
Για την ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου «Tempo perso» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς
Tempo perso επιγράφεται η δέκατη ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου (εκδ. Σαιξπηρικόν), με τον χρόνο να αποκτά των πρωταγωνιστικό ρόλο και το δίλημμα να μην είναι άλλο από τη θετική ή αρνητική αποτίμησή του. Πρόκειται, άραγε, πράγματι για χαμένο χρόνο ή μήπως ο χρόνος που πέρασε είναι ολότελα κερδισμένος και η σοδειά του πλούσια; Διαβάζοντας τα ποιήματα της Κούλας Αδαλόγλου εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα μπαγκάζια της μνήμης είναι γεμάτα από εικόνες και στιγμές που τροφοδοτούν την ποίησή της. Ο πρώτος αγώνας, λοιπόν, έχει ab initio κερδηθεί. Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση πολυδιάστατη, συχνά αυτοαναφορική και βιωματική, ώριμη και τρυφερή.
Η Κούλα Αδαλόγλου στο νέο της βιβλίο περπατά τον χρόνο αντίστροφα και στέκεται με προσοχή και φροντίδα δίπλα στα μικρά και συνάμα μεγάλα θραύσματα που κάνουν τη ζωή ιδιαίτερη και απολαυστική. Στην ποίησή της ορίζεται η επίπονη πορεία προς την αστείρευτη και εναργή πηγή, όπου το φως διαθλάται όπως και οι χρωματισμοί του λόγου της. Αυτή η πορεία για την Κούλα Αδαλόγλου διέρχεται μέσα από λέξεις ξόβεργες (σ. 10) που επιδιώκουν να αιχμαλωτίσουν άλλες λέξεις, αυτές του αγαπημένου προσώπου. Το καμάκωμα συνήθως αποτυγχάνει και ως αντιστάθμισμα προκύπτει το ποίημα που βολεύει κάπως και αυτήν την ήττα.
Συχνά, η ποιητική φωνή είναι λυπημένη, μελαγχολική και τα χρώματα αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεσή της, όπως στο ποίημα «Μοβ ίρις» (σ. 11), όπου κυριαρχεί το πένθιμο μοβ και το γκρι της στέρησης. Άλλοτε, η φωνή πασχίζει να αρθρώσει λέξεις, να μιλήσει και να ονοματίσει αυτό που ποθεί. Δεν το κατορθώνει. Άλλη μια μικρή ήττα που δυναμιτίζει το ποίημα. Ωστόσο, η ποιήτρια ακολουθεί το φως, όσο αχνό κι αν είναι, γιατί επιζητεί και μοχθεί για μια εσωτερική λύτρωση, ενσωματωμένη στην ποιητική τέχνη.
ΜΙΑ ΚΕΡΙΝΗ ΦΙΓΟΥΡΑ
Ένα μήνα τώρα σε μπλακ άουτ.
Παντού λιωμένα κεριά που πήζουν
τη μέρα ομίχλη και υγρασία
τα ξύλα υγρά δεν δίνουν φλόγα.
Όλα αιωρούνται σε μια άρρωστη αναμονή
σε μια τρύπια ελπίδα η ψυχή μουλιάζει.
Κι αυτή μια κέρινη φιγούρα
ψάχνει τη λέξη που θα δώσει φως
λιώνοντας σταδιακά