Για το μυθιστόρημα «Το αόρατο μισό» (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη) της Brit Bennett, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος – ένα σπουδαίο μυθιστόρημα για την ταυτότητα και την αγάπη
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
– Είστε καλά μαζί; Είναι καλός μαζί σου;
– Μ’ αγαπάει.
– Δεν ρώτησα αυτό. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Νομίζεις ότι δεν μπορείς ποτέ να πληγώσεις κάποιον που αγαπάς;
Αυτά λέει το σπουδαίο μυθιστόρημα της Bennett — στον πυρήνα του. Γιατί παντού αλλού μιλά για την ανάγκη των ανθρώπων (εννοούμε: όλων μας) να «επανεφεύρουν» τον εαυτό τους, να ανακαλύψουν, ή να πλάσουν, έναν άλλο εαυτό: κάποιον που να τους ταιριάζει περισσότερο, που να τον αγαπούν και να τον θαυμάζουν περισσότερο, ή κάποιον που, μαζί του, κρυμμένοι μέσα του, φορώντας τον σαν ρούχο, να αισθάνονται πιο ασφαλείς, πιο σίγουροι, λιγότερο ευάλωτοι· και για να νιώθουν περισσότερο την αγάπη των άλλων, ή έστω την αντήχησή της. Γι’ αυτά μιλάει η Αμερικανίδα Brit Bennett στο μόλις δεύτερο μυθιστόρημά της, που πέτυχε όσο λίγα άλλα βιβλία μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια. Οι αναγνώστες στο Goodreads το ανέδειξαν Βιβλίο της Χρονιάς στην κατηγορία «Ιστορικό μυθιστόρημα» για το 2020, και δεν μπορούμε να σκεφτούμε μεγαλύτερη τιμή για έναν σύγχρονο συγγραφέα, πόσο δε μάλλον για έναν τόσο νέο συγγραφέα. Η Bennett, σήμερα, είναι μόλις τριάντα ενός χρονών.
Η βαθιά συγκίνηση της απλότητας
Αλλά δεν είναι μόνο το βραβείο, όπως δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ανακηρύχτηκε ένα από τα 10 καλύτερα βιβλία της χρονιάς από τους New York Times ή ότι ο Ομπάμα το έβαλε στην περίφημη λίστα του με τα βιβλία που ξεχώρισε το 2020. Το «Αόρατο μισό», το απόλυτο μπεστ-σέλερ, έχει λάβει σχεδόν 380.000 βαθμολογήσεις στο Goodreads (με μέσο όρο ένα απίστευτο 4,24), από τις οποίες πάνω από 158.000 ήταν 5 αστέρων και πάνω από 160.000 ήταν 4 αστέρων: σχεδόν πρωτοφανή νούμερα. Και τα λέμε αυτά γιατί, καλές οι κριτικές από τα μεγάλα, διεθνή έντυπα κύρους, καλά τα blurbs των καταξιωμένων, παλαιοτέρων πεζογράφων, καλός όλος αυτός ο απολύτως δικαιολογημένος ντόρος, και ασφαλώς καλός (πολύ καλός, για την ακρίβεια) ο πρώην Πρόεδρος και οι πρωτοχρονιάτικες λίστες του – αλλά όταν ξεπερνιέται μία «κρίσιμη μάζα» αναγνωστών (και 380.000 άνθρωποι είναι πολύ μετά από αυτή την «κρίσιμη μάζα»), δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Η Bennett έγραψε ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα με ζωντανούς ήρωες με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας, και αυτό τής αναγνωρίστηκε θριαμβευτικά από το κοινό. Εξ ου και οι αμέτρητες πωλήσεις.
