Για το μυθιστόρημα της βορειο-ιρλανδής Anna Burns «Ο Γαλατάς» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Βέη
Τόπος: Η πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου επικεντρώνεται η ομολογουμένως εμπύρετη αυτή γραφή, σκοπίμως δεν κατονομάζεται. Γενικότερα αποφεύγονται ονόματα κι επώνυμα των χαρακτήρων. Η καταιγιστική, αυστηρά πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία αρχικώς απέβλεπε να κατασταλάξει σε ένα σύντομο κείμενο, επείγεται να αποδώσει τοιχογραφία Πάθους. Γι’ αυτό και η γεωγραφία περιορίζεται να αναφέρει περιφραστικά μια χώρα «πέρα από το νερό» και μιαν άλλη επικράτεια «πέρα από το σύνορο». Ο νοών νοείτω. Άλλωστε, η άμεση, η απερίσπαστη, η αναντίρρητη συμμετοχή των αναγνωστών συνιστά, ως εκ των πραγμάτων, την πρώτη συνθήκη προσέγγισης του έργου. Οι περιγραφές όντως εξειδικεύονται στην ανάπλαση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας των δεδομένων ηθών. Έτσι, το τοπίο παρίσταται: α) ως ο ικανός και ο αναγκαίος διάκοσμος της βίας και των συναφών ωμοτήτων ενός συχνά πυκνά τυφλού ερωτικού ορμεμφύτου και β) ως το κατεξοχήν τυραννικό πλαίσιο της εμφύλιας, κατά κανόνα αιματηρής ρήξης, δύο αντιμαχομένων πλευρών. Κοντολογίς, πρόκειται για έναν εμπράγματο κρανίου τόπο.
Η καταιγιστική, αυστηρά πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία αρχικώς απέβλεπε να κατασταλάξει σε ένα σύντομο κείμενο, επείγεται να αποδώσει τοιχογραφία Πάθους. Γι’ αυτό και η γεωγραφία περιορίζεται να αναφέρει περιφραστικά μια χώρα «πέρα από το νερό» και μιαν άλλη επικράτεια «πέρα από το σύνορο».
Εξού και η αποτίμηση της Washington Post για τις συντεταγμένες εκείνες όπου το παν «δονείται με τις αγωνίες της εποχής μας, από την τρομοκρατία και τη σεξουαλική παρενόχληση έως τις τυφλές διακρίσεις, που κάνουν την έννοια της συμφιλίωσης να φαντάζει απατηλή (ενώ) η λάθος πίστη ή ακόμα κι ένα ηλιοβασίλεμα μπορούν να αποδειχθούν κάτι ανατρεπτικό». Ήτοι, ο τόπος είναι ο καταστατικός βωμός θυσιών. Ο τόπος: η εξ ορισμού μαύρη τρύπα της ύπαρξης. Η δε κριτική της USA Today υπογραμμίζει αυτήν ακριβώς την εξάρτηση του αναστοχαζόμενου ατόμου από τις συγκεκριμένες συγκυρίες του εδάφους. Ας απομονώσω τα εξής ενδεικτικά για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Ο Γαλατάς είναι ένα παθιασμένο επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης σκέψης σε ένα μέρος όπου κυριαρχεί η ασπρόμαυρη, διχαστική ιδεολογία». Η χωροταξία κατά συνέπεια εγγράφεται άλλη μια φορά με τα χαρακτηριστικά της Ειμαρμένης.
Χρόνος: Η δεκαετία του 1970. Δηλώνεται ευθέως μόλις στη σελίδα 102. Συγκρατώ ότι το μυθιστόρημα αρχίζει, σύμφωνα με μια παραδοσιακή κειμενική τακτική, από το τέλος κατ’ ουσίαν των πεπραγμένων. Δηλαδή, κατά λέξη, από την κρίσιμη σελίδα 9 ως εξής: «Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε μου ’χωσε το μπιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς. Τον είχε πυροβολήσει κάποια από τις στρατιωτικές περιπόλους κι εμένα καθόλου δεν μ’ είχε πειράξει που είχαν πυροβολήσει αυτόν τον άντρα. Τον είχε πυροβολήσει κάποια από τις στρατιωτικές περιπόλους κι εμένα; Kαθόλου δεν μ’ είχε πειράξει που είχαν πυροβολήσει αυτόν τον άντρα». Η ουροβόρος αυτή γραφή, αντί να καθίσταται ανιαρή, συναρπάζει από την εσωτερική της κλιμάκωση, αλλά και από την καλειδοσκοπική της διάταξη. Η Anna Burns, γεννημένη στο Μπέλφαστ το 1962, αναπαλαιώνει άγος. Προφανώς το ατομικό εν μέρει άγος της. Και το αναπαλαιώνει με συναρπαστική συγκλήρωση των υφολογικών της εφοδίων. Η δε ανώνυμη ηρωίδα της ανήκει κι αυτή, στην κυριολεξία μάλιστα των όρων, στους «σαλεμένους, κοινωνικά απόβλητους, προβληματικούς τύπους της κοινότητας». Πλην όμως αντιστέκεται με έναν ιδιαίτερα προσωποπαγή τρόπο: Περπατώντας, διαβάζει συχνά πυκνά τον Ιβανόη, ο οποίος ανήκει, ως γνωστόν, στα εμβληματικά μυθιστορήματα του δυτικοευρωπαϊκού κανόνα, όπως διαμορφώνεται τον δέκατο ένατο αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ακυρώνεται συστηματικά το όποιο ενδιαφέρον της για τον δικό της, δηλαδή τον αιμοσταγή εικοστό.
