Για τη μελέτη της Άννας Σταυρακοπούλου «Η πρόσληψη του Ίψεν στην Ελλάδα – Έμφυλες οπτικές και μεταφραστικές προσεγγίσεις» (εκδ. Κάπα Εκδοτική).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Να μου κάνουν τη χάρη να μ’αφήσουν ήσυχο με το τι σκέφτομαι ή δεν σκέφτομαι. Πέτυχα να κάμω ένα έργο καλό και ζωντανούς ανθρώπους; Αυτό είναι το ζήτημα!» Ερρίκος Ίψεν
Ο Ίψεν, η μετάφρασή του στις ευρωπαϊκές χώρες, ο ρεαλισμός ενάντια στον ακαδημαϊσμό και το αστικό θέατρο, η ιδιαιτερότητα της χώρας μας, οι συγκλονιστικές γυναίκες του Ίψεν, η ματιά της γυναίκας. Το βιβλίο της Άννας Σταυρακοπούλου συνιστά μιαν υποδειγματική επιστημονική εργασία, ένα απολαυστικό ανάγνωσμα και (κυρίως) ένα σημαντικό βοήθημα για τον μελετητή του Ίψεν. Πώς προσέγγισαν τις ηρωίδες του Ίψεν κάποιες έγκριτες ελληνίδες λόγιες (η Καλλιρόη Παρρέν, η Ελένη Ουράνη) και πώς τις προσέγγισαν οι μεταφραστές και οι σκηνοθέτες; Αυτό είναι το αντικείμενο της μελέτης, που καλύπτει μια χρονική περίοδο από το 1879 έως το 2017, με άξονες τη γλώσσα του Ίψεν και τον βαθμό πιστότητας με την οποία αυτή αποδίδεται στις μεταφράσεις του, τους χαρακτήρες των έργων του, τις γλωσσικές ενδείξεις για το χιούμορ του και το πώς αυτές διασώζονται από τις διάφορες μεταφράσεις του, το δύσκολο πέρασμα από το μεταφρασμένο κείμενο στην αντίληψη των σκηνοθετών, την παγκοσμιότητα του έργου του.
Και, όλα αυτά, με άρτια ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία καθώς και με την παράθεση (εν είδει παραρτήματος) πέντε διαλέξεων της Ελένης Ουράνη (του γνωστού «Άλκη Θρύλου») με τίτλο «Οι γυναίκες στο θέατρο του Ίψεν» και το εισαγωγικό (στον Μικρούλη τον Έγιολφ) κείμενο του Βάσου Δασκαλάκη «Ο Ίμπσεν στα Ελληνικά». Από την ελληνόφωνη βιβλιογραφία αναφέρω τον Βιζυηνό, τον Ξενόπουλο, τον Χρηστομάνο, τον Γιάννη Σιδέρη, τον Σπύρο Μελά, τον Βάλτερ Πούχνερ, τον Θόδωρο Χατζηπανταζή, τον Μόσχο, τη Γεωργοπούλου, τη Βαρίκα, την Πετράκου, την Κασκάλη, τη Ντουνιά, την Παντελάκη, καθώς και άλλες/ους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το γυναικείο ζήτημα.
Η γυναικεία αντίληψη για τις γυναίκες των έργων του Ίψεν
Ο μεγάλος νορβηγός δραματουργός γνώρισε εξαρχής μεγάλη επιτυχία στο ελληνικό θέατρο, πράγμα που κατά τη γράφουσα οφείλεται εν μέρει στην ευρύτητα της αντίληψης των εγχώριων διανοουμένων και στη γλωσσομάθειά τους. Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στις έμφυλες οπτικές απέναντι στον Ίψεν των λόγιων γυναικών στην Ελλάδα.
H Kαλλιρόη Παρρέν βασίζεται στα έργα του Ίψεν για να ασκήσει τη φεμινιστική της πολιτική στην «Εφημερίδα των Κυριών» και η Κορύλλου (ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη) τον κάνει παντιέρα της, για να τον αποκηρύξει στα 1926. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Λου Αντρέα Σαλομέ (Henrik Ibsens Frauengestalten, Bloch, Berlin, 1892 και στα Αγγλικά ως Ibsen’s Heroines, Black Swan Books, Redding Ridge CT 1985) και στη δεκαετία του 1920 η Ελένη Ουράνη, προερχόμενες από διαφορετικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος και έχοντας διαφορετικές καταβολές, προσεγγίζουν από τη δική τους οπτική τους ιψενικούς γυναικείους χαρακτήρες: τη Νόρα (Κουκλόσπιτο), την κ. Άλβινγκ (Βρυκόλακες), τη Χέντβιγκ (Αγριόπαπια), τη Ρεβέκκα (Ρόσμερσχολμ), την Ελίντα (Κυρά της Θάλασσας) και την Έντα Γκάμπλερ. Η Άννα Σταυρακοπούλου προχωρεί σε εκτενή συγκριτική παρουσίαση των έξι ηρωίδων, παραθέτοντας και σχολιάζοντας τις απόψεις και των δύο μελετητριών.