Ο καθένας; Ναι. Ασφαλώς. Αλλά προφανώς πολύ περισσότερο οι μαύροι της Αμερικής. Εμείς οι υπόλοιποι θα βρούμε πολλές ομοιότητες (ή μάλλον: αναλογίες), και σε βαθμό και σε σημεία που δεν θα το περιμέναμε, αλλά η ταύτιση που θα νιώσει ένας μαύρος Αμερικανός με τις ηρωίδες της Bennett πρέπει να είναι συγκλονιστική. Η ιστορία έχει να κάνει με τις δίδυμες αδελφές Βίνις, την Ντεζιρέι και τη Στέλλα, που γεννήθηκαν το 1938 σε μια μικρή, τόσο μικρή που δεν την έχει ο χάρτης, και τρομερά φτωχική κωμόπολη του αμερικανικού Νότου, το Μάλαρντ, όπου ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά ανοιχτόχρωμοι μαύροι: τόσο ανοιχτόχρωμοι που να περνιούνται για λευκοί. Στα δεκάξι τους, αρνούμενες να υποταχθούν στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους —να μείνουν στην παράδοξη κοινότητά τους και να πεθάνουν εκεί μεγαλώνοντας τα παιδιά τους, με το κεφάλι σκυμμένο και χωρίς όνειρα και επιθυμίες—, το σκάνε και πηγαίνουν στη Νέα Ορλεάνη, όπου βρίσκουν μια πρόχειρη δουλειά και μαθαίνουν, λίγο-λίγο, τη μεγάλη πόλη. Όμως, ξαφνικά και κυρίως απροειδοποίητα, η Στέλλα θα φύγει· θα εξαφανιστεί· και δεν θα ξαναδώσει ποτέ μα ποτέ πια κανένα σημείο ζωής. Ούτε καν στη δίδυμή της αδελφή, που την πολυαγαπά.
Η Ντεζιρέι θα σοκαριστεί, και βέβαια θα κουβαλά αυτό τον χωρισμό σαν πληγή μέσα της, για πάντα. Θα συνεχίσει με μισή καρδιά τη ζωή της, θα παντρευτεί κάποια στιγμή έναν εξαιρετικά σκουρόχρωμο μαύρο άντρα, θα μετακομίσει στην Ουάσιγκτον, θα γεννήσει ένα κορίτσι στο χρώμα του κάρβουνου και, μετά από μία ζωή πολύ δύσκολη, γεμάτη πόνο, θα επιστρέψει στο Μάλαρντ, και στη μητέρα της. Ο άντρας της ήταν ένα τέρας, και τη χτυπούσε:
«Το έχω ήδη περάσει όλο αυτό» είπε με την εξάντληση που θα είχε ένας στρατιώτης μιλώντας για τον πόλεμο. Ήταν πόλεμος κατά μία έννοια, ένας πόλεμος που εκείνη δεν μπορούσε να τον κερδίσει και μόνο έλπιζε να επιβιώσει από τα πυρά του. Του είχε μιλήσει με πόσους τρόπους την είχε πονέσει ο Σαμ: χτυπώντας το πρόσωπό της στην πόρτα, σέρνοντάς την από τα μαλλιά στο πάτωμα του μπάνιου, σφραγίζοντας πισώπλατα το στόμα της, το χέρι του βαμμένο με κραγιόν και αίμα. Άγγιξε απαλά το στόμα του Έρλι και εκείνος φίλησε τα δάχτυλά της, προσπαθώντας να συμφιλιώσει εκείνη την ήρεμη φωνή που είχε ακούσει στο τηλέφωνο πριν από δέκα χρόνια με τον άντρα που περιέγραφε. Εκείνη δεν ήξερε πού ζούσε τώρα ο Σαμ, όμως ο Έρλι φυσικά τον είχε ήδη εντοπίσει. Ζούσε στο Νόρφολκ με τη νέα του γυναίκα και τα τρία αγόρια του. Ήταν ακριβώς ό,τι δεν είχε ανάγκη ο κόσμος, τρία αγόρια που μεγάλωναν για να γίνουν μοχθηροί άντρες. [Σελίδα 118]
