Για το μυθιστόρημα της Όλγκα Τοκάρτσουκ «Πλάνητες» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη).
Του Νίκου Ξένιου
«Ο κόσμος είναι ένα υφαντό που το υφαίνουμε καθημερινά στους μεγάλους αργαλειούς της πληροφορίας, των συζητήσεων, των ταινιών, των βιβλίων, του κουτσομπολιού, των μικρών ανεκδότων».
Όλγκα Τοκάρτσουκ (από την ομιλία της στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας)
Στην εποχή των μαζικών μεταναστεύσεων και του ξεσπιτώματος τόσων πληθυσμών, το μυθιστόρημα Πλάνητες της Όλγκα Τοκάρτσουκ φαντάζει ως άσκηση πολιτιστικής ανθρωπολογίας και μνήμης. Πρόκειται για ένα αποσπασματικό, πολυσυλλεκτικό ντοκουμέντο ταξιδιωτικών οδηγών, απομνημονευμάτων, χρονικών, δοκιμίων γραμμένων σε αεροδρόμια και προθαλάμους ξενοδοχείων, υπαρξιστικών αναζητήσεων σχετικών με τη θνητότητα του ανθρώπινου σώματος, καθώς και διάμεσων κειμένων που απηχούν τον Σπινόζα και τον Σιοράν, τον Βαυαρό Ζέμπαλντ, τον εξόριστο Τσέχο Μίλαν Κούντερα, τον Σέρβο Ντανίλο Κις και την Κροάτισσα Ντουμπράβκα Ουγκρέσιτς.
H μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου αποδίδει απόλυτα τον αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης σ΄ ένα γεμάτο χρονικές μετατοπίσεις κείμενο που συνιστά ταυτόχρονα προσωπικό ημερολόγιο, χρονικό και συρραφή διηγημάτων, εν ολίγοις είναι μια περιπλάνηση σε διαφορετικά επίπεδα της ανθρώπινης συνείδησης, «ένα είδος νεο-σουρεαλισμού που δεν φοβάται το παράδοξο και πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, που εμπνέεται από τις νέες επιστημονικές θεωρίες και έχει συνεχείς αναφορές στους μύθους και όλα όσα έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη φαντασία», όπως το χαρακτήρισε και η ίδια στην ομιλία της στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Aπόρριψη των σκύλων του Παβλόφ και του Ταξιδιωτικού Οδηγού
Μουσεία ανατομίας με εκτρώματα ανθρώπινων υπάρξεων –η εμμονική διατήρηση των σωμάτων μετά τον θάνατο–, ό,τι απέμεινε από την καρδιά του Σοπέν ή τον τένοντα της πτέρνας του Αχιλλέα. «Μια βίαιη δύναμη, η οποία είναι ίδιον κάθε ατόμου της οργανικής ύλης, κρατάει ζωντανή τη ζωή στον πλανήτη». Η συγγραφέας θέλγεται από το ημιτελές, το παρασιτικό, την απόκλιση, τη ρωγμή και τη φθορά: ως εκ τούτου υπογραμμίζει την εύθραυστη, ευμετάβολη ποιότητα της ανθρώπινης φύσης, με τις παραγράφους του βιβλίου της όμως ενισχύει τη στιβαρότητα και αλληλοδιάδραση των χαρακτήρων που επινοεί. «Η νύχτα δεν τελειώνει ποτέ, πάντα απλώνει την εξουσία της πάνω από κάποιο κομμάτι του κόσμου». Η ρομαντική αφηγηματική παράδοση της κεντρικής Ευρώπης εδώ συστρέφεται με δεξιοτεχνία, υπερπηδά τα όρια μεταξύ των εθνών και την ίδια της τη «ρευστότητα» και συναντά τον πραγματισμό της αγγλοσαξονικής παράδοσης, παράγοντας τη φόρμα που η ίδια αποκαλεί «αστερισμό».