Η Anna Burns, γεννημένη στο Μπέλφαστ το 1962, αναπαλαιώνει άγος. Προφανώς το ατομικό εν μέρει άγος της. Και το αναπαλαιώνει με συναρπαστική συγκλήρωση των υφολογικών της εφοδίων.
Ειδικότερα για την προσωπογραφία του Γαλατά, ο οποίος πολιορκεί στενά και καταχρηστικά την δεκαοχτάχρονη αφηγήτρια, παρά την εξόφθαλμα μεγάλη διαφορά ηλικίας, η οποία εξ αντικειμένου τους χωρίζει, ισχύουν τα εξής ημι-αποφατικά, ημι-αληθοφανή, όπως κατατίθενται στην εισαγωγική, δίσημη σελ. 11:
Και τον έκτο χρόνο εμφανίστηκε απ’ το πουθενά ο γαλατάς, έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή, ακάλεστος αυτός, αλλά πολύ πιο τρομακτικός, πολύ πιο επικίνδυνος. Δεν ήξερα τίνος γαλατάς ήταν. Δικός μας δεν ήταν. Δεν έπαιρνε παραγγελίες. Δεν είχε γάλα. Δεν πήγαινε γάλα στα σπίτια. Δεν οδηγούσε φορτηγάκι φορτωμένο γάλα. Οδηγούσε αυτοκίνητα, διάφορα αυτοκίνητα, συχνά φανταχτερά αυτοκίνητα, αν και ο ίδιος στο παρουσιαστικό του δεν ήταν έτσι.
Στο εύλογο ερώτημα των αναγνωστών «Τι σόι γαλατάς είναι τότε αυτός;» η απάντηση είναι προφανώς η εξής: «Ένας άλλος είναι ο αληθινός γαλατάς!». Το μυθιστόρημα λοιπόν χτίζεται πάνω σε μια διπλή ταυτότητα. Ή μήπως σε μια τριπλή; Εκείνη, δηλαδή, η οποία μετέχει των δύο προαναφερομένων. Δεν πρόκειται περί μυστηρίου, αλλά περί όντως γοητευτικού κειμενικού ελιγμού. Κατεγράφη άλλωστε διεθνώς ήδη ότι δικαίως το περιζήτητο, πολυπροβεβλημένο Βραβείο Booker απονεμήθηκε στην Anna Burns για το παρόν έργο. Σημειώνω ότι η απόδοσή του στη γλώσσα μας παρακολουθεί με σθένος και συνέπεια το εξαιρετικά απαιτητικό πρωτότυπο. Πολλαπλώς λειτουργικό απόκτημά μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ακόμα και τότε, παρόλο πια που στον ουρανό έβλεπα περισσότερα από τα τρία αποδεκτά ουράνια χρώματα ‒το γαλανό (του ουρανού της μέρας), το μαύρο (του ουρανού της νύχτας) και το άσπρο (σύννεφα)‒, ακόμα και τότε κράτησα το στόμα μου κλειστό. Και τώρα δεν το παραδέχονταν ούτε οι άλλοι στην τάξη ‒ όλοι τους μεγαλύτεροι από μένα, κάποιοι μάλιστα τριαντάρηδες και βάλε. Ήταν η σύμβαση: να μην παραδέχεται κανείς λεπτομέρειες, γιατί η παραδοχή τέτοιων λεπτομερειών θα σήμαινε επιλογή, και η επιλογή θα σήμαινε ευθύνη, και ευθύνη θα σήμαινε βάρος... Κι αν, τελικά, δεν μπορούσαμε να το σηκώσουμε αυτό το βάρος; Αν δεν καταφέρναμε να τα βγάλουμε πέρα με τις συνέπειες στην περίπτωση που θα βλέπαμε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε να κουμαντάρουμε; Ακόμα χειρότερα: τι θα κάναμε αν ήταν ωραίο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αν μας άρεσε, αν το συνηθίζαμε και το χαιρόμασταν, αν φτάναμε να το ’χουμε ανάγκη ‒ κι ύστερα το χάναμε ή μας το παίρνανε και δεν μας το ξαναδίνανε ποτέ; Καλύτερα να μην το δοκιμάσουμε καθόλου, αυτό ήταν το συναίσθημα που υπερίσχυσε, κι έτσι το γαλανό ήταν το χρώμα που θα είχε ο ουρανός μας».