Για το μυθιστόρημα του Peter Handke «Η κλέφτρα των φρούτων – ή Απλό ταξίδι στην ενδοχώρα» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg).
Του Νίκου Ξένιου
Η αφηγηματική πρόζα δεν συνιστά μέλημα κοπιώδες για τον Αυστριακοσλοβένο νομπελίστα Πέτερ Χάντκε. Αντιθέτως: είναι αυτόνομος χώρος έκφρασης που δεν αρδεύεται από περιοχές εκτός της λογοτεχνίας. Φτάνει, δε, στην Κλέφτρα των φρούτων, αυτή την ουμανιστική μπαλάντα, σε ύψη φιλοσοφικής ενατένισης. Είναι η Κλέφτρα των φρούτων ένα δύσκολο βιβλίο; Ναι, είναι ένα πολύ δύσκολο, πολύ απαιτητικό βιβλίο. Για να διαβαστεί απαιτεί συγκέντρωση και υπομονή. Και εμπιστοσύνη στον συγγραφέα.
Οι γυναίκες-σκιάχτρα και η АЛЕКСИЯ (Αλέξια)
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένας ηλικιωμένος άντρας που –ως alter ego του– εκπλήσσει και τον ίδιο τον συγγραφέα: γεμάτος ενέργεια και υψηλοφροσύνη, που τις αντλεί από το εαρινό τσίμπημα μιας μέλισσας, αναζητά μια τριαντάχρονη κοπέλα που ο ίδιος αποκαλεί «η Κλέφτρα των Φρούτων» γιατί από μικρή μπαίνει σαν λωποδύτρια aventurière στους κήπους, στα πάρκα και στα μποστάνια, και κάνει την κλοπή αχλαδιών, μήλων, κυδωνιών και καρυδιών σήμα κατατεθέν της, όχι γιατί είναι κλεπτομανής, παρά μόνο για τη χαρά της περιπέτειας και της ανακάλυψης. Kαι τώρα παλεύει με τον εαυτό της, ακολουθώντας τα βήματα της χαμένης της μητέρας, κατευθυνόμενη από το αστικό κέντρο στη γοητευτική Picardie (την περιοχή της Amiens), αφού πρώτα συναντά τον εξιδανικευμένο πατέρα της, τον άνθρωπο που ανέκαθεν επαναλάμβανε τις κινήσεις και τις εκφράσεις της κόρης του. Οι συμβουλές του πατέρα «Να προσέχεις τον ήλιο», «Μην αφήσεις να σου πάρουν τα Μεταξύ διαστήματα», «Να δένεις τα κορδόνια σου», «Να διπλώνεις καλά τους χάρτες», «Να φοράς δυο ζευγάρια κάλτσες» τη συνοδεύουν στην εσπευσμένη της αναχώρηση: «Να διεκδικήσεις τη μοναδική σου θέση στον κόσμο!».
Οι άνθρωποι που πεινούν τον συγκινούν και είναι σε θέση να διακρίνει ποιοι πραγματικά πεινούν και ποιοι απλώς το ισχυρίζονται: σαν να ήταν η Πείνα μια υπαρξιακή κατάσταση διαρκούς ανικανοποίητου.