Στο χωριό της, απλώς θα υποταχθεί στη νέα-παλιά μοίρα της. Τουλάχιστον όμως θα βρει μια δουλειά, έστω και άσχετη με τα υψηλά προσόντα που στο μεταξύ είχε αποκτήσει στην πόλη:
Στο αυγουλάδικο του Λου, η Ντεζιρέι Βίνις έμαθε πώς να ισορροπεί πιάτα με χτυπητά αυγά και μπέικον και φρυγανισμένο ψωμί. Ο χυλός κολυμπούσε στο βούτυρο, οι χοντρές τηγανίτες ήταν βουτηγμένες στο σιρόπι. Έμαθε πώς να διασχίζει μικροσκοπικά τραπέζια, να στρίβει κοφτά στη γωνία χωρίς να της πέφτουν τα φλιτζάνια του καφέ, ν’ απομνημονεύει παραγγελίες. Έμαθε γρήγορα, γιατί όταν ζήτησε τη δουλειά, είπε στον Λου ότι είχε δουλέψει σερβιτόρα τρία χρόνια. «Τρία χρόνια, είπες;» τη ρώτησε, το πρώτο της πρωινό στη δουλειά, όταν πάσχιζε να πάρει μια παραγγελία. «Πριν από καιρό, αλλά ναι» αποκρίθηκε χαμογελώντας, «τότε στη Νέα Ορλεάνη». Άλλες φορές τού έλεγε ότι είχε εργαστεί σερβιτόρα στην Ουάσινγκτον. Είχε χάσει το μέτρημα με τα ψέματά της, και, παρότι ο Λου το πρόσεξε, δεν της ζήτησε ποτέ εξηγήσεις. Δεν πίστευε ότι πρέπει να κατηγορείς κυρίες όταν ψεύδονται και επιπλέον ήξερε ότι η Ντεζιρέι χρειαζόταν τη δουλειά, παρότι ήταν πολύ περήφανη για να το παραδεχτεί. Για φαντάσου – η τετρασέγγονη του ιδρυτή τους ήταν σερβιτόρα, δεν εξυπηρετούσε καν λευκούς αλλά βρισκόταν εδώ στο Μάλαρντ. Ποιος να το πίστευε ότι θα το έβλεπαν κι αυτό; Οι Ντικιούιρ ζούσαν ελεύθεροι για ολόκληρες γενιές, ύστερα η Αντέλ παντρεύτηκε ένα αγόρι των Βίνις· η κόρη της σέρβιρε τώρα καφέ σε εργάτες του διυλιστηρίου και έφερνε καρυδόπιτα σε αγρότες. Άπαξ και αναμείξεις το αίμα σου με κοινό αίμα, γίνεσαι κι εσύ κοινός για πάντα. [Σελίδα 76]
Και η κόρη της, η Τζουντ, αυτό το τόσο σκούρο κορίτσι που ξενίζει τους πάντες στο Μάλαρντ, νιώθει τόσο ξένο εκεί, που στ’ αλήθεια δεν αντέχει. Ναι, είναι ένα χωριό μαύρων αυτό, αλλά όχι τόσο μαύρων όσο η ίδια. Τα βλέμματά τους τη σφάζουν, τη σκοτώνουν — ο ρατσισμός είναι διάχυτος, και την πονάει καθημερινά. Καθώς είναι ψηλή και δυνατή, και πολύ γρήγορη, θα ασχοληθεί με τον στίβο. Αν μη τι άλλο, έτσι και τα καταφέρει, έτσι και τρέξει πιο γρήγορα από —κυριολεκτικά— τον καθένα, θα πάρει υποτροφία για το πανεπιστήμιο και θα φύγει από το Μάλαρντ, θα γλιτώσει. Παρ’ όλα αυτά, «ποτέ δεν ένιωσε περισσότερο σκούρα απ’ όσο όταν έτρεχε και συνάμα λιγότερο μαύρη» [σελίδα 109]. Ωστόσο, θύμα της οικογενειακής παράδοσης, στην αρχή θα προσπαθήσει κι αυτή να αλλάξει. Να γίνει μια άλλη:
