Για τη μελέτη «Κωμωδίας εγκώμιον - Η σοβαρότητα του γέλιου» του Σάββα Πατσαλίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press, για το «παρεξηγημένο ανά τους αιώνες κωμικό στοιχείο».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
To σύγγραμμα του Σάββα Πατσαλίδη Κωμωδίας εγκώμιον - Η σοβαρότητα του γέλιου (εκδ. University Studio Pres) ξεκινά με μιαν εκμυστήρευση ως προς την παραγνωρισμένη αυτή σφαίρα της θεωρίας του θεάτρου: το κωμικό στοιχείο παραμένει παρεξηγημένο ανά τους αιώνες, επειδή προσκρούει σε στερεότυπα ηθικής στις περιπτώσεις όπου η Ηθική τρύπωσε στα χωράφια της Αισθητικής (εκκλησιαστικοί πατέρες, επί παραδείγματι).
Κωμωδία: το σοβαρότερο των ειδών
Ο κύριος Πατσαλίδης διευκρινίζει (σελ. 20) πως «η κωμωδία διαρκώς επαναπροσδιορίζει τον τόνο και το ύφος της, ανάλογα με το περιβάλλον όπου αναπτύσσεται και το κοινό που την υποδέχεται», δηλαδή εξαρχής συνδέει τις αποτιμήσεις περί κωμικού στοιχείου με τον αποδέκτη τους. Επίσης, συνδέει το λεξιλόγιο περιγραφής των όρων της κωμωδίας με κάθε αντικομφορμιστικό, «αμαρτωλό», «ασχημονούντα» ή εν γένει παρεκκλίνοντα χαρακτήρα ή με την ανατρεπτικότητα που διακρίνει το είδος (σελ. 23) στις διάφορες εκδοχές του: το παιγνιώδες, το αστείο, το γελοίο, το γκροτέσκο, το ενοχλητικό ή σκωπτικό, το γαργαλιστικό, η καρικατούρα, το μπουρλέσκ, το χιουμοριστικό, το ιλαροτραγικό, το σαρδάμ και η παρλάτα, η παιγνιώδης ρητορική, η μεταμφίεση, η παρενδυσία, το τερτίπι, η απρόβλεπτη ανατροπή, η πανουργία, καθώς και κάθε μορφή μετωνυμικής χρήσης του λόγου που υπηρετεί το κωμικό στοιχείο. Η ιλαροτραγωδία προσεγγίζει νοηματικά τις έννοιες του κλαυσίγελω, της χαρμολύπης ή της τραγικωμωδίας. Μπορεί να εκληφθεί και ως συνώνυμο του φλύακος.
Σωματικές εκφράσεις του κωμικού στοιχείου
Με μεγάλη σοβαρότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια, το σύγγραμμα διεξέρχεται την έννοια του γέλιου, διακρίνοντάς το από το εγκεφαλικό χιούμορ και αποκαθιστώντας τη βαρύτητά του: είτε το γέλιο συνδεθεί με τους «ζωτικούς χυμούς» της ύπαρξης (αίμα, φλέγμα, κιτρίνη χολή και μέλαινα χολή) για να τοποθετηθεί, ως αισθητικό κατηγόρημα, στον αντίποδα της Μελαγχολίας, είτε ανιχνευθεί σε κάποια σάτιρα του Άκη Δήμου ή της Yasmina Rezà, πάντως φέρει σταθερά μια πλειάδα σημασιοδοτήσεων (σελ. 56) και παραμένει παγκόσμιο, αρχετυπικό φαινόμενο (σελ. 59).
Αυτό το γέλιο είναι ο πηγαίος, οργανικός γέλως, που τον παράγουν συνεχείς αντιπαραθέσεις, του προσδοκώμενου με αυτό που τελικά προκύπτει, του κειμένου με τον αυτοσχεδιασμό, της κανονικότητας του χρόνου δράσης με την αιφνίδια επιτάχυνσή του, της σιωπής με τον εκφερόμενο λόγο, της νεότητας με το γήρας, της αρτιμέλειας με τη σωματική μειονεξία, του Υψηλού με το Ευτελές, της ευφυίας με την ελαφρότητα και την αφέλεια...