Η γραφή του Πέτερ Χάντκε για το τοπίο, τους έρημους δρόμους, τις λίμνες, τις επαρχιακές αλέες, τους δασωμένους λόφους, είναι απόλυτα ιμπρεσιονιστική. Όσο για τον μονήρη στοχασμό του, αυτός είναι επικολυρικός, καθώς διακρίνεται από την εξωστρέφεια και τη μεγαλοέπεια μιας μυθιστορίας, παράλληλα με τη γλυκύτητα της αναδίπλωσης στον εαυτό. Οι άνθρωποι που πεινούν τον συγκινούν και είναι σε θέση να διακρίνει ποιοι πραγματικά πεινούν και ποιοι απλώς το ισχυρίζονται: σαν να ήταν η Πείνα μια υπαρξιακή κατάσταση διαρκούς ανικανοποίητου. Η διαδρομή, που ξεκινά μεσοκαλόκαιρο από τον σταθμό Saint Lazare του Παρισιού, χαράσσει μιαν αυτοτελή τοπογεωγραφία, αντλώντας ονομασίες από το οπλοστάσιο του συναισθήματος: «το Καμωμένο», η «Αίθουσα των Χαμένων Βημάτων», το «Νέο Ξέφωτο», το «Μονοπάτι της Απουσίας», ο «Ήσυχος Ωκεανός», ο «Απώτατος Βορράς», το «Καφέ του Σύμπαντος», ο «Κόλπος του Κανένα». Οι σταθμοί Argenteuil και Cormeilles, η Fin d’Oise, το Île-de-France, σταδιακά οδηγούν στη βορειότερη περιοχή της Πικαρδίας και στρέφουν τον στοχασμό του στον ποιητικό Μεσαίωνα της Γαλλίας: στον Willehalm του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (Wolfram von Eschenbach), που έζησε στον 12ο αιώνα (στην εποχή του Αρθούρου), στον Πάρσιφαλ του Κρετιέν ντε Τρουά (Chrétien de Troyes), στον θερβαντικό Δον Κιχώτη. Φτάνοντας στη Ville Tertre ο αφηγητής μένει σαν κεραυνοβολημένος από το θέαμα δύο κλοσάρ που έχουν στηθεί αμφοτέρωθεν των δύο συρμών του τραίνου. Το περιπλανώμενο αδελφικό ζευγάρι της Ville Nouvelle (η Αλέξια και ο ορφανός νεαρός συνοδός της) διασταυρώνεται με έναν κυνηγημένο άνθρωπο, και αυτό αποβαίνει σε ανακλαστική κριτική, urbi et orbi, για τον πολιτισμό.
Πραγματικός χρόνος εντός Πραγματικού χρόνου
Kατά πόδας της «Κλέφτρας των Φρούτων» κινείται και ο αφηγητής, ένας σύγχρονος φλανέρ: επιβιβάζεται στο τρένο και θα περάσει αργά από την ύπαιθρο της Πικαρδίας επινοώντας μιαν ιστορία, φιλοσοφώντας πάνω στα ανθρώπινα κι έχοντας τον Φρίντιχ Χέντερλιν ως νοερό συνταξιδιώτη. Τα πρόσωπα ζωγραφίζονται γύρω σαν εικαστικός βομβαρδισμός από παγερές μάσκες χωρίς συναίσθημα. Ή μάλλον, με τον φόβο ως κυρίαρχο συναίσθημα.
Εμφορούμενος από υπαρξιακή ανησυχία, παρατηρεί και θυμώνει με το βλέμμα των γυναικών με μουσουλμανική περιβολή, που τον αποφεύγει. Η ματιά του στην Αλέξια είναι ανάλογη της ματιάς που έριξε ο Βοκκάκιος στη Λάουρά του, ο Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα του και ο μέσος αρσενικός θεατής στη Σάρον Στόουν.
