αύρες, να πιει νερό από αλλιώτικες πηγές, να σταθεί πάνω στα ερείπια των ιδεών του χθες».
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Neverhome
ΛΕΡΝΤ ΧΑΝΤ
Μτφρ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΠΟΛΙΣ 2021
Σελ. 256, τιμή εκδότη €16,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Υπήρχαν κάμποσοι που ούρλιαζαν τακτικά εκεί πέρα. Στην αρχή νόμιζες ότι ήταν μονάχα ένας που ούρλιαζε. Μετά όμως, αν έστηνες αυτί, καταλάβαινες ότι ήταν πολλοί και μάθαινες να τους ξεχωρίζεις. Μπορείς να ουρλιάξεις δυνατά. Ή σιγανά, να ουρλιάξεις και ο ήχος που θα βγει από μέσα σου να ακουστεί όπως ο ατμός από σφυρίχτρα τρένου, ή σαν σφαίρα από μουσκέτο που περνάει ξυστά από το αυτί σου. Να ουρλιάξεις σαν μαϊμού. Ή σαν βελανιδιά που τη χτύπησε κεραυνός σε ένα δάσος βυθισμένο στη σιωπή. Υπήρχε ένα παιδί, στην άλλη άκρη, που ούρλιαζε σαν να τραγουδούσε. Λες και έπρεπε να τον ανεβάσουν στη σκηνή. Οι κραυγές του είχαν μια περίτεχνη κομψότητα και έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να ήταν μονάχα εκείνος που θα κέντριζαν με τα μυτερά ραβδιά τους».