Η συγγραφέας θέλγεται από το ημιτελές, το παρασιτικό, την απόκλιση, τη ρωγμή και τη φθορά: ως εκ τούτου υπογραμμίζει την εύθραυστη, ευμετάβολη ποιότητα της ανθρώπινης φύσης, με τις παραγράφους του βιβλίου της όμως ενισχύει τη στιβαρότητα και αλληλοδιάδραση των χαρακτήρων που επινοεί.
Οι «Πλάνητες», μια σλαβικής προέλευσης σέχτα που έχει αποκηρύξει την «αποκατεστημένη» εκδοχή της ζωής με μια ζωή περιπλάνησης και εκούσιας ανεστιότητας και ξεριζώματος, εμφανίζονται στη μέση του βιβλίου. Η ηρωίδα Άννουσκα βρίσκεται απελπισμένη στη μέση μιας ανώνυμης ρωσικής πόλης και ανάβει τρία κεριά σε μια εκκλησία, όταν συναντά μιαν άστεγη γυναίκα, μια «πλάνητα» προσκυνήτρια ξένων τόπων, που θα της υποδείξει την οδό της διαφυγής της από αυτά που τη βασανίζουν. Ημιτελή, αποκλίνοντα και περιφερικά ιδεώδη και τερατώδεις, «εκτός νόρμας» επιλογές υποκαθιστούν τις συνειδησιακές βεβαιότητες της πρωταγωνίστριας και, μαζί, του αναγνώστη.
Κάποιοι χάρτες (από το Agile Rabbit Book of Historical and Curious Maps) παλαιάς εποχής που κοσμούν το βιβλίο, μικρές πόλεις δίπλα στον ποταμό Όντερ και τους παραποτάμους του, η περιγραφή της Πελοποννήσου στη νοηματική γλώσσα –«το σχήμα ενός μεγάλου μητρικού χεριού, σίγουρα όχι ανθρώπινου»– όλα συμβάλλουν σ’ αυτήν την εντύπωση αφηγηματικής ενέργειας που εκπορεύεται από την περιπλάνηση καθεαυτήν (το σύνδρομο αντι-Ανταίου που ομολογεί η συγγραφέας). Εκεί, κατά τη διαρκή μετακίνηση, σύσσωμο το οικογενειακό ιστορικό και το κοινωνικό πλαίσιο εξαφανίζεται, για να παραχωρήσει τη θέση του στην αναζήτηση ενός νέου τόπου προορισμού. Ακριβώς σαν να επρόκειτο για έναν αστερισμό από πιθανούς προορισμούς. Όσο για τον χρόνο, αυτός επίσης μπορεί να μετατραπεί σε διαρκές παρόν, εάν μια πτήση απαλείψει τις διαφορές της συμβατικής ώρας ανάμεσα στο αεροδρόμιο αναχώρησης και στο αεροδρόμιο άφιξης. Τα αεροδρόμια μετατρέπονται σε δημοκρατίες μιας διεθνούς συνομοσπονδίας κρατών που ως μοναδικό εχέγγυο ιθαγένειας ζητούν ένα boarding pass.
Μια ελεγχόμενη ψύχωση
Η Τοκάρτσουκ δεν συμμερίζεται τη μηχανιστική αντίληψη της επιστήμης της (σπουδές Ψυχολογίας σε μια γκρίζα κομμουνιστική μεγαλούπολη, σ’ ένα πανεπιστήμιο κτισμένο πάνω στα ερείπια ενός εβραϊκού γκέτο), σύμφωνα με την οποία η ζωή ερμηνεύεται βάσει των νόμων του ανόργανου κόσμου. Επιχειρεί μια βιταλιστική προσέγγιση κι εγκαινιάζει μια νέα ανθρωπολογία της αφήγησης, πρώτο στοιχείο της οποίας είναι η σωματικότητα ως εύθραυστο όχημα κάθε βιώματος. «Η ζωή στο καράβι είναι ποτισμένη στην αδρεναλίνη». Κέρινα προπλάσματα και εκτεθειμένες μουμιοποιήσεις του νεκρού ανθρώπινου σώματος με ανοιχτά τα σωθικά και τονισμένα τα στοιχεία του φύλου, μια μούμια που κινείται και μιλά: το σώμα παραμένει κάτι μυστηριώδες, ένας πλανήτης προς εξερεύνησιν. Ανατμήσεις και καταβυθίσεις στην αλήθεια που κρύβεται κάτω από το δέρμα, τους μύες και τους ιστούς, όπως στις ταινίες του Πήτερ Γκρήναγουέι. «Προσεκτικά, σαν να άγγιζε κάποιο ευαίσθητο ορεγκάμι, ξεδίπλωσε με τις άκρες των δακτύλων του το δέρμα του ζώου και είδε το περιτόναιο που άνοιγε με τη σειρά του, σαν να ήταν ο γάτος κάποιου είδους πολύτιμο βιβλίο φτιαγμένο από κάποιο ανώνυμο εξωτικό υλικό».
