Για το μυθιστόρημα της Jacqueline Woodson «Κάτι αστραφτερό» (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από τον πίνακα της Tasha Gray για το εξώφυλλο του βιβλίου.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Η Τζάκλιν Γούντσον (Jacqueline Woodson), η οποία έχει διακριθεί στη συγγραφή βιβλίων για παιδιά και νέους, μετά το επιτυχημένο Ένα άλλο Μπρούκλιν μας παραδίδει το δεύτερο μυθιστόρημά της για ενήλικες. Σ’ αυτό, θα συναντήσουμε τη νεαρή Μέλοντι που διανύει την εφηβεία της και αδημονεί να ζήσει μια συναρπαστική ζωή. Την Άιρις και τον Όμπρεϊ που έγιναν γονείς στα δεκαέξι τους. Τη Σέιμπι και τον Πο Μπόι, που άλλαξαν τόπο διαμονής για να στηρίξουν την κόρη τους. Την Κάθι Μαρί Ντάνιελς, που μεγάλωσε μόνη της τον γιο της.
Η υπόθεση
Μπρούκλιν, 2001. Στο μεγάλο πέτρινο σπίτι της οικογένειας, η δεκαεξάχρονη Μέλοντι ετοιμάζεται να γιορτάσει την ενηλικίωσή της. Γονείς, παππούδες, συγγενείς και φίλοι έχουν συγκεντρωθεί να γιορτάσουν μαζί της. Η ορχήστρα παίζει ένα τραγούδι του Πρινς. Εκείνη κάνει την είσοδό της φορώντας ένα –ραμμένο ειδικά για μια τέτοια τελετή– εντυπωσιακό φόρεμα. Το ίδιο φόρεμα που θα φορούσε και η μητέρα της, η Άιρις, στη δική της τελετή ενηλικίωσης, αν τα πράγματα είχαν έρθει αλλιώς.
Το ίδιο φόρεμα που θα φορούσε και η μητέρα της, η Άιρις, στη δική της τελετή ενηλικίωσης, αν τα πράγματα είχαν έρθει αλλιώς.
Η έφηβη πρωταγωνίστρια της βραδιάς αλλά και του βιβλίου ξεκινάει την αφήγησή της περιγράφοντας τη διαδικασία και το τελετουργικό ενός παρωχημένου και αναχρονιστικού εθίμου, το οποίο η οικογένειά της επιμένει να τηρεί. Στη συνέχεια, με διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν, θα γνωρίσουμε τους γονείς και τους παππούδες της Μέλοντι, τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν και τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετώπισαν, λόγω χρώματος, οικονομικής ή οικογενειακής κατάστασης.
Ζωή: ένας διαρκής αγώνας
«Μυστήριο πράγμα αυτό που συμβαίνει με τη μνήμη. Σε κάνει να επιστρέφεις στο μέρος που ήσουν και σε αφήνει να μείνεις για λίγο εκεί. Όμως, μερικές φορές, το σώμα θέλει να αποτινάξει την ανάμνηση».
Οι τραυματικές εμπειρίες της κάθε γενιάς που προσπαθεί να εξασφαλίσει μια θέση στον κόσμο περνούν με κάποιον τρόπο στις επόμενες και καθορίζουν τις επιλογές τους. Οι ήρωες της Γούντσον «αγωνίζονται να επιβιώσουν, να αντέξουν, να γαντζωθούν από τη ζωή». Διεκδικούν τη θέση τους σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι λευκοί. Δεν χάνουν την ανθρωπιά τους, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν. Ονειρεύονται, υπερασπίζονται ό,τι τους ανήκει και κυρίως θυμούνται. Είτε επειδή το θέλουν είτε επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η μνήμη, με ό,τι συναισθήματα αυτή συνοδεύεται, κυλά στο αίμα τους.
Η Άιρις, που στην εφηβεία της διάβαζε Όργουελ και λαχταρούσε να απολαύσει τη ζωή, θυμάται τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα, τα οποία την οδήγησαν σε μιαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την επιθυμία της να κρατήσει το μωρό αλλά και τη λαχτάρα της να γευτεί όσα τής υποσχόταν το μέλλον. Η Μέλοντι θυμάται στιγμές της βρεφικής και νηπιακής της ηλικίας, όταν είχε δίπλα της τη μητέρα της, μα κυρίως θυμάται τη μέρα που εκείνη έφυγε για σπουδές και την άφησε να μεγαλώσει με τον πατέρα και τους παππούδες της. Η απουσία της μητέρας από τη ζωή της Μέλοντι κυριαρχεί στο βιβλίο και επηρεάζει τον συναισθηματικό της κόσμο. Ο Όμπρεϊ θυμάται πόσα σπίτια είχε αλλάξει ως παιδί μαζί με τη μητέρα του, η οποία ακολουθούσε πάντα τη θάλασσα. Η Σέιμπι θυμάται τις διηγήσεις της δικής της γιαγιάς για τη φωτιά στην Τάλσα το 1921, τους διωγμούς, το μίσος και τον ρατσισμό. Το πόσο απαράδεκτο ήταν για τους λευκούς τότε το γεγονός να βρίσκονται οι μαύροι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτούς. Γι’ αυτό μεγαλώνοντας διακατέχεται από την αγωνία να αφήσει στα παιδιά και στα εγγόνια της κάτι που να αντέχει στη φωτιά και στο νερό. Κάτι που οι λευκοί να μην μπορούν ούτε να το βρουν ούτε να το καταστρέψουν.