Το μαχητικό κείμενο του Δασκαλάκη
Ο Δασκαλάκης, ήδη το 1944, επισημαίνει την κακοδαιμονία των πρόχειρων μεταφράσεων του Ίψεν, που ταλαιπωρούν και αποπροσανατολίζουν το κοινό, αποδίδοντάς την αφενός στο «δεύτερο και τρίτο» χέρι ενδιάμεσων μεταφράσεων κι αφετέρου στην πλημμελή γνώση της πρωτότυπης γλώσσας (εν προκειμένω, της Νορβηγικής) και του σύνολου έργου του θεατρικού συγγραφέα που μεταφράζεται (βλ. σελ. 149): «Αν είναι χρέος της κριτικής να γράφει σελίδες και σελίδες για το νεόβγαλτο έργο ή την ποιητική συλλογή εμένα ή του άλλου ποετάστρου ή για το παίξιμο της τάδε πρωταγωνίστριας ή τα χρώματα του τάδε σκηνογράφου, χρέος της μεγαλύτερο είναι να διαφωτίσει το κοινό για τους μεγάλους ξένους και για την επιτυχία ή την κακοποίηση που τυχόν παρουσιάζει εκάστοτε η μεταφορά τους στα Ελληνικά» (σελ. 333).
Πόσες είναι οι αλλοιώσεις, οι παρεννοήσεις, οι αποχρωματισμοί των νοημάτων στους οποίους φτάνουν κάποιοι μεταφραστές – Έλληνες και ξένοι; Σε ποιον βαθμό αλλοιώνουν την ουσία του πρωτότυπου έργου;
Πόσες είναι οι αλλοιώσεις, οι παρεννοήσεις, οι αποχρωματισμοί των νοημάτων στους οποίους φτάνουν κάποιοι μεταφραστές – Έλληνες και ξένοι; Σε ποιον βαθμό αλλοιώνουν την ουσία του πρωτότυπου έργου; Ποια είναι η δόκιμη μετάφραση του τίτλου: «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» ή «Όταν θα ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς»; Ή μήπως «Σαν ξυπνούμε νεκροί», μια που ο Ίψεν αναφέρεται στο γεγονός ότι παραμένουμε νεκροζώντανοι, παρά το ότι ξυπνούμε; Ούτε συζήτηση, δε, για τον «λόγιο» που αποδόθηκε ως «συγγραφέας», για τον «ελεύθερο γάμο» που έχει αποδοθεί ως «άγριος γάμος», ή για τη «Νεράιδα», που έφτασε ως τις μέρες μας ως «Κυρά της θάλασσας»!
«Η μετάφραση είναι μια πρώτη σκηνοθεσία»
Η κα Σταυρακοπούλου μελετά διεξοδικά την ιστορία των ιψενικών μεταφράσεων, και από τη βιβλιογραφία της αναφέρω, ενδεικτικά, τον Mc Farlane, τον Finney, τον Πήτερ Χωλ, την Ellen Rees, τη Joan Templeton, τον Postlewait, την Ackerman, τον Schoonhover, την Casanova, τον D’Amico, τον Eller, την Ewbank, τον Brandes, τον Prozor, τον Schlenther, τον Merezhkovsky και τον Brustein. Κατόπιν, επιχειρεί μια συγκριτική αποτίμηση (που απολήγει σε έπαινο) των μεταφράσεων του Ίψεν από τον Λέοντα Κουκούλα και από τον Βάσο Δασκαλάκη. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση της γράφουσας ότι «η θεατρική μετάφραση εμπεριέχει και μια πρώτη σκηνοθεσία της παράστασης». Αφού λοιπόν οδηγηθεί σε κάποια ευρύτερα συμπεράσματα, η Σταυρακοπούλου θα αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην Αγριόπαπια, ένα έργο με φιλοσοφικές/υπαρξιακές προεκτάσεις που από το πρώτο ανέβασμά του, το 1884, προβλημάτισε κοινό και κριτικούς. Στο ίδιο κεφάλαιο θα αναφερθεί και στον όρο «ψέμα ζωής», που αποδίδει το αφήγημα νοηματοδότησης της ζωής καθενός μας. Τέλος, θα εστιάσει στις μεταφράσεις της Αγριόπαπιας από τους Λέοντα Κουκούλα, Βάσο Δασκαλάκη (Θέατρο Τέχνης), Νίκο Καραναστάση, Τάσο Μπαντή (Θέατρο «Εμπρός») και Δημήτρη Τάρλοου (Θέατρο «Πορεία»), με το σκεπτικό ότι αυτές οδήγησαν σε παραστάσεις που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα.