Το πρώτο της καλοκαίρι στο Μάλαρντ είχε επιχειρήσει μια φορά να ξανοίξει το δέρμα της. Ήταν ακόμα αρκετά νέα, ώστε να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, ωστόσο αρκετά μεγάλη για να καταλάβει ότι θα απαιτούσε κάποιον βαθμό αλχημείας, τον οποίο δεν κατανοούσε πλήρως. Έπρεπε να κάνει μαγικά. Δεν ήταν τόσο χαζή να ελπίζει ότι κάποια μέρα θα γινόταν ανοιχτόχρωμη, όμως μπορεί το δέρμα της να έπαιρνε έναν βαθύ, καστανό τόνο, κάτι καλύτερο από αυτό το ατελείωτο μαύρο. Δεν γίνεται να κάνεις μαγικά σώνει και καλά, αλλά εκείνη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να το κατορθώσει. Είχε δει μια διαφήμιση της Ναντάινολα στο Τζετ – μια γυναίκα στο χρώμα της καραμέλας, σκουρόχρωμη για τα δεδομένα του Μάλαρντ αλλά ανοιχτόχρωμη για τα δικά της, να χαμογελάει με κόκκινα χείλια, καθώς ένας άντρας στο χρώμα της σοκολάτας γάλακτος της ψιθύριζε στ’ αυτί. Η ζωή είναι πιο διασκεδαστική, όταν η επιδερμίδα σου είναι καθαρή, λαμπερή, Ναντάινολα-ξανοιγμένη! Έσκισε το φύλλο με τη διαφήμιση από το περιοδικό και το δίπλωσε σ’ ένα μικροσκοπικό παραλληλόγραμμο, το οποίο το κουβαλούσε μαζί της για εβδομάδες, ξεδιπλώνοντάς το τόσες φορές, ώστε λευκές χαραγματιές να σημαδέψουν τα χείλη της γυναίκας. Ένα βάζο με κρέμα. Αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Θ’ άπλωνε μια παχιά στρώση στο δέρμα της και το φθινόπωρο θα επέστρεφε στο σχολείο λευκότερη και ανανεωμένη. [Σελίδα 128]
Και η Στέλλα, η χαμένη δίδυμη αδελφή; Αυτή θα το σκάσει από τους πάντες και τα πάντα. Θα υποδυθεί τη λευκή, θα παντρευτεί έναν (πλούσιο) λευκό, τον Μπλέικ, και θα ξεκινήσει από την αρχή. Απαλλαγμένη από όλα τα βάρη του παρελθόντος, από όλα εκείνα που δεν άντεχε.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου καλοκαιριού στο Μάλαρντ, ύστερα από βδομάδες αφότου είχε τολμήσει να μπει στο μαγαζί με τα μπιχλιμπίδια, είχε πάει στο Μουσείο της Νότιας Λουιζιάνας, ένα συνηθισμένο πρωινό Σαββάτου και όχι τη μέρα για τους νέγρους· προχώρησε και μπήκε από την κύρια είσοδο και όχι από την πλαϊνή, όπου οι νέγροι παρατάσσονταν στο σοκάκι. Κανείς δεν τη σταμάτησε και, για άλλη μια φορά, ένιωσε χαζή που δεν το είχε κάνει νωρίτερα. Για να γίνεις λευκός, δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο πέρα από θράσος. Μπορούσες να πείσεις οποιονδήποτε ότι ανήκες κάπου, αν συμπεριφερόσουν αντίστοιχα. Στο μουσείο είχε περιπλανηθεί με το πάσο της στις αίθουσες, μελετώντας τους ιμπρεσιονιστές με την ασάφειά τους. Άκουγε αφηρημένα, καθώς μια ηλικιωμένη ξεναγός μιλούσε μονότονα σε μια ομάδα από απαθή παιδιά, όταν πρόσεξε έναν νέγρο φύλακα στην άκρη της αίθουσας να την κοιτάζει επίμονα. Ύστερα, της έκλεισε το μάτι κι εκείνη, τρομοκρατημένη, τον προσπέρασε βιαστικά