Για τον τόμο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου «Χωρικά ύδατα – Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ. Μελάνι).
Της Σοφίας Ιακωβίδου
Χωρικά ύδατα (εκδ. Μελάνι) επιγράφεται το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, στο οποίο συγκεντρώνει σειρά μελετημάτων του για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μπορεί για πολλούς Έλληνες –και όχι μόνο– έννοιες όπως της «αιγιαλίτιδας ζώνης» (=χωρικών υδάτων), της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ να παραμένουν ασαφείς ως προς τις διαφοροποιήσεις τους, παρά τη διαχρονική τους επικαιρότητα λόγω των σχέσεων με την Τουρκία, στα λογοτεχνικά μας όμως πράγματα ορισμένοι έχουν κατοχυρώσει τη δική τους αδιαπραγμάτευτη επικράτεια. Μπορεί εντάσεις και διασπάθιση συμβολικής δύναμης να είναι συστατικά του λογοτεχνικού πεδίου –όπως ακριβώς του πολιτικού–, αλλά ακόμη κι αν πρόκειται για τις μεγαλύτερες εστίες διεκδίκησης, όπως εκείνες που συνιστούν πάντα οι μείζονες, Καβάφης ή Σεφέρης για παράδειγμα, το έργο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου είναι προ πολλού αναπόδραστο σημείο αναφοράς. Πέρα από αυτούς, το εξώφυλλο του πολύ προσεγμένου αυτού τόμου μας πληροφορεί για την επαναφορά του Δασκαλόπουλου και σε άλλους πόλους ενδιαφέροντός του, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Ρόδη Ρούφο (έχει επιμεληθεί την παρουσίαση-ανθολόγησή του στη Μεταπολεμική πεζογραφία των εκδόσεων Σοκόλη), τον Λευτέρη Αλεξίου (έχει επιμεληθεί τον τόμο Λευτέρης Αλεξίου – Ο ποιητής, σε εκδοτική σειρά για ξεχασμένους Κρήτες των γραμμάτων), τον Γ.Π. Σαββίδη, με τον οποίο διασταυρώνονται πολλαπλώς, αλλά και προσωπικότητες όπως τον Νάσο Δετζώρτζη. Τέλος, δροσιστικό επιδόρπιο όπως θα αποδειχτεί στα παραπάνω, αποτελεί η «Στήλη αλληλογραφίας» διαφόρων περιοδικών, που κλείνει το βιβλίο.
Εν αρχή είν' ο Καβάφης
Στην αρχή του βρίσκουμε βέβαια τον Καβάφη. Το πρώτο από τα δύο κείμενα εξερευνά στοιχεία της ερωτικής του ποίησης, το δεύτερο τη μορφή του «Καμωμένη από φίλον του – ερασιτέχνη» – πρόκειται για τις διάφορες προσωπογραφίες του ποιητή. Ο πολύφερνος ερωτικός Καβάφης προσεγγίζεται αφού γίνει μια καθοριστική επισήμανση: ότι υπάρχει ένα πριν και ένα μετά από εκείνον ως προς την έκφραση του ερωτισμού στην ποίησή μας. Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής «που ο λόγος του είναι λόγος σωματικός» σύμφωνα με τον Βύρωνα Λεοντάρη και ο Δασκαλόπουλος διακρίνει και ποσοτικά τι είδους είναι τα σώματα/πρόσωπα των ποιημάτων του: μόλις σε 5 από τα πρώτα πρόκειται για γυναίκα, 39 εκφράζουν την ηδονή της άμεσης ερωτικής επαφής, εμμέσως τη δηλώνουν 21 και «αναφανδόν ομοφυλοφιλικά» βρίσκει πως είναι 24. Με το «Δυνάμωσις» που περιέχει και βιοθεωρητικές θέσεις [«Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει/ να βγει από το σέβας και την υποταγή/ (…) από τις ηδονές πολλά θα διδαχθεί»] μοιάζει να υποστηρίζει τον εντελώς προσωπικό ερωτικό τόνο της ποίησής του, που από τον επόμενο χρόνο της δημοσίευσής του και εξής (1904) βρίσκει την οριστική του έκφραση. Με τα χαρακτηριστικά του σκηνοθετικά μοτίβα, την απροσδιοριστία/μη κατονομασία των προσώπων, που αφορά και στο θέμα του φύλου, καταφέρνει να διευρύνει το φάσμα των αναγνωστών που μπορούν να ταυτιστούν με τα ποιήματά του. Η διαφορά του Δασκαλόπουλου έναντι ορισμένων άλλων μελετητών που μπορεί να έχουν ήδη θέσει ζητήματα όπως αυτά, είναι ότι αποδίδει χώρο, αξιακό, στο λόγο τους μέσα στον δικό του λόγο, δεν πρόκειται για βιβλιογραφική αναφορά en passant ή για κρυπτομνησία.