Η Άννα Σταυρακοπούλου σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έκανε μεταπτυχιακές στο θέατρο στο Πανεπιστήμιο Paris III-Sorbonne Nouvelle και στο Πανεπιστήμιο του Harvard (PhD, 1994). Δίδαξε στα πανεπιστήμια New York University, Βοσπόρου (Κωνσταντινούπολη) και Harvard (1994-1999). Διετέλεσε υποδιευθύντρια του θυγατρικού Ιδρύματος Ωνάση στη Νέα Υόρκη. Δίδαξε ως επισκέπτρια στα Πανεπιστήμια Yale και Κρήτης. Στο τμήμα θεάτρου Α.Π.Θ., διδάσκει θεατρολογία από το 2003. Επιμελήθηκε με τον Gregory Nagy τον τόμο "Modern Greek Literature: Critical Essays" (Routledge, New York 2003) και έχει δημοσιεύσει άρθρα στα αγγλικά και τα ελληνικά για την ελληνική λογοτεχνία και το θέατρο. |
Η μελέτη της κας Σταυρακοπούλου αναγνωρίζει έναν υψηλό βαθμό σεβασμού στο ύφος και την ατμόσφαιρα του ιψενικού corpus, όπως αυτό αποδόθηκε στις ελληνικές μεταφράσεις και σκηνικές του παρουσιάσεις: (στην Ελλάδα) «έπνεε», όπως γράφει χαρακτηριστικά, «νορβηγικός άνεμος». Θα επισημάνω τον βαθμό αντικειμενικότητας που διέπει τον λόγο της συγγραφέως –άλλωστε αυτός επιμαρτυρείται και από την όλη της καριέρα, καθώς και από το εν λόγω πόνημά της– καρπό προσωπικής εντρύφησης στο ζήτημα: η κα Σταυρακοπούλου υποστηρίζει το γυναικείο ζήτημα και παραθέτει τις προσωπικές της θέσεις με έξοχο τρόπο, παραμένοντας παράλληλα νηφάλια απέναντι στο ερευνητικό της αντικείμενο. Η προσέγγισή της του Ίψεν στέκει επάξια δίπλα στα άρθρα του Γιάννη Σιδέρη, στις μελέτες του Νικηφόρου Παπανδρέου και του Γιάννη Μόσχου, ενώ ο διαθεματικός της χαρακτήρας την καθιστά παράλληλα και βιβλίο αναφοράς για τις Σπουδές Φύλου.
Συμπληρωματικό σχόλιο
Με αφορμή το θηλυκρατές κλίμα των έργων του Ίψεν και τις αντίστοιχες έμφυλες αντιδράσεις, αξίζει εδώ να παραθέσω (από τη διδακτορική διατριβή του Γιάννη Μόσχου) ότι η πρώτη παράσταση των Βρυκολάκων στην Ελλάδα έγινε από τον Ευτύχιο Βονασέρα που έπαιξε τον ρόλο του Όσβαλντ το 1894 (την παράσταση προλόγισε ο Ξενόπουλος), ότι ακολούθησαν ο Χρηστομάνος («Νέα Σκηνή»), ο Οικονόμου (Βασιλικό Θέατρο=νυν Εθνικό), ο Ροντήρης, ο Σολομός, ο Καραντινός και ο Μινωτής (που τους επανέφερε επί σκηνής το 1950), ενώ ο Κουν ανέβασε επτά παραστάσεις με έργα του μεγάλου Νορβηγού. Ακολούθησαν ο Μουζενίδης, ο Κατσέλης, ο Ιορδανίδης, ο Βολανάκης, ο Μιχαλακόπουλος, ο Ευαγγελάτος, ο Πλωρίτης, ο Τσάγκας, ο Χαραλάμπους, ο Μπαντής, ο Τάρλοου, ο Χουβαρδάς, κ.ο.κ. –ακόμη και στη Σουηδία κυριαρχούσε η προσέγγιση του Μπέργκμαν για δεκαετίες ολόκληρες–, και μόνο η Τασία Αδάμ, η Κατερίνα Ανδρεάδη, η Έλσα Βεργή, η Μαριέτα Ριάλδη, η Νικαίτη Κοντούρη και η Ρούλα Πατεράκη υπήρξαν χαρούμενες παρενθέσεις μέσα σε τόση τεστοστερόνη.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.