Για το μυθιστόρημα του Éric Vuillard «Ο πόλεμος των φτωχών» (μτφρ. Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ σε τούτο το βιβλίο του, όπως και στο 14η Ιουλίου (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις), καταρρίπτει πολλές κοινοτοπίες που ακούγονται στον δημόσιο λόγο στη χώρα μας σχετικά με τη διαχρονική θέση της βίας στην ιστορία. Η πολύ ορθή καταδίκη της βίας των τρομοκρατών, της εγκληματικότητας αλλά και των δολοφονημένων της Marfin εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο καταδίκης της βίας «απ’ όπου και αν προέρχεται». Σωστό, αν μιλούμε για δημοκρατίες και απόλυτα λανθασμένο αν μιλάμε για κοινωνίες που η μόνη αντίσταση στην αυθαιρεσία και τον ολοκληρωτισμό της εξουσίας είναι η βία. Ο Γάλλος συγγραφέας όχι μόνο αναδεικνύει τον ρόλο της βίας στις προδημοκρατικές κοινωνίες, αλλά και συντάσσεται με τους φορείς της.
Αν η βία είναι ένα φαινόμενο που δεν ταιριάζει στις δημοκρατίες, αυτό δεν σημαίνει πως φτάσαμε σ’ αυτές χωρίς βία. Η φράση για τη βία ως μαμή της ιστορίας αποδίδεται στον Μαρξ ξεκομμένη από το πλαίσιο που εκείνος την ενέτασσε. Αυτός έγραφε πως «η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια. Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη». Αναφερόταν στη βία που ασκούν «οι μέθοδοι πρωταρχικής συσσώρευσης που χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας, για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο τη διαδικασία μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό» (24ο κεφάλαιο του Πρώτου Τόμου του «Κεφαλαίου»). Αποκόπτοντας αυτή τη φράση από τα συμφραζόμενά της οι νεοσυντηρητικοί μας τη μετατρέπουν σε απειλή, την καταντούν πολύτιμο εργαλείο στα χέρια κάθε αρνητή της προόδου. Γιατί, μαμή της ιστορίας, δηλαδή της προόδου, ήταν εκείνοι οι σημαντικοί άνθρωποι που άρπαξαν την αίσθηση για την κοινωνική αδικία και τις ανισότητες και την έκαναν λαϊκή διεκδίκηση.
Ο συγγραφέας δεν κρύβει την υποστήριξή του προς το πάθος, τη βία αλλά και τη συνοδευόμενη από λυρισμό αυταπάρνηση και συντροφικότητα των αγροτών, τους οποίους ο Θεός κοιτούσε σιωπηλός, ο κλήρος εξαπατούσε και οι ευγενείς εκμεταλλεύονταν.
Ο γάλλος συγγραφέας και σ’ αυτό το βιβλίο του αναδεικνύει τον ρόλο των μαζών στην ιστορία από κοινού όμως με τον ρόλο πνευματικών ανθρώπων όπως ο Τζων Ουίκλιφ, αλλά και αγροτών όπως ο Τζων Μπωλ και ο Γουάτ Τάυλερ, οι οποίοι προκάλεσαν δυο αγροτικές εξεγέρσεις το 1380 και 1450 αντίστοιχα. Κυρίως όμως μένει στον «πόλεμο των χωρικών» το 1524 υπό τον ιερωμένο Τόμας Μύντσερ. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την υποστήριξή του προς το πάθος, τη βία αλλά και τη συνοδευόμενη από λυρισμό αυταπάρνηση και συντροφικότητα των αγροτών, τους οποίους ο Θεός κοιτούσε σιωπηλός, ο κλήρος εξαπατούσε και οι ευγενείς εκμεταλλεύονταν. Με ύφος ωμό και συνάμα ειρωνικό ο Βυϊγιάρ υμνεί τον αγώνα των απλών, συνήθως, ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Ταυτοχρόνως, απογυμνώνει τις παρηγοριές της Εκκλησίας για την ισότητα στον ουρανό. «Γιατί να μην έχουμε ισότητα τώρα, εδώ στη γη;» Αναρωτούνται οι άνθρωποι που εξεγείρονται. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει τον απάνθρωπο τρόπο λειτουργίας των κυρίαρχων τάξεων κατά τον 14ο έως τις αρχές του 16ου αιώνα, όπου εκτείνεται κι η μυθιστορηματική του ιστορία.