Ο πολύφερνος ερωτικός Καβάφης προσεγγίζεται αφού γίνει μια καθοριστική επισήμανση: ότι υπάρχει ένα πριν και ένα μετά από εκείνον ως προς την έκφραση του ερωτισμού στην ποίησή μας. Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής «που ο λόγος του είναι λόγος σωματικός» σύμφωνα με τον Βύρωνα Λεοντάρη.
Στο επόμενο δοκίμιο, ανάμεσα στις πολλές φωτογραφικές και άλλες απεικονίσεις του ποιητή που διεξέρχεται ο Δασκαλόπουλος –τις είχε βάλει παλιότερα σε σχήμα γραμματοσήμου στη Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη 1886-2000– εστιάζει στην πρωιμότερη προσωπογραφία του, το πασίγνωστο σήμερα σκίτσο του Γιάννη Κεφαλληνού (χάρη και στο εξώφυλλο της δίτομης έκδοσης των καβαφικών ποιημάτων από τον Γ.Π. Σαββίδη). Από τον Κεφαλληνό –αν όχι πάντα/ήδη από τον Σαββίδη, που επίσης σχολίασε σε επιφυλλίδα του προσωπογραφία του ποιητή– αρχίζει και ένας κόμβος διασταύρωσης όσων μελετώνται στα Χωρικά ύδατα. Κατόπιν παρότρυνσης Κεφαλληνού προβαίνει ο Τάκης Καλμούχος στην έκδοση των καβαφικών ποιημάτων του 1935, που είναι «κατά την άποψη των ειδικών περί τα τυπογραφικά, ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχουν τυπωθεί στη χώρα μας», τον δε Καλμούχο αναφέρει συχνά στους αυτοβιογραφικούς Αξέχαστους καιρούς του ο Λ. Αλεξίου, το συγκεκριμένο έργο του οποίου βρίσκει «αδίκως παραγνωρισμένο» ο Γ.Π. Σαββίδης, η δε προσωπογραφία Κεφαλληνού συγκέντρωνε το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό Σεφέρη και Σαββίδη κ.ο.κ. Από ένα σημείο και μετά δεν διακρίνει κανείς αν οι προσωπικότητες που μελετώνται εδώ αποτελούν τα Χωρικά ύδατα του ίδιου του Δασκαλόπουλου ή αν αυτός απλώς υποδεικνύει, ως ισόβια ακταιωρός, τα δικά τους. Επαμφοτερισμοί αυτού του τύπου προκύπτουν μόνο από εκείνο το μίγμα αγάπης και διερευνητικού ζήλου που ονομάζουμε αφοσίωση.