Καταφέρνει να μας συγκινήσει, παραδίδοντάς μας ένα κείμενο με αύρα νεανική, θελκτικό από τις πρώτες του σελίδες, με γλώσσα απλή, ζωντανή και άμεση, με έναν μοναδικό συνδυασμό προφορικότητας και ποιητικής νότας και με έξοχη χρήση μεταφορών, που του προσδίδουν μια ιδιαίτερη χροιά.
Με μεταβλητή εστίαση και εναλλάσσοντας την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική με την τριτοπρόσωπη παντογνωστική και αποστασιοποιημένη αφήγηση, χωρίς περιττά λόγια αλλά δίνοντάς μας τις ελάχιστες απαραίτητες πληροφορίες, η συγγραφέας μάς συστήνει τους ήρωές της, όχι απλά για να τους γνωρίσουμε αλλά κυρίως για να τους νιώσουμε. Καταφέρνει να μας συγκινήσει, παραδίδοντάς μας ένα κείμενο με αύρα νεανική, θελκτικό από τις πρώτες του σελίδες, με γλώσσα απλή, ζωντανή και άμεση, με έναν μοναδικό συνδυασμό προφορικότητας και ποιητικής νότας και με έξοχη χρήση μεταφορών, που του προσδίδουν μια ιδιαίτερη χροιά.
Η Τζάκλιν Γούντσον γεννήθηκε το 1963 στο Columbus του Οχάιο. Έχει γράψει περισσότερα από είκοσι παιδικά και εφηβικά βιβλία. Το 2014 τιμήθηκε με το National Book Award νεανικής λογοτεχνίας για το Brown Girl Dreaming, το 2018 με το Astrid Lindgren Memorial Award, το σημαντικότερο διεθνές βραβείο νεανικής λογοτεχνίας. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της Ένα άλλο Μπρούκλιν. |
Ενηλικίωση, ταυτότητα, μνήμη, αγάπη
Μια έφηβη που δεν προλαβαίνει να χαρεί την ηλικία της, αποκτώντας παιδί στα δεκάξι. Ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς τη μητέρα του. Η απόφαση της συνέχισης μιας εγκυμοσύνης στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, που για άλλους είναι απόδειξη μητρικής αγάπης και για άλλους δείγμα επιπολαιότητας. Το μητρικό ένστικτο αντιμέτωπο με τη λαχτάρα για ζωή. Η βεβιασμένη και επώδυνη διαδικασία της ενηλικίωσης. Η αναζήτηση της ταυτότητας, είτε φυλετικής είτε σεξουαλικής, που απασχολεί τους νέους καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας τους. Το τίμημα που πληρώνει κανείς όταν σπάει τις κοινωνικές συμβάσεις για να ζήσει ανεξάρτητος. Οι ματαιωμένες προσδοκίες των γονιών. Ο έρωτας που σου κλέβει κάτι το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσεις να πάρεις πίσω και που η γνωριμία μαζί του σχεδόν πάντα συνοδεύεται με πόνο.
Η παρουσία και η απουσία, η σχέση με τους γονείς, ο ανταγωνισμός με τη μητέρα, η αγάπη που συνεχώς μεταμορφώνεται, η μνήμη ως εργαλείο που θα βοηθήσει τις επόμενες γενιές στον καλύτερο χειρισμό των καταστάσεων, η απώλεια, ο ρατσισμός και οι φυλετικές διακρίσεις, ο πόθος εκπλήρωσης των ονείρων, η έννοια της θυσίας, η επιθυμία του καθενός να κληροδοτήσει στους απογόνους του κάτι που να αντέχει στον χρόνο και να του δίνει την απαιτούμενη ασφάλεια στην πορεία της ζωής του. Είναι πολλά τα θέματα που θίγει το συγκεκριμένο βιβλίο. Κι αν η Μέλοντι δεν (πιστεύει ότι) αγαπήθηκε όσο θα ήθελε από τη μητέρα της, αυτό το βιβλίο, με το αστραφτερό εξώφυλλο που σχεδίασε η Tasha Gray για την ελληνική έκδοση, θα αγαπηθεί σίγουρα από τους αναγνώστες του.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κάθε μέρα, από τότε που ήταν μωρό, έλεγα στην Άιρις αυτή την ιστορία. Πώς κατέφτασαν με κακές προθέσεις. Πώς το μόνο που ήθελαν ήταν να μας δουν πεθαμένους. Με τα χρήματά μας να έχουν καεί. Με τα μαγαζιά και τα σχολεία και τις βιβλιοθήκες μας, τα πάντα, να έχουν χαθεί. Και παρόλο που όλα αυτά έγιναν είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν αρχίσω να υπάρχω έστω και σαν σκέψη, τα κουβαλάω ακόμη. Κουβαλάω την απώλεια. Η Άιρις κουβαλάει την απώλεια. Και παρακολουθώντας την εγγονούλα μου να κατεβαίνει εκείνα τα σκαλιά, είμαι πια σίγουρη πως κι αυτή κουβαλάει την απώλεια επίσης.
Μα και οι δυο τους είναι ανάγκη να ξέρουν πως, μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία.
Την επιβίωση».