Γεφυρώνοντας κοινωνικές και ψυχικές αποστάσεις – Για το μυθιστόρημα της Annie Ernaux «Ο τόπος» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Νίκης Κώτσιου
Με αφετηρία και αφορμή τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, η Ανί Ερνό (1940-) αποφασίζει να γράψει, πολλά χρόνια μετά, τον Τόπο (1983), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε έξοχη μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη. Δεν πρόκειται για ένα ακόμη συμβατικό μυθιστόρημα αλλά για ένα σύνθετο αυτοβιογραφικό αφήγημα, που ανατέμνει τη σχέση πατέρα και κόρης και φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από πολύπλοκα ζητήματα ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Ο εν λόγω πατέρας ξεκίνησε αγρότης, συνέχισε ως προλετάριος-βιομηχανικός εργάτης και μετά από πολλά κατάφερε να γίνει μικροαστός και να αποκτήσει μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, ένα καφεπαντοπωλείο στη γαλλική επαρχία. Παρόμοια σε γενικές γραμμές ήταν και η πορεία της συζύγου του, που τον συντρόφεψε πιστά σε όλη τη διάρκεια του βίου του και μοιράστηκε μαζί του την επίπονη έγνοια και τα βάσανα ενός δύσκολου βιοπορισμού. Ωστόσο, οι ταπεινές καταβολές του πατέρα δεν εμπόδισαν την κόρη του να λάβει σπουδαία μόρφωση και να διακριθεί αποκτώντας πρόσβαση στην αστική τάξη. Η κοινωνική ανέλιξη της κόρης είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία αστικοποίησή της και την υιοθέτηση από μέρους της ενός συστήματος αξιών και συμπεριφορών διαφορετικών από τα πρότυπα και τα σημεία αναφοράς του πατέρα.
Χάσμα μορφωτικό και πολιτισμικό
Η αναπόφευκτη πολιτισμική διαφορά που αίφνης δημιουργήθηκε ανάμεσά τους έγινε εφεξής αιτία μιας διαρκούς υπόγειας έντασης, που έκανε τους εμπλεκόμενους να αισθάνονται ξένοι μεταξύ τους, παρά τον στενό συγγενικό δεσμό και την κοινή οικογενειακή ζωή. Για τον πατέρα, η μόρφωση φάνταζε πολυτέλεια και όριζε μια περιοχή μέσα στην οποία αισθανόταν ανεπαρκής και ελλιπής. Αυτά ακριβώς τα αισθήματα ντροπής και κατωτερότητας έναντι των μορφωμένων τον έκαναν να υιοθετεί κατά καιρούς διάφορες «άμυνες», ώστε να συγκαλύπτεται η «ένδεια» που αισθανόταν σε αυτό το πεδίο. Η υιοθέτηση μιας άλλης κουλτούρας από την πλευρά της κόρης και η ένταξή της σε ανώτερη κοινωνική τάξη ως αποτέλεσμα επαγγελματικής ανόδου λόγω υψηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων, δημιούργησε ένα χάσμα μορφωτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό με την «ταπεινή» οικογένεια, που δεν μπορούσε να ακολουθήσει και να παρακολουθήσει τα επιτεύγματα και τη συνεχόμενα ανοδική τροχιά της γόνου.
Η υιοθέτηση μιας άλλης κουλτούρας από την πλευρά της κόρης και η ένταξή της σε ανώτερη κοινωνική τάξη ως αποτέλεσμα επαγγελματικής ανόδου λόγω υψηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων, δημιούργησε ένα χάσμα μορφωτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό με την «ταπεινή» οικογένεια, που δεν μπορούσε να ακολουθήσει και να παρακολουθήσει τα επιτεύγματα και τη συνεχόμενα ανοδική τροχιά της γόνου.
Η απόσταση που δημιουργήθηκε, συνοδεύθηκε από άβολα αισθήματα αμηχανίας και ντροπής ένθεν και ένθεν καθώς οι κώδικες έπαψαν πλέον να είναι κοινοί και οι αξίες της κόρης «αναβαθμίστηκαν» ερχόμενες ενίοτε σε αντιδιαστολή με αυτές των γονιών. Το χάσμα γενεών που αυτομάτως υπάρχει σε κάθε οικογένεια οξύνθηκε εντονότερα στην προκειμένη περίπτωση από την παρείσφρηση και άλλων παραγόντων που επιβάρυναν και επιδείνωσαν την, ούτως ή άλλως, υπαρκτή «ασυνεννοησία» στη σχέση γονιών και παιδιών. Η «εκτόξευση» της κόρης σε μια τελείως διαφορετική σφαίρα λόγω της έντονης κινητικότητας που επέτρεπε το εκπαιδευτικό σύστημα εκείνης της εποχής δημιούργησε τις συνθήκες για μια απομόνωση και αποξένωση, που συνοδεύονταν από αρνητικές διαθέσεις.