Για τον πατέρα του Σεφέρη
Τέτοιου τύπου αφοσίωση μαρτυρούν και τα δύο κείμενα που ακολουθούν: στο ένα εξετάζεται η μορφή του πατέρα του Σεφέρη, επίσης νομικού και ποιητή, κατόπιν «παρότρυνσης» Θεοτοκά, που από το 1964 διαπίστωνε ένα κενό στη βιβλιογραφία για ένα πρόσωπο τόσο σημαίνον (κενό που εν πολλοίς δεν είχε καλυφθεί), στο άλλο ο ποιητής Λευτέρης Αλεξίου, κατόπιν άλλης «υπόδειξης», Σαββίδη τη φορά αυτή, να μελετηθεί κάποτε η φοβερή αυτή οικογένεια (γιος Στυλιανού Αλεξίου, αδελφός Γαλάτειας και Έλλης). Από το προσεκτικότατο σκύψιμο του Δασκαλόπουλου πάνω από τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του πατέρα Σεφέρη, προκύπτει ότι, πέρα από τον άκρατο δημοτικισμό του, στα ποιήματα φανερώνεται η έντονη παλαμική επίδραση –ο Παλαμάς, μάλιστα ανταπέδωσε αφιερώνοντάς του ένα τετράστιχο, ενώ στίχους του ξεχώριζε και ο Καβάφης– στις δε μεταφράσεις του κυριαρχεί ένας ισοπεδωτικός δεκαπεντασύλλαβος, είτε πρόκειται για Σαπφώ είτε για Μποντλέρ ή Βύρωνα. Πάντως κανένα κοινό στοιχείο στην ποίηση πατέρα και γιου δεν διαπιστώνεται. Ακόμη κι όταν ο Σεφέρης μεταφράζει γαλλική ποίηση, αποφεύγει να καταπιαστεί με τους ποιητές που μετέφρασε ο πατέρας του, ενώ αν ο θάνατος της μητέρας του απλώς σημειώνεται ως ημερομηνία στο ημερολόγιό του, εκείνος του πατέρα δεν θα αξιωθεί ούτε μια απλή αναφορά (εκτός από μια επίσκεψη του ποιητή στον τάφο του) – μεταπολεμικά οι σχέσεις τους φθίνουν.
Αναδίφηση σε αρχειακό υλικό μαρτυρά το κείμενο για τον Λευτέρη Αλεξίου, ανάδειξη του ανέκδοτου έργου του Κρητικό χρονικό των πολέμων και των κατοχών, της έμμετρης μετάφρασης του συνόλου των ποιημάτων του Κάτουλλου – πρόκειται για την πρώτη στη νεοελληνική γλώσσα, αλλά και δειγματολειπτική διερεύνηση της ανθολογικής τύχης των ποιημάτων του ίδιου του Αλεξίου. Ο Δασκαλόπουλος καλύπτει έτσι όσες πλευρές του έργου του Ηρακλειώτη παρέμεναν αφανείς, μετά την έκδοση του τόμου που είχε επιμεληθεί για εκείνον.
Δεν είναι επίσης λίγες οι αναφορές στον Μαλακάση στο Έξι και μία νύχτες στην Ακρόπολη, ενώ και το όνομα Μπίλιω που απαντά και στην Στροφή και στο Τετράδιο γυμνασμάτων φαίνεται να αντιπροσωπεύει και για τους δύο έναν ανολοκλήρωτο, ατυχή έρωτα.
Μια δοκιμή ιχνηλασίας της εκ πρώτης όψεως απροσδόκητης σχέσης Σεφέρη-Μαλακάση αποτελεί το επόμενο κείμενο, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναζήτησης των πιθανών επαφών του Σεφέρη με την μεταπαλαμική παραδοσιακή ποίηση που απασχολεί τον Δασκαλόπουλο. Παρότι πρόκειται για ποιητές τελείως διαφορετικού προσανατολισμού, διαπιστώνονται κάποιες συνάφειες, όπως οφειλές αμφοτέρων στη λαογραφική παράδοση και τους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού, η σκιά της γαλλικής ποιητικής παραγωγής, αλλά και μια κοινή αγάπη ιδιαίτερα για τον Ζαν Μορεάς, «ένα από τα πρώτα ποιητικά ινδάλματα του Σεφέρη». Δεν είναι επίσης λίγες οι αναφορές στον Μαλακάση στο Έξι και μία νύχτες στην Ακρόπολη, ενώ και το όνομα Μπίλιω που απαντά και στην Στροφή και στο Τετράδιο γυμνασμάτων φαίνεται να αντιπροσωπεύει και για τους δύο έναν ανολοκλήρωτο, ατυχή έρωτα.