Εστιάζοντας στις παραστατικές τέχνες, ο μελετητής επισημαίνει την έκπτωση του ήθους των ηρώων και την απρόοπτη «τύχης μετάστασιν» που σφραγίζουν το κωμικό είδος: ένα είδος που, αναπόφευκτα, αγαπήθηκε από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και, ως εκ τούτου, ταυτίστηκε με το χύδην στοιχείο της πλέμπας. Αυτό το γέλιο είναι ο πηγαίος, οργανικός γέλως, που τον παράγουν συνεχείς αντιπαραθέσεις, του προσδοκώμενου με αυτό που τελικά προκύπτει, του κειμένου με τον αυτοσχεδιασμό, της κανονικότητας του χρόνου δράσης με την αιφνίδια επιτάχυνσή του, της σιωπής με τον εκφερόμενο λόγο, της νεότητας με το γήρας, της αρτιμέλειας με τη σωματική μειονεξία, του Υψηλού με το Ευτελές, της ευφυίας με την ελαφρότητα και την αφέλεια, κ.ο.κ. έως της σύμφυσης του ζωϊκού με το ανθρώπινο στοιχείο (σάτυρος, πχ) και, από την εποχή της ατελλανής φάρσας έως την stand-up comedy, την αντιπαράθεση της καθεστηκυίας τάξης με τις δυνάμεις που την αντιπαλαίουν και την υποσκάπτουν («αστείους» αποκαλούσαν οι επαρχιώτες τους κατοίκους του άστεως, ενώ «κωμικούς» αποκαλούσαν οι κάτοικοι της πόλης τους κατοίκους της υπαίθρου: δεν είναι τυχαίο!).
Πόσοι Φάλσταφ υπάρχουν;
Υπό την επωνυμία «κωμωδία» συνηθίζουμε να συσστεγάζουμε μιαν ολόκληρη σειρά κειμένων ή παραστασιακών γεγονότων τα οποία, στη μεταμοντέρνα συνθήκη, φέρουν εξ ορισμού το γνώρισμα της ρευστότητας και δεν υπόκεινται σε ειδολογική κατάταξη. Ως εκ τούτου, ο κύριος Πατσαλίδης φροντίζει με μεγάλη επιμέλεια να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας από κάθε τέτοιου είδους κατηγοριοποίηση, υπογραμμίζοντας την κύρια θέση του από κεφάλαιο σε κεφάλαιο: η κωμωδία αναφύεται στο κενό που παράγεται ανάμεσα σε κάθε δραματική μορφή και στον αποδέκτη της: δεν πρόκειται για genre, αλλά για στάση απέναντι σε κάθε genre (βλ., λόγου χάριν, το «δαιμόνιο» στοιχείο στη Θεία Κωμωδία του Dante).
Στο κεφάλαιο όπου μιλά για τον έρωτα (σελ. 195), το πιο λυρικό συναίσθημα της ανθρώπινης φύσης, καθίσταται σαφές ότι η κωμωδία υπερτονίζει τη σεξουαλικότητα έναντι της πλατωνικής προσέγγισης, επειδή -όπως λέει ο Φρόιντ- επιτρέπει «σε κάποιο μασκαρεμένο ή διαφεύγον μέρος του ζώου που κρύβει ο άνθρωπος να παρεισφρήσει διαλυτικά στην καλοδιατηρημένη βιτρίνα του πολιτισμένου «δημόσιου» εαυτού του και να τη μουντζουρώσει». Το κεφάλαιο για τη ρευστότητα του φύλου και το cross-dressing επιβεβαιώνει τα προλεχθέντα, ώστε ο θεωρητικός του θεάτρου να φτάσει στον καρνάβαλο, στο καμπαρέ, στο minstrel, στο music hall, στο βαριετέ, στο vaudeville και στη βαλκανική λαϊκή τέχνη του Καραγκιόζη, για να προσεγγίσει την κωμωδία υπό κοινωνιολογικό πρίσμα συνδέοντάς την με τα λαϊκά στρώματα. Η πραγμάτευση του σώματος θα ολοκληρωθεί στο κεφάλαιο για το «μη-σώμα» (σελ.247 κ. εξής): στο Θέατρο του Παραλόγου ο Gargantua του Ραμπελέ επανέρχεται στο θέατρο του Αλφρέντ Ζαρί ως Père Ubu, ο δραματικός χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ανεξέλεγκτα, ο χώρος διαλύεται σε σημείο να γίνεται εικονικός, η σχέση αιτίου και αιτιατού ανατρέπεται, ο Θεός αφανίζεται και οι χαρακτήρες επανέρχονται σε αρχετυπικές διαστάσεις, αποβάλλοντας τα ατομικά τους γνωρίσματα. Θραύεται, εν ολίγοις, η ενιαία, στιβαρή εικόνα που ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός προσέδιδαν στον κόσμο, για να αφήσει να τη διαδεχθεί η έκπληξη και το χάος.