Ο Τζων Ουίκλιφ είχε «ανακαλύψει» μια τόσο μικρή ιδέα. Για τη σχέση των ανθρώπων με τον Θεό δεν χρειάζονται διαμεσολαβητές. Η απευθείας σχέση με τον Θεό δεν έμενε μόνο εκεί, συμπεριελάμβανε και την άρνηση της δέκατης, την κριτική στην επίδειξη πλούτου των καρδινάλιων και την αγάπη προς τους φτωχούς. «Ο πάπας θύμωσε, και όταν ο πάπας θυμώνει, βρέχει παπικές βούλες» (σ. 18). Αυτή η ιδεούλα ήταν το φυτίλι που άναψε το μπαρούτι της Εξέγερσης των Χωρικών υπό τον απλό αγρότη Τζων Μπωλ, μαθητή των ιδεών του Ουίκλιφ. Αυτός δεν συμβιβάζεται με τη μοίρα του δουλοπάροικου αλλά «πάει από κτήμα σε κτήμα, από χωριό σε χωριό, βγάζει κηρύγματα ενάντια στους ισχυρούς και τους πλούσιους, απευθύνεται στους άστεγους, στους δούλους, τους αλήτες» (σ. 21). Όλοι αυτοί είναι το έμψυχο υλικό του πολύ καλού συγγραφέα στην προσπάθεια του να καταδικάσει την κοινωνική αδικία και τις ανισότητες. Όταν το 1380 το Κοινοβούλιο ψήφισε άλλον ένα κεφαλικό φόρο, ο Μπωλ αντέτεινε την ανθρώπινη ισότητα. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Τότε ξυπνά και ένας άλλος πρώην στρατιώτης και νυν αγρότης, ο Γουάτ Τάυλερ, του οποίου βίασε την δεκαπεντάχρονη κόρη ο εισπράκτορας του κεφαλικού φόρου. Οι αγρότες του Κεντ ξεσηκώνονται και αν και το επόμενο έτος ηττήθηκαν, είχαν προλάβει να τρομοκρατήσουν ανώτερο κλήρο, ευγενείς και βασιλιά. Άσκησαν βία; Βεβαίως και άσκησαν. Αποκεφάλισαν τον αρχιεπίσκοπο του Καρντέρμπερι, τον λόρδο επί των οικονομικών, τον σερίφη του Κεντ και πολλούς άλλους. Δεν τους δόθηκε όμως καμία εναλλακτική. Η ίδια η εξουσία προσπάθησε αρχικά να τους παραπλανήσει με υποσχέσεις και στο τέλος να τους εξοντώσει. Το κατάφερε, αλλά δεν κατάφερε να εξαφανίσει και τις αιτίες που προκάλεσαν αυτήν την εξέγερση. Έτσι, το 1450 ο Μπωλ μετενσαρκώνεται σε Τζακ Κέηντ. Αυτός τότε τίθεται επικεφαλής μια στρατιάς πέντε χιλιάδων αγροτών, τεχνιτών, μικροεμπόρων, πρώην στρατιωτών. Δολοφονείται ύπουλα και αυτός. Οι άνθρωποί του εξεγείρονται αλλά η «ανταρσία» τους καταπνίγεται στο αίμα.
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ γεννήθηκε το 1968 στη Λυών. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία (με τον Ζακ Ντεριντά). Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και μυθιστορήματα και έχει σκηνοθετήσει δύο ταινίες. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με τα βραβεία Franz Hessel και Alexandre-Vialatte, καθώς και με το βραβείο Goncourt 2017 για την Ημερήσια διάταξη. |
Το νήμα πιάνει στη Βοημία ο Τσέχος μεταρρυθμιστής Γιαν Χους που βροντοφωνάζει πως η μετάνοια δεν έρχεται από το χρήμα και τα συγχωροχάρτια. Αυτή δεν πιστοποιείται από το χρήμα, την εξουσία και τους ηγεμόνες. Αυτό όμως ήταν επανάσταση. «Και ο Γιαν Χους καίγεται, καίγεται σαν το ξύλο, σαν τα άχυρα. Σαν την καρδιά» (σ. 35). Κι αυτή η καρδιά μετακομίζει τώρα στον Τόμας Μύντσερ. Αυτός είδε τον πατέρα του κρεμασμένο επειδή αμφισβήτησε την κυριαρχία του Πάπα. Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει ιερέας. Τον διώχνουν όμως από κάθε ενορία που πηγαίνει, επειδή κηρύσσει στους πιστούς πως ο Θεός και ο λαός μιλούν την ίδια γλώσσα. Τάσσεται υπέρ της μετάφρασης της Βίβλου από τα λατινικά στη γλώσσα του λαού. Γράφει το «Μανιφέστο της Πράγας» και την περίφημη «Διαμαρτυρία» του απευθυνόμενους στους φτωχούς πιστούς και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών αλλά και στους ουκ ολίγους παγανιστές ζητώντας τους να εξεγερθούν κατά της σημερινής τους μιζέριας. Στον ναό του Άλλστεντ που λειτουργεί στα γερμανικά απευθύνεται σ’ αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα. Τα βάζει ακόμη και με την μετριοπάθεια του ορθού λόγου ενός Έρασμου και ενός Σενέκα. Κρίσιμη εμπειρία γι’ αυτόν είναι ο πόνος. Οι ισχυροί είναι άπιστοι, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να κηρύττει και στους ηγεμόνες. Αυτοί όμως όχι μόνο δεν τον ακούν, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά θέτουν σε λειτουργία και τους μηχανισμούς καταστολής. Ο Μύντσερ ζητά να τους αφαιρεθεί η ρομφαία και να δοθεί στον λαό. Παραθέτει αποσπάσματα από τη Βίβλο που κάνουν έκκληση υπέρ της βίας για το συμφέρον των απλών ανθρώπων. Κάνει τα πάντα για να γίνει αγαπητός στους φτωχούς κι ο πιο μισητός άνθρωπος στους πλούσιους. Ο ξεσηκωμός των απλών ανθρώπων ξεσπά το 1525. Ξεσπά ο Πόλεμος των Χωρικών. Στη μάχη του Φρανκεχάουζεν το 1525 τελειώνουν όλα για τους φτωχούς χωρικούς. Ο Μύντσερ αποκεφαλίζεται.