Σεφέρης και Πάτρικ Λη Φέρμορ
Σε σεφερικά χωρικά ύδατα παραμένουμε και με το ακόλουθο κείμενο, που αφορά στη φιλία του νομπελίστα ποιητή με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ τη φορά αυτή. Ο φλογερός κι ακόρεστος για οτιδήποτε συνδέεται πολιτισμικά με την Ελλάδα «Paddy», ο μανιώδης αναγνώστης της ελληνικής ποίησης, δεν θα μπορούσε παρά να βρει στον Σεφέρη έναν μοναδικό συνομιλητή και ανυστερόβουλο φίλο. Μια σχέση θαρρείς βγαλμένη από λογοτεχνικό ρομάντσο, την οποία δεν θα καταφέρει να σκιάσει το Κυπριακό, και θα διατηρήσει ισόβια την ομορφιά της.
Ένα ενδιαφέρον ζήτημα, τον «Γκάτσο πριν τον Γκάτσο» διερευνά το επόμενο κείμενο, τουτέστιν ποια η πρότερη της Αμοργού παραγωγή του ποιητή. Η αναδίφηση σε περιοδικά μαρτυρά ότι ξεκίνησε από την πεζογραφία και πέρασε στην παραδοσιακή ποίηση. Σε αυτήν διαπιστώνεται ένα «κλίμα χωρισμού και πένθους», το οποίο από μορφικής πλευράς διακρίνεται από μια «στιχουργική ανησυχία» (ποικιλία μέτρων, απροσδόκητες ομοιοκαταληξίες κλπ). Στο μεταξύ, και χωρίς να έχει ακόμα επιδείξει εκτεταμένο έργο, καθίσταται ισότιμος φίλος όλων των μεγάλων δημιουργών στις καλλιτεχνικές παρέες, αλλά και ο «καλύτερος άτυπος κριτικός που πέρασε ποτέ από τους κύκλους της ελληνικής κριτικής», σύμφωνα με τον Έντμουντ Κίλι. Αυτό το δημόσιο προφίλ του ανθρώπου που θα παραμείνει και στη συνέχεια θεληματικά στο ημίφως, συμπληρώνεται στην προ της Αμοργού περίοδο από ανυπόγραφες μεταφράσεις στην Αγγλο-Ελληνική Επιθεώρηση και μόλις τρεις ενυπόγραφες, κειμένων που αφορούν βασικά στον Σεφέρη.
Όπως ακριβώς για τον Συκουτρή η φιλολογία δεν υπήρξε ούτε επάγγελμα ούτε μέσο κοινωνικής ανέλιξης, έτσι και για τον Δετζώρτζη η λογοτεχνία, η πνευματικότητα, «ήταν, επίσης, αίρεσις βίου».
Ο Νάσος Δετζώρτζης, «ένας ευπατρίδης» των ελληνικών γραμμάτων, μαθητής Συκουτρή και μετέπειτα επιμελητής του έργου του Μελέται και άρθρα αλλά και της πολύ καλής ανθολογίας Σ’αγαπώ. Τα ωραιότερα νεοελληνικά ερωτικά ποιήματα (ταυτίστηκε ως επιμελητής της, γιατί ο ίδιος δεν το δήλωνε, από τον Γ.Π. Σαββίδη) άξιος μεταφραστής, μεταξύ άλλων του Μπέκετ, παρουσιάζεται στη συνέχεια. Ο Δασκαλόπουλος είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί μαζί του όταν ετοίμαζε τον τρίτο τόμο των Δοκιμών, οπότε και χρειάστηκε έναν άξιο γαλλομαθή να μεταφράσει ένα από τα κείμενα του ποιητή. Διαπίστωσε τότε, όπως και στη συνέχεια, έναν άνθρωπο άλλης εποχής: «την εποχή της βαθιάς μόρφωσης, της έμφυτης ευγένειας και της εξαντλητικής επιμονής στις λεπτομέρειες». Όπως ακριβώς για τον Συκουτρή η φιλολογία δεν υπήρξε ούτε επάγγελμα ούτε μέσο κοινωνικής ανέλιξης, έτσι και για τον Δετζώρτζη η λογοτεχνία, η πνευματικότητα, «ήταν, επίσης, αίρεσις βίου». Μόλις στα ογδόντα του χρόνια συγκέντρωσε δικά του κείμενα, πρωτότυπα λογοτεχνικά και άλλα, σε μια σειρά τόμων που ο ίδιος παιγνιωδώς ονόμασε Άπαντα τα ελάχιστα ευρισκόμενα.