με το κεφάλι κατεβασμένο, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα, ωσότου να βγει έξω, στο λαμπερό πρωινό. Πήρε το λεωφορείο της επιστροφής για το Μάλαρντ με το πρόσωπό της κατακόκκινο. Φυσικά και δεν ήταν τόσο εύκολο να παριστάνεις πετυχημένα τη λευκή. Φυσικά κι εκείνος ο έγχρωμος φύλακας την αναγνώρισε. Πάντα αναγνωρίζουμε τους δικούς μας, έλεγε η μητέρα της. [Σελίδα 178]
Θα τα καταφέρει, και θα γίνει μία πλούσια μεσοαστή, με μία απίθανη κόρη (ευτυχώς, όπως λέει η ίδια, λευκή, κατάλευκη: ο τρόμος της μέχρι να δει το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της ήταν δυσβάσταχτος), και με όλα τα καλά. Ωστόσο…
Και τώρα μια έγχρωμη οικογένεια μετακόμιζε στο σπίτι απέναντί τους. Θα έβλεπαν σ’ εκείνη αυτό που ήταν; Ή μήπως αυτό που δεν ήταν; Ο Μπλέικ φίλησε τον αυχένα της, γλιστρώντας το δάχτυλό του μες στο φόρεμά της. «Μην ανησυχείς, γλυκιά μου» είπε. «Η Ένωση δεν θα το επιτρέψει ποτέ». [Σελίδα 178]
Ναι, δεν είναι όλα εύκολα, δεν είναι όλα ρόδινα στη ζωή, ακόμα και όταν την έχεις σκηνοθετήσει απολύτως εσύ ο ίδιος. Ακόμη και αν έχεις γράψει όλο της το σενάριο από την αρχή. Ακόμα και όταν είσαι με την πλευρά των καλών. Γιατί ίσως να μην είσαι ακριβώς όπως αυτοί. Και γιατί κι αυτοί μπορεί να μην είναι τόσο καλοί όσο πίστευες. Και ποιος είναι, άλλωστε;
Πριν από δυο βδομάδες, είχε δει στην τηλεόραση, καθισμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας του Μπλέικ, πόλεις που είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Μία μοναδική σφαίρα, είπε ο εκφωνητής, και ήταν τόσο ισχυρή η βολή που κομμάτιασε τη γραβάτα του Κινγκ. Ο Μπλέικ σαστισμένος κάρφωσε το βλέμμα στους συντετριμμένους νέγρους που έτρεχαν περνώντας δίπλα από κτίρια που φλέγονταν. «Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί το κάνουν» είπε. «Καταστρέφουν τα ίδια τους τα σπίτια». Στις τοπικές ειδήσεις, οι αστυνομικοί συνέστησαν ηρεμία, η πόλη ακόμα ταλανιζόταν από τις ταραχές στο Γουότς πριν από τρία χρόνια. Μπήκε στην τουαλέτα, σκεπάζοντας με το χέρι της το στόμα της για να πνίξει το κλάμα της. Ένιωθε η Ντεζιρέι απελπισία μια νύχτα σαν κι αυτή; Είχε νιώσει ποτέ να την κατακλύζει η ελπίδα; Η χώρα τώρα ήταν αγνώριστη, είπε η Καθ Γιόχανσεν, όμως στη Στέλλα έμοιαζε απαράλλαχτη. Ο Τομ Πίρσον, ο Ντέιλ Γιόχανσεν και ο Πέρσι Γουάιτ δεν θα ορμούσαν στη βεράντα ενός μαύρου να τον αρπάξουν από την κουζίνα του, δεν θα τσαλαπατούσαν τα χέρια του, δεν θα τον πυροβολούσαν πέντε φορές. Εκείνοι ήταν υπέροχοι, καλοί άνθρωποι, που έκαναν δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και ξίνιζαν