Οι ματιές των γυναικών μέσα στο τρένο, τα χαμόγελα των ανθρώπων στην ταράτσα ενός café, ένα τζουκμπόξ σε λειτουργία, το λαμπερό, πολύχρωμο καλοκαίρι, μια ξαφνική μπόρα, το τραγούδι του ανέμου και το μουρμούρισμα των πουλιών, η συμβολή δυο ποταμών, το Αuberge de Dieppe στη συμβολή δυο δρόμων ή ένα εκδρομικό ποταμόπλοιο, όλα συνθέτουν έναν αργόσυρτο ρυθμό που απλά συνυπάρχει, σε αρμονία, με τη σκέψη του. Εμφορούμενος από υπαρξιακή ανησυχία, παρατηρεί και θυμώνει με το βλέμμα των γυναικών με μουσουλμανική περιβολή, που τον αποφεύγει. Εγκαινιάζει μια νέα χρονικότητα, αυτήν που προσιδιάζει στη γυναικεία μορφή που προκρίνει, στην Αλέξια. Η ματιά του στην Αλέξια είναι ανάλογη της ματιάς που έριξε ο Βοκκάκιος στη Λάουρά του, ο Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα του και ο μέσος αρσενικός θεατής στη Σάρον Στόουν:
«Τι θα ζήσω τώρα με την ιστορία, στα χέρια της Κλέφτρας των Φρούτων; Θέλει αυτή η ιστορία να περάσει στην αφηγηματική παράδοση; Δεν την έχει ξανααφηγηθεί κανείς; Και δεν είναι σημερινή; Όσο σημερινή μπορεί να είναι μια ιστορία; Ναι; Ή όχι; Θα δούμε».
Τρεις μέρες περιπλάνηση στο Εδώ-ως-Επέκεινα
Και σ’ αυτό το σημείο πραγματοποιείται, εν χρόνω, η κορύφωση αυτού του «Τελευταίου Έπους», του οποίου ο στόχος είναι η ανακάλυψη και το οποίο αδιαφορεί τελείως για την πλοκή: η είσοδος σε ένα άλλο είδος «ενδοχώρας» (Landesinnere, ανάλογης με την κάθοδο του συγγραφέα στον ποταμό Μοράβα και στους παραποτάμους του Δούναβη των βαλκανικών του βιβλίων). Το χασομέρι, η χρονοτριβή, η επιβράδυνση της αφήγησης σταδιακά οδηγεί τη σκέψη στο εσωτερικό μιας «νέας πολιτείας», όπου οι δρόμοι, τα βουλεβάρτα, οι λεωφόροι, όλα έχουν ακινητοποιηθεί μαζί με το ρολόι της πλατείας και έχουν μετατραπεί σε συμβάντα.
Προφανώς, η απέχθεια του Πέτερ Χάντκε προς τον Προυστ οφείλεται σε μια βαθύτερη, εκλεκτική συγγένειά του προς αυτόν.
Τώρα, στη συλλογή Η κλέφτρα των φρούτων έχουν προστεθεί κολοκύθες, μύρτιλλα, σπαράγγια και αγριόχορτα. Τώρα, κυριαρχεί το αίσθημα της οικειότητας. Τώρα, οι κουκουβάγιες και τα υπόλοιπα πουλιά φωλιάζουν στο κέντρο της πόλης και είναι διαρκώς Κυριακή. Tώρα, ένα φουντούκι που σπάει και ανοίγει μεταπλάθεται σε μπορχικό σύμβολο λαβυρίνθου. Τώρα, η αγρύπνια πάνω από έναν νεκρό γίνεται rite of passage, τελετή επανέναρξης του κοινωνικού χρόνου «των απάτριδων, των «κύκλω περιπατούντων, των παρακαμπτόντων», των «εφθαρμένων κομήτων της τριβής και της φθοράς». Και το «Καφενείο της Ενδοχώρας» στο Βεξέν της Πικαρδίας κι ένας άντρας που σκιτσάρει στην άκρη της πόλης υποδέχονται τη συνείδηση της ηρωίδας στον τόπο εκκίνησης ενός νέου, επανευρεθέντος χρόνου. Προφανώς, η απέχθεια του Πέτερ Χάντκε προς τον Προυστ οφείλεται σε μια βαθύτερη, εκλεκτική συγγένειά του προς αυτόν.