Η αποσπασματικότητα, καθεαυτήν, της ανθρώπινης εμπειρίας, μέρος κι αυτή της ταξιδιωτικής ψυχολογίας, που ανάλογα επικαθορίζει και το ύφος: διεκδικώντας το νεκρό σώμα του πατέρα, κατ’ ουσίαν διεκδικείς ένα μέρισμα στην αθανασία του σώματος.
Δεύτερο στοιχείο, η αποσπασματικότητα, καθεαυτήν, της ανθρώπινης εμπειρίας, μέρος κι αυτή της ταξιδιωτικής ψυχολογίας, που ανάλογα επικαθορίζει και το ύφος: διεκδικώντας το νεκρό σώμα του πατέρα, κατ’ ουσίαν διεκδικείς ένα μέρισμα στην αθανασία του σώματος. Το ίδιο κάνεις όταν ανακαλείς ένα απόσπασμα από τον Μπόρχες. Το ποιητικό υποκείμενο αποφασίζει τι θα κρατήσει στη μνήμη του και τι θα διαγράψει, με μια εκλεκτική πρωτοβουλία: «Εκεί όπου με πρόσβαλαν, με έθιξαν, με πόνεσαν, οι τόποι σταμάτησαν να υφίστανται για μένα». Lethologica: η λογική της λήθης.
Μυστικισμός
Τρίτο στοιχείο, ο έντονος μυστικισμός. Όπως στην ταινία «Η περιπέτεια» του Αντονιόνι, μια γυναίκα εξαφανίζεται σε ένα θέρετρο της Κροατίας μαζί με την κόρη της κι έπειτα επανεμφανίζεται, χωρίς επεξηγήσεις. Οι απολεσθείσες έφαγαν σταφύλια, ήπιαν θαλασσινό νερό, κοιμήθηκαν σε μια σπηλιά, αυτό είναι όλο. Η επιστολή της Γιοζεφίνε Ζόλιμαν στον αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο τον Πρώτο και η επανασυγγραφή της Ιστορίας από γυναικείο χέρι, η εξορία των σκύλων νομοθετημένη από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ένα χαρέμι απ’ όπου τα μυστικά διαρρέουν μέσω των τοίχων, όλα ρευστά κι αλληλοσυμπλεκόμενα, στη σύνθεση ενός νέου μύθου. Στην πρώτη εμβόλιμη ιστορία, το ακρωτηριασμένο πόδι έχει τα αυτόνομα, δικά του όνειρα από ένα αγώνα δρόμου, από το υγρό γρασίδι όπου θα πατούσε ξυπόλητο, από τη νωπή άμμο στην ακρογιαλιά. Η αλήθεια, αν τα βάλεις όλα κάτω σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί και αναζητήσεις τις συνάφειες, ίσως να προσεγγίζεται. Ίσως, όμως, και όχι. «Εν μέσω νευρικών ψιθύρων των ταραγμένων ανθρώπων, βρισκόταν ήδη ένα σώμα έτοιμο για ανατομή [...] Στα εισιτήριά μας το παρουσίαζαν σαν κάποιο γευστικό έδεσμα, specialité de la maison…». Αληθοφάνεια εκεί όπου η επιστήμη θα διεγίγνωσκε ψύχωση.