Με τον Ρόδη Ρούφο και τον Λόρενς Ντάρελ
Μια άλλη αγγλο-ελληνική διασταύρωση διερευνά το κείμενο για τον Ρόδη Ρούφο που ακολουθεί. Πρόκειται για την «άσπονδη φιλία» του με τον Λόρενς Ντάρελ. H σχέση των δύο ανδρών είχε αρχικά θετικό πρόσημο, όταν διασταυρώθηκαν στην Κύπρο – ο Ρούφος υπηρετούσε εκεί ως υποπρόξενος, ο Ντάρελ είχε αναλάβει θέση διευθυντή του γραφείου της Αγγλικής κατοχής, κάτι που είχε αρχίσει να δυσαρεστεί τους Έλληνες φίλους του. Τα πράγματα οξύνθηκαν όταν ο Άγγλος εξέδωσε το μυθιστόρημα Τα πικρολέμονα το 1957, για το οποίο ο Ρούφος μπορεί να εξέφρασε την εκτίμησή του από λογοτεχνικής πλευράς και το βιβλίο να γνώρισε επιτυχία στην Αγγλία, μετέφερε ωστόσο εσφαλμένη εικόνα για τον κυπριακό αγώνα: τον παρουσίαζε σαν ένα ασήμαντο επεισόδιο που προκάλεσαν ορισμένοι θερμοκέφαλοι σε αντίθεση με την πλειονότητα των Κυπρίων που δήθεν προτιμούσε τους Άγγλους από την ένωση με την Ελλάδα. Ο Ρούφος απάντησε λογοτεχνικώ τω τρόπω, συγγράφοντας με τη σειρά του τη Χάλκινη εποχή, που θα κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτόχρονα το 1960 σε Ελλάδα και Αγγλία (αν και εδώ με κάποιες παραλείψεις), αποκαθιστώντας την αιματηρή πραγματικότητα του κυπριακού αγώνα κι επιφέροντας καίριες ρήξεις στον κυρίαρχο αποικιακό λόγο. Ο Δασκαλόπουλος αντιδιαστέλλει την ανακολουθία στη συμπεριφορά του Ντάρελ απέναντι στην Ελλάδα, σε σχέση με τη συνεπή, αταλάντευτη στάση του Ρούφου, ο οποίος θα αναπτύξει και στη συνέχεια έντονη αντιδικτατορική δράση, παραιτούμενος από οφίκια, αλλά και επαναλαμβάνοντας την τακτική που ακολούθησε με τη Χάλκινη εποχή ώστε να ενημερωθεί ορθώς το διεθνές κοινό: θα συγγράψει απευθείας στα Γαλλικά το “Vérité sur la Grèce”, που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά (1972) και στην Αγγλία με τον τίτλο “Inside the Colonels’ Greece”. Κοινός παρονομαστής εξάλλου όσων μελετώνται στα Χωρικά ύδατα δεν είναι μόνο η ποιότητα του έργου αλλά και το ήθος τους.
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1939 και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (ΕΚΠΑ). Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα από το 1962 μέχρι και το 1996.
|
Το κείμενο για τον Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι μία ακόμη κατάθεση για τον Αναγνωστάκη «όπως τον γνώρισα», κι ας ένωνε τους δύο άνδρες μακρά φιλία και εκτίμηση. Είναι περισσότερο η επιβεβαίωση μιας διαπίστωσης που είχε κάνει ο Δασκαλόπουλος και σε πρότερο μελέτημά του ότι πρόκειται για έναν «σεφερικό ποιητή»: δημοσιεύτηκε στο μεταξύ ευχαριστήριο σημείωμα του Αναγνωστάκη στον Σεφέρη όπου ο ίδιος αποκαλεί εαυτόν «βαθιά σεφερικό». Και πάλι ο Δασκαλόπουλος δεν παραλείπει να τονίσει όσους έχουν ήδη επισημάνει συνάφειες μεταξύ των δύο, αλλά και προχωρά στο να τις εξειδικεύσει. Είναι ένας «κοινός τόνος», αλλά και η ύπαρξη μιας αδιαμφισβήτητης σατυρικής φλέβας σε αμφότερους (ο Μανούσος Φάσσης αναφέρεται εξάλλου στο σεφερικό έργο), τα «δίδυμα» καβαφογενή ποιήματα «Πραματευτής από τη Σιδώνα» του ενός, και «Νέοι της Σιδώνος, 1970» του άλλου κ.ά.