Προσωπική αναζήτηση που ανακλάται στην αφήγηση
Η υψηλή γλωσσική ευαισθησία είναι χαρακτηριστικό αυστριακό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλες τις λογοτεχνικές τάσεις της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, έως και τη θέσπιση, το 1959, του Forum Stadtpark στο Graz, μιας ομάδας καλλιτεχνών, επιστημόνων και ανθρώπων της κουλτούρας που δημοσίευαν στα περιοδικά «Absolut», «Liqueur» και «Schreibkraft» την άποψή τους για τη λογοτεχνία. Εκεί τα έργα του Χάντκε γνώρισαν την πρώτη δημόσια αναγνώριση. Πολλοί συγγραφείς δέχονταν κριτική για την αναφορική τους γλώσσα (που προσέδιδε νόημα σε μιαν εξω-γλωσσική πραγματικότητα) και άλλοι, όπως ο Χάντκε, πειραματίστηκαν στο ξεκίνημά τους, επέστρεψαν, στην ώριμη φάση του έργου τους, σε παραδοσιακές αφηγηματικές μορφές, στο φιλοσοφικό προβληματισμό και στην επική αφήγηση και κατέληξαν σε ένα ευρύ φάσμα ποιητικής αφήγησης που συνδέει όλα τα προηγούμενα. Ο Χάντκε, μετά από μια πορεία σε όλα τα είδη, κατέληξε σε μιαν άμεση/καταδεικτική γλώσσα, προσδίδοντας πραγματιστικό νόημα στα έργα του και παράγοντας πρόζα, σενάριο και δημοσιογραφικές μορφές κειμένων.
Η ποιητική του περσόνα υπερίσχυσε, τελικά, της πολιτικής έκφανσης του βίου του και, πάνω απ’ όλα, επισκιάστηκε από το αμφίρροπο των συλλήψεών του.
Ο Πέτερ Χάντκε είναι κομμάτι της αισθητικής μας αγωγής. Τα σενάριά του υπήρξαν η αφόρμηση για τους εφηβικούς μας προβληματισμούς και οι περιπλανήσεις του μας προβλημάτισαν σχετικά με την ηθική του πολέμου, όσο αντιφατικές κριτικές κι αν αποκόμισαν. Η ποιητική του περσόνα υπερίσχυσε, τελικά, της πολιτικής έκφανσης του βίου του και, πάνω απ’ όλα, επισκιάστηκε από το αμφίρροπο των συλλήψεών του. Απολογητής μιας Ευρώπης που αναζητά το στίγμα της στα θραύσματα των πολιτισμών, υποστηρίζει δημοσίως την πηγαιότητα των συλλήψεών του και τη γενεσιουργό του σχέση προς τον Μπόρχες και τον Κάφκα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Η κλέφτρα των φρούτων
Ή Απλό ταξίδι στην ενδοχώρα
PETER HANDKE
Μτφρ. ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
GUTENBERG
Σελ. 488, τιμή εκδότη €17,00
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΒΙΒΛΙΟ
«Δεν απευθύνθηκαν η μια στην άλλη με τα ονόματά τους, είτε τα θυμούνταν ακόμη είτε τα είχαν ξεχάσει. Δεν ήταν ανάγκη. Δεν ρώτησαν καν η μια την άλλη πώς και βρέθηκε αυτή την ώρα σ’ αυτό το ξένο και για τις δύο μέρος, στο Σαρ, που ακόμα κι αν σε ευθεία γραμμή επί του χάρτη δεν απείχε και πολύ από το Παρίσι, έδινε την αίσθηση ότι και στον κόσμο της πραγματικότητας βρισκόταν μακριά πολύ από τα πάντα, τόσο μακριά ώστε θα ’ταν ίσως πιο πιθανό να συναντηθούν από σύμπτωση στη χιλιάνικη έρημο Ατακάμα, σ’ ένα ακατοίκητο νορβηγικό φιορδ (αν υπάρχουν!), σε μια καλύβα στις όχθες του Μεκόγκ, πιο πιθανό απ’ ό,τι εδώ, έξω από το κεμπαπτζίδικο του Σαρ, κοντά στο σύνορο μεταξύ Ιλ-ντε-Φρανς και Πικαρδίας – σύνορο στο οποίο κανείς δεν έδινε την παραμικρή προσοχή».