Ο Πόλεμος των φτωχών είναι μια ιστορική μελέτη για την πραγματική θέση της βίας στην ιστορία. Είναι όμως και μια ελεγεία κατά της κοινωνικής αδικίας, κατά του ψέματος των ισχυρών, το οποίο ασμένως ευαγγελίζονται και κάποιοι «οργανικοί διανοούμενοι» πασών των εξουσιών. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση της γνώσης πως οι Δημοκρατίες είναι το μοναδικό πολίτευμα για το οποίο δεν χρειάζεται να χύσεις αίμα για να αλλάξεις την κυβέρνηση.
Τίποτα το περιττό δεν υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο. Διαβάζεται σαν να βλέπει κανείς κινηματογραφική ταινία για τη βία στην ιστορία και τη βία της ιστορίας. Ο Βυϊγιάρ δεν είναι όμως ένας αποστασιοποιημένος σκηνοθέτης που παρατηρεί και διορθώνει τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους του. Συμμετέχει και συμμερίζεται τις αγωνίες, τα πάθη, τις ελπίδες, τις εμμονές, το μίσος κατά της αδικίας και κατά των βάναυσων αρχόντων, απεχθάνεται το ψέμα της Εκκλησίας και τέλος πεθαίνει μαζί με τους αδικημένους. Ο Πόλεμος των φτωχών είναι μια ιστορική μελέτη για την πραγματική θέση της βίας στην ιστορία. Είναι όμως και μια ελεγεία κατά της κοινωνικής αδικίας, κατά του ψέματος των ισχυρών, το οποίο ασμένως ευαγγελίζονται και κάποιοι «οργανικοί διανοούμενοι» πασών των εξουσιών. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση της γνώσης πως οι Δημοκρατίες είναι το μοναδικό πολίτευμα για το οποίο δεν χρειάζεται να χύσεις αίμα για να αλλάξεις την κυβέρνηση. Σ’ όλα τα άλλα, δυστυχώς, χρειάζεται. Ο Βυϊγιάρ μέσα σε κλίμα λυρισμού και έπους μάς δείχνει ότι χωρίς τη βία των φτωχών ποτέ δεν θα είχαμε γνωρίσει τη Δημοκρατία. Εξαιρετική η μετάφραση του καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας Γιώργου Φαράκλα, δεν διασπά ούτε για μια στιγμή τη χειμαρρώδη γραφή του συγγραφέα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Ο πόλεμος των φτωχών
ÉRIC VUILLARD
Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΑΚΛΑΣ
ΠΟΛΙΣ 2021
Σελ. 96, τιμή εκδότη €12,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν εξεγείρεται ο Θεός αλλά η αγγαρεία, τα μισθώματα, οι δέκατες, η απαγόρευση του διαθέτειν, το ενοίκιο, ο φόρος ακινήτων, η μετάληψη του ετοιμοθάνατου, η περισυλλογή του άχυρου, το δικαίωμα της πρώτης νυκτός, οι κομμένες μύτες, τα βγαλμένα μάτια, τα καμένα, κτυπημένα, μαχαιρωμένα σώματα. Οι περί του επέκεινα διαμάχες αφορούν στην πραγματικότητα τα εγκόσμια. Αυτό εξηγεί την επίδραση που συνεχίζουν να έχουν πάνω μας οι επιθετικές θεολογίες. Μόνο και μόνο γι’ αυτό κατανοούμε τη γλώσσα τους. Η ορμητικότητα τους είναι μια βίαιη έκφραση της μαύρης φτώχειας. Η πλέμπα αφηνιάζει. Το άχυρο στους αγρότες! Το κάρβουνο στους εργάτες! Η σκόνη στους σκαφτιάδες! Η παράσταση στους πλανόδιους; Και σε μας οι λέξεις! Οι λέξεις, που είναι ένας άλλος σπασμός των πραγμάτων» (σ. 71).