Με μια όψη τoυ τεράστιoυ έργου του Γ.Π. Σαββίδη που δεν είχε μελετηθεί επαρκώς, τον επιφυλλιδογράφο, καταπιάνεται ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στη συνέχεια (και όχι με το προφανές που τον συνδέει με κείνον, την δια βίου ενασχόληση με Καβάφη-Σεφέρη). Από πολύ νέος, από τα 22 του κιόλας χρόνια, αρθρογραφεί ο Σαββίδης στον τύπο, έχοντας πάντα κατά νου να συμβάλλει στην ανανέωση της λεγόμενης «φιλολογικής επιφυλλίδας», που και ο ίδιος είχε διδαχθεί από τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γεώργιο Φτέρη. Έδωσε μάλιστα ο ίδιος τις ιδιοτυπίες αυτού του είδους: την ασυνεχή δομή του, την αθρόα παράθεση ξένων κειμένων, τη λεκτική και συντακτική ροπή προς το παρά προσδοκίαν, με στόχο να διεγείρει την κριτική στάση του αναγνώστη (σκέφτεστε και εσείς τον Ροΐδη;).
Από πολύ νέος, από τα 22 του κιόλας χρόνια, αρθρογραφεί ο Σαββίδης στον τύπο, έχοντας πάντα κατά νου να συμβάλλει στην ανανέωση της λεγόμενης «φιλολογικής επιφυλλίδας», που και ο ίδιος είχε διδαχθεί από τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γεώργιο Φτέρη.
Σπαρταριστό υλικό, προϊόν αποδελτίωσης από την πάλαι ποτέ «Στήλη αλληλογραφίας» διαφόρων περιοδικών, περιμένει τον αναγνώστη ως επιδόρπιο στο κλείσιμο του βιβλίου. Πρόκειται ακόμη για σημαντικό κεφάλαιο για μια μελλοντική κοινωνιολογία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μικρό δείγμα-spoiler μόνο εδώ, από τις απαντήσεις στους νεοσσούς των λογοτεχνικών πραγμάτων, που άλλοι καθιερώθηκαν, άλλοι ξεχάστηκαν, κι άλλοι διέπρεψαν σε άλλους χώρους: «Κον Καραν[τώνην]: Φθάνει, μάτια μου, πια! Δεν θα εκδώσομεν εμείς την ποιητική σου συλλογή, όσο καλή και αν είναι. Έχουμε για δημοσίευση τόμον δικό σου ολόκληρο» (Από το Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας).
Μπορεί πολλοί να ανακάλυψαν ή να θυμήθηκαν την απόλαυση της ανάγνωσης –ή της μαγειρικής, κατά τη διάρκεια της καραντίνας–, δεν είναι όμως κρίμα ορισμένα βιβλία σαν και αυτό να μην προσέχτηκαν ίσως τόσο, ακριβώς επειδή έτυχε να δημοσιευτούν το ίδιο διάστημα; Η ευχαρίστηση από ένα τέτοιο χορταστικό και γκουρμέ αναγνωστικό γεύμα σαν κι αυτό θα ήταν μια απώλεια. Όταν μάλιστα πρόκειται για ένα από εκείνα τα βιβλία που διαθέτουν το μοναδικό προσόν να μπορούν να διαβαστούν εξίσου από τον ειδικό και τον μέσο αναγνώστη.
* Η ΣΟΦΙΑ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ είναι Λέκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Inter-Esse – Θέματα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη νεοελληνική λογοτεχνία» (εκδ. Gutenberg).
Χωρικά ύδατα
Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας
Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Μελάνι 2020
Σελ. 192, τιμή εκδότη €14,00