τα μούτρα τους στα επίκαιρα, όπου οι σερίφηδες του Νότου κουνούσαν τα κλομπ τους στους έγχρωμους φοιτητές. Πίστευαν ότι ο Κινγκ ήταν ένας εντυπωσιακός ομιλητής, ίσως ακόμα και να συμφωνούσαν με κάποιες από τις ιδέες του. Δεν θα έστελναν μια σφαίρα στο κεφάλι του –ίσως, να έκλαιγαν παρακολουθώντας την κηδεία του, πόσο κρίμα για εκείνη τη νεαρή οικογένεια– όμως δεν θα επέτρεπαν στον μαύρο να μετακομίσει στη γειτονιά τους. «Θα μπορούσαμε ν’ απειλήσουμε ότι θα μετακομίσουμε» είπε ο Ντέιλ σ’ ένα δείπνο. [Σελίδα 189]
Και έπειτα, όχι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, όλα αλλάζουν. Και αλλάζουν ακριβώς χάρη στην κόρη της Ντεζιρέι, αυτό το «πολύ μαύρο» κορίτσι. Που θα βαλθεί να μάθει την αλήθεια — και να ενώσει την οικογένεια. Σύμμαχός της, το άλλο κορίτσι, το ξανθό και γαλανομάτικο, το κάπως ξιπασμένο και απόμακρο, που πια έχει γίνει ηθοποιός του Off Broadway. Οι δυο τους θα συναντηθούν, μέσα από καταστάσεις που θα κάνουν τον αναγνώστη να γυρνά τις σελίδες τη μια πίσω από την άλλη με βουλιμία. Τα πράγματα (προφανώς) δεν θα είναι εύκολα. Θα υπάρξουν πολλά και μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι σίγουρο πως μπορούν να αντέξουν «κάθε» δεδομένη ζωή, «κάθε» δεδομένη ταυτότητα.
Από τα 50s μέχρι κοντά στην αυγή του 21ου αιώνα, θα παρακολουθήσουμε με κομμένη την ανάσα ένα χρονικό γεμάτο συναίσθημα, γεμάτο γεγονότα, γεμάτο μικρές προσωπικές ιστορίες που παρασέρνονται από την άλλη, τη μεγάλη, αυτή που μέσα της κινούμαστε όλοι. Η φυλετική διαμάχη στην Αμερική θα είναι φυσικά σε πρώτο πλάνο, αλλά «παγκοσμιοποιημένη», τέτοια που να μας αφορά όλους, μαύρους και λευκούς, Αμερικανούς και μη. Αλλά και στρέιτ και μη: ναι, το «Αόρατο μισό» έχει και την queer πλευρά του, καθώς ο σύντροφος της Τζουντ είναι τρανς — άλλος ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να αντέξει το σώμα του, άλλος ένας άνθρωπος που αλλάζει «δέρμα». Γιατί οι λόγοι που μπορούν να μας κάνουν να ζήσουμε σαν άλλοι είναι πολλοί, είναι σύνθετοι, και είναι δικοί μας. Και, εντέλει, δεν αφορούν κανέναν άλλον: είναι δική μας υπόθεση.
Και εδώ είναι που κάνει μαγικά η Bennett, σε αυτό το μυθιστόρημα που μιλά για τον ρατσισμό, τη διαφορετικότητα, τις ταυτότητες και την αγάπη: δεν κακίζει την ηρωίδα της, τη Στέλλα, που απεκδύθηκε τον εαυτό της και έπλασε έναν άλλον. Όχι! Καλά έκανε, μας λέει, η ζωή της είναι δικιά της — είναι δικαίωμά της να παραστήσει όποιαν θέλει, για όσο θέλει. Ναι, το δράμα των υπολοίπων (αλλά και το δικό της) είναι μεγάλο. Σαφώς. Μα αυτό που έχει πρωτίστως σημασία είναι η δική της ζωή.