Σε ένα τηλεοπτικό πορτρέτο το 2000, η Ανί Ερνό ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν' ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους. Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό |
Την αμφίθυμη αυτή σχέση επιχειρεί να ιχνηλατήσει και να κατανοήσει η Ανί Ερνό σε αυτό το αυτοβιογραφικό αφήγημα, που αποτυπώνει γνήσια προσωπικά αισθήματα αλλά και μια πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα. Τα ενίοτε απαξιωτικά αισθήματα για την οικογένεια γίνονται τώρα ενοχή που η συγγραφέας προσπαθεί να ξορκίσει ενώ, μέσ' από τη βιογραφία του πατέρα, επιχειρεί να αυτοβιογραφηθεί η ίδια καταθέτοντας όλες τις αντιφάσεις και τις ανακολουθίες που τη στοιχειώνουν. Η ιδιαίτερη αυτή αυτοβιογραφική αφήγηση σκοπό έχει να εντάξει την ατομική περίπτωση σε μια ευρύτερη συλλογική εμπειρία και να αποτυπώσει μια σύνθετη κοινωνική και ταξική πραγματικότητα. Το αυτοβιογραφικό «εγώ» ξεπερνά έτσι τα στενά όρια του προσωπικού και επεκτείνεται σ' ένα ευρύτερο σύνολο με παρόμοια βιώματα και προσλαμβάνουσες. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως ένα εργαλείο για να μελετήσει την ταξική διαστρωμάτωση και να προβεί σε κοινωνιολογικές ερμηνείες και αναζητήσεις. Η δική της ιστορία, ειδωμένη μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που σκιαγραφείται με πληρότητα, γίνεται αντιπροσωπευτική μιας ευρύτερης ομάδας με παρόμοια χαρακτηριστικά, που καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό της πάνω στα αφηγούμενα.
Η δική της ιστορία, ειδωμένη μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που σκιαγραφείται με πληρότητα, γίνεται αντιπροσωπευτική μιας ευρύτερης ομάδας με παρόμοια χαρακτηριστικά, που καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό της πάνω στα αφηγούμενα.
Ο λόγος της συγγραφέως, απογυμνωμένος από διακοσμητικά στοιχεία και απαλλαγμένος από κάθε υποψία λογοτεχνικής εκζητήσης, δεν επιδιώκει τη δημιουργία περίτεχνου ύφους αλλά την ανάδυση μιας αλήθειας. Η εκφραστική λιτότητα και η στεγνή, ανεπιτήδευτη γλώσσα φέρνουν στο φως τα πραγματικά γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Στον Τόπο, δεν υπάρχουν επινοημένα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα πρόσωπα είναι όλα υπαρκτά και τα γεγονότα ανασύρονται από τη μνήμη για να στοιχειοθετήσουν μια αφήγηση με ντοκουμέντα. Η συγγραφέας είναι συγχρόνως αφηγήτρια και η αφήγηση εστιάζεται στη ζωή του πατέρα της αλλά και τη δική της. Ενίοτε μάλιστα περιγράφει υπαρκτές φωτογραφίες-τεκμήρια που δίνουν μια πιστή εικόνα του πατέρα σε διάφορες φάσεις-ορόσημα της ζωής του σηματοδοτώντας τη θέση του και τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία και την ιστορία (ο πατέρας με παρέα εργατών φορώντας τραγιάσκα κ.λπ). Ωστόσο, παρά τη στοχευμένη προσπάθεια για μια εκφορά εντελώς απαλλαγμένη από συναίσθημα και, κατά το δυνατόν, αποστασιοποιημένη, ο Τόπος καταφέρνει να συγκινήσει και να προκαλέσει τη δυνατή συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη.
Διαπιστώνοντας πόσο πολύ απομακρύνθηκε από τις καταβολές της και το περιβάλλον των γονιών της προκειμένου να ακολουθήσει τα όνειρά της, η Ανί Ερνό επιχειρεί τώρα να ξαναπροσεγγίσει τον κόσμο που άφησε πίσω της ώστε να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά. Η προσέγγισή της είναι συγχρόνως μια χειρονομία συμφιλίωσης και συγγνώμης. Αν όντως «πρόδωσε» τους οικείους της και εγκατέλειψε την τάξη της, τώρα επανέρχεται με μια ωριμότητα που της επιτρέπει να προβεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Δεν έχει σκοπό να συγκινήσει αλλά να αποκαλύψει τους μηχανισμούς που παράγουν και αναπαράγουν κοινωνικές αντιθέσεις και προκαταλήψεις. Στο υβριδικό εγχείρημά της, η λογοτεχνία συνδυάζεται ευρηματικά με την κοινωνιολογία σε μια προσπάθεια να ειπωθούν τα πράγματα με τ' όνομά τους, χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές. Η απογυμνωμένη γραφή επιχειρεί να παρουσιάσει την αλήθεια του πατέρα μέσ' από την αναδρομική, ξεκάθαρη και κατασταλαγμένη, ματιά της κόρης, που θέλει να επανασυνδεθεί με έναν κόσμο χαμένο, που κάποτε αρνήθηκε αλλά τώρα με τον τρόπο της τιμά.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Ο τόπος
Annie Ernaux
Μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη
Μεταίχμιο 2020
Σελ. 112, τιμή εκδότη €11,00