Το 2014 το επικό μυθιστόρημα Τα βιβλία του Ιακώβ, το magnum opus της Τοκάρτσουκ, ανακίνησε απειλές και κατηγορίες κατά της συγγραφέως και των εκδοτών της στην Πολωνία. Το μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από το ιστορικό πρόσωπο του Μπένεντικτ Χμιελόβσκι, ξεκινά το 1752 στο Ροχάτιν της Ουκρανίας και εξελίσσεται σε μια σπηλιά της Κορολόβκα, της σημερινής Πολωνίας, όπου κρύβεται μια οικογένεια Εβραίων, ενώ η αφήγηση διέρχεται και τη Λισαβόνα των σεισμών του 1755, την Τουρκία, την Ελλάδα, την Αυστρία και τη Γερμανία. |
Πετώντας συνειδητά εδώ κι εκεί: η συγγραφέας
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 και σήμερα ζει στο Μπρότσλαου της Πολωνίας. Από το 1989, όταν δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, παράλληλα με το κυρίως επάγγελμά της, της ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, έχει αναδειχθεί στην επιφανέστερη προσωπικότητα των σύγχρονων πολωνικών γραμμάτων. Η φεμινίστρια, αντικαθεστωτική συγγραφέας με τον «πολωνικό κότσο» που μεγάλωσε στο κλίμα των εξεγέρσεων του ’68 και θεωρείται συνεχίστρια του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, δημοσίευσε, το 1989, μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Πόλεις στους καθρέφτες. Το πρώτο της μυθιστόρημα Το ταξίδι των βιβλιανθρώπων (1993) τοποθετείται στη Γαλλία του 17ου αιώνα. Μετά από τον πρώτο της γάμο, τη γέννηση του γιου της και την προσωπική της κρίση, η Τοκάρτσουκ ταξίδεψε μόνη της από τη Μαλαισία έως την Ταϊβάν και τη Νέα Ζηλανδία. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, το Ε.Ε. (1995) φέρει ως τίτλο τα αρχικά της προικισμένης ηρωίδας Έρνα Έλτζερ, που μεγαλώνει σε μια αστική γερμανο-πολωνική οικογένεια της Μπρατισλάβα του 1920. Το τρίτο της μυθιστόρημα, Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, 1996) εκτυλίσσεται, για οκτώ δεκαετίες του 20ού αιώνα, στο Πράβιεκ της Πολωνίας. Ακολούθησαν διηγήματα και νουβέλες (Η ντουλάπα, 1997, Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας, 1998/2003, Παίζοντας πολλά ντραμς, 2001), δοκιμιακά κείμενα (Η κούκλα και το μαργαριτάρι, 2000) και ιδιότυπα αφηγήματα (Οι τελευταίες ιστορίες, 2004, Η Άννα στις κατακόμβες, 2006). To 2009 δημοσίευσε το υπαρξιακό θρίλερ Σύρε το άροτρό σου πάνω από τα οστά των νεκρών, που ενέπνευσε τη βραβευμένη ταινία "Spoor" της Ανιέσκα Χόλαντ.
Το 2015, λίγο πριν η Δεξιά κερδίσει τις εκλογές στην Πολωνία, της απονεμήθηκε το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας της, το Nike. Οι Πλάνητες (2018) της εξασφάλισαν το International Booker Prize και για την ίδια χρονιά τής απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η Τοκάρτσουκ είναι η εμπνεύστρια ενός ιδρύματος υποστήριξης συγγραφέων και μεταφραστών, που η έδρα του θα βρίσκεται στη βίλα του γνωστού πολωνού ποιητή Τιμοτέους Κάρποβιτς, στο Μπρότσλαου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Πλάνητες
Όλγκα Τοκάρτσουκ
Μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Καστανιώτης 2020
Σελ. 466, τιμή εκδότη €20,00