Αλλά, για να κλείσουμε, ιδού γιατί αυτό το βιβλίο αγαπήθηκε τόσο πολύ, και πουλά παντού — και ασφαλώς θα είναι ένα από τα μπεστ-σέλερ του καλοκαιριού και στην Ελλάδα: γιατί δεν προσποιείται το «λογοτεχνικό» βιβλίο, δεν προσπαθεί να «πουλήσει ύφος», να πει τα πράγματα «κάπως» και όχι όπως είναι. Γιατί τα πράγματα είναι απλά: είναι ζωή, ξέχειλη από παντού. Δεν χρειάζονται (ψευδο)λογοτεχνικά τερτίπια. Το «Αόρατο μισό» είναι το πιο ευθύ, άμεσο, εύκολο στην ανάγνωσή του μεγάλο μυθιστόρημα που διαβάσαμε εδώ και πολύ καιρό. Κι αυτό ΔΕΝ είναι εύκολο. (Το αντίθετο είναι εύκολο: η «λογοτεχνικότητα»). Και γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν, όπως εδώ, έχεις να χειριστείς τόσο όγκο συναισθηματικής φόρτισης — μια φόρτιση που ξεχειλίζει από παντού. Μεγάλο κατόρθωμα για μία τόσο νεαρή συγγραφέα.
Οι αναγνώστες να είναι σίγουροι πως θα κλάψουν σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές (ειδικά σε μία, θα αναγκαστούν να αφήσουν το βιβλίο και να πλύνουν τα μάτια τους στο μπάνιο), και θα περιμένουν διακαώς του χρόνου τον χειμώνα, για να δουν τη σειρά στο ΗΒΟ. Γιατί βέβαια τα δικαιώματα του βιβλίου πουλήθηκαν αμέσως.
Αλλά στο μεταξύ, ο κόσμος είναι εδώ, μας λέει η Bennett, και ζει. Και προσπαθεί. Ο κόσμος είναι πάντα παρών, ακόμη και όταν δεν τον βλέπουμε, ακόμη και όταν δεν μας βλέπει.
Κατέβηκαν στα τυφλά τη σκάλα, ώσπου βγήκαν στο πεζοδρόμιο κρατώντας ακόμα ο ένας το χέρι του άλλου και χάθηκαν στην κατασκότεινη πόλη. Πάνω από τα κεφάλια τους, τα φανάρια αναβόσβηναν ανώφελα. Αμάξια κινούνταν κατά μήκος του δρόμου. Ο ορίζοντας της πόλης χάθηκε από μπροστά τους και, για πρώτη φορά σχεδόν μέσα σ’ έναν χρόνο, είδε αστέρια. Κάπου, κατά μήκος της απέραντης πόλης, μια γιαγιά άκουσε τα εγγόνια της να διηγούνται ιστορίες φαντασμάτων μπροστά στη μαύρη οθόνη της τηλεόρασης. Ένας άντρας κάθισε στη βεράντα του χαϊδεύοντας την γκρίζα μουσούδα του σκύλου του. Μια μελαχρινή γυναίκα άναψε ένα κερί στην κουζίνα της καρφώνοντας το βλέμμα έξω, στην πισίνα της. Ένας νεαρός και μια νεαρή επέστρεψαν σπίτι περπατώντας, ανέβηκαν σιωπηλά τα σκαλιά και έκλεισαν τον κόσμο έξω από την πόρτα τους. […] Έφηβοι πάνω σε κουβέρτες φιλιούνταν στην παραλία, καθώς ο ωκεανός πάφλαζε κατάμαυρος. Νεόνυμφοι αγγίζονταν σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Ένας άντρας ψιθύρισε στο αυτί της ερωμένης του. Μια γυναίκα κρατούσε ένα σπίρτο μπροστά σ’ ένα ισχνό κερί, το πρόσωπό της έλαμπε στο παράθυρο της κουζίνας. Σ’ όλη την πόλη, σκοτάδι και φως. [Σελίδα 147]
Το «Αόρατο μισό» (εξαιρετική η μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη) αρέσει πολύ, και δικαίως. Θα αρέσει και σε εσάς.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).