Το κεφάλαιο για τη ρευστότητα του φύλου και το cross-dressing επιβεβαιώνει τα προλεχθέντα, ώστε ο θεωρητικός του θεάτρου να φτάσει στον καρνάβαλο, στο καμπαρέ, στο minstrel, στο music hall, στο βαριετέ, στο vaudeville και στη βαλκανική λαϊκή τέχνη του Καραγκιόζη, για να προσεγγίσει την κωμωδία υπό κοινωνιολογικό πρίσμα συνδέοντάς την με τα λαϊκά στρώματα.
Σχολιάζοντας τα κοινά συστατικά των διάφορων θεατρικών ειδών (και επανερχόμενος σταθερά στην αμφισημία των ηρώων του Τσέχωφ και στο διφυές του σαιξπηρικού Άμλετ, του σαιξπηρικού Φάλσταφ και των Βλαντιμίρ και Εστραγκόν του Μπέκετ), στα επόμενα κεφάλαια ο κύριος Πατσαλίδης τεκμηριώνει την άποψή του βάσει των χαρακτήρων και βάσει της σχολής ή του ρεύματος, δίνοντας εξαιρετικούς ορισμούς του «παληάτσου», του «μπουφόνου», του «κλόουν» και του σαιξπηρικού «τρελού», του διασκεδαστή, του trickster και της φάρσας ως αντεστραμμένης τραγωδίας. Μιλά για τη βαρύτητα της σωματικότητας στην κωμωδία, για τον Λακάν και τον Γούντι Άλεν, καταλήγοντας στο ότι μέσω «μαγικής επιτέλεσης» η κωμωδία επαναπροσδιορίζει την εικόνα του κόσμου μας και μετεγγράφει σε παραδοξότητα όσα «σοβαρά» τον διακρίνουν: με άλλα λόγια, καταργεί τη σοβαροφάνεια των «εκλεκτών» που κινούν τα νήματα της επίσημα θεωρούμενης Τέχνης, καθώς και τον «ηγεμονικό» χαρακτήρα της γραφής τους.
Ο Σάββας Πατσαλίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Χώρος έρευνας και διδασκαλίας του αποτελούν η ιστορία του δυτικού θεάτρου (ιδιαίτερα του αμερικανικού) και η θεωρία του. Από το 1984 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με διάφορα έντυπα με την ιδιότητα του θεατρικού κριτικού (Πόρφυρας, Ρεύματα, Ελληνικά Γράμματα, Αυλαία, (δε)κατα, εφημ. Ο Αγγελιοφόρος της Κυριακής, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία). Έχει δημοσιεύσει έντεκα βιβλία για το θέατρο και έχει επιμεληθεί άλλα δώδεκα. Δεκάδες άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε έγκριτα περιοδικά. Ανάμεσα στις δημοσιεύσεις του είναι και η βραβευμένη από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών δίτομη ιστορία του αμερικανικού θεάτρου (Θέατρο, κοινωνία, έθνος: από την Αμερική στις Ηνωμένες Πολιτείες, University Studio Press, 2010). |
Το τέχνασμα της μετεγγραφής του σοβαρού σε παράδοξο
Οι δύο, χρονικά απέχοντες τόμοι του Θέατρο και Θεωρία του κύριου Πατσαλίδη επικαιροποιούνται σε αυτήν τη μελέτη, όπου ο Μπέκετ, ο Πίντερ, ο Όσμπορν και ο Βέντεκιντ διασταυρώνονται με τις «αμφισυνδέσεις και αποσυνδέσεις» 4 στα έργα του Αριστοφάνη, του Πλαύτου, του Τερέντιου, του Μολιέρου, του Φεϋντώ, του Πιραντέλλο, του Ντέιβιντ Μάμετ, αλλά και των κινηματογραφικών Μπάστερ Κίτον, Λόρελ και Χάρντι, Τζέρι Λιούις, Monty Pythons κ.ά, όπου οι αναπαραστάσεις του κωμικού συνδέονται αναπόσπαστα με την πολιτική του λειτουργικότητα. Επίσης, διευκρινίζονται οι όροι του περάσματος από την κωμωδία στη σάτιρα: σ’αυτό το κεφάλαιο (σελ. 330) γίνεται σαφής αναφορά στο «Μωρίας Εγκώμιον» (Laus Stultitiae) του Εράσμου, όπου επιχειρήθηκε η ανατροπή της ειθισμένης ηθικής μέσω της σάτιρας (και που καθόρισε και τον τίτλο της ανά χείρας μελέτης). Σήμερα το θέατρο δεν θα μπορούσε παρά να απευθύνεται στις μειονότητες, στους μετανάστες, στους παραγκωνισμένους του σύγχρονου κόσμου, επαναδιατυπώνοντας, σε νέους όρους τον σαρκασμό απέναντι στην κοινωνία που εξέφραζε και το θέατρο μετά την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση. Η πρωτοτυπία, η μοναδικότητα κάθε κωμικού κειμένου είναι πλέον ευθέως συναρτημένη προς τη σάτιρα της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, έναντι της οποίας τηρεί ανατρεπτική, δυναμιτιστική στάση: υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμενο, το «τέχνασμα» της μετεγγραφής του σοβαρού σε παράδοξο δεν είναι πλέον τέχνασμα, αλλά επιβεβλημένη πρακτική.
Η εκτενής αυτή μελέτη-αξιοθαύμαστη για την κοπιώδη της αναλυτικότητα- δεν αφήνει κανένα είδος ασχολίαστο, από τα πιο άρτια ως τα πλέον υβριδικά. Θεωρεί την Κωμωδία ως μια πιο αισιόδοξη, πιο καταφατική στάση απέναντι στον προβληματικό μας κόσμο χάριν στην (παιγνιώδη) ασυμβατότητά της προς αυτόν. Δεν αγνοεί την άποψη του Ιονέσκο ότι «υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία κρυμμένη στην κωμωδία». Δεν ξεχνά να τονίσει την απομυθοποίηση που επιτελεί η κωμωδία. Δεν παραλείπει να εντάξει την κωμωδία στο πλαίσιο της εποχής και του κοινού της. Τέλος, ο κύριος Πατσαλίδης συμπλέει με την άποψη του Bruns (Bruns, John, Loopholes: Reading Comically, London, Translation Publishers, 2009: 163-88) ότι ο κωμωδιογράφος τηρεί κριτική απόσταση από τα ανθρώπινα πάθη: όλα όσα ο μέσος άνθρωπος τιμά ως πεποιθήσεις, αξίες, συστήματα ηθικής, μυθεύματα, ή αυτά που φοβάται και απεύχεται, ή-τέλος-αυτά που δυσκολεύεται να ερμηνεύσει, η κωμωδία-ουσιαστικά σε όρους Ρητορικής- του ζητά να τα αποκαθηλώσει, να μην τα πάρει τοις μετρητοίς, να μην τα εκλάβει ως δεδομένα, παρά να αφήσει χώρο στην πολυσημία, να διανοίξει νέες οδούς κατανόησης, να περιπλανηθεί στο άσκοπο και το εύθυμο, να ελιχθεί απέναντι στο αληθές και στο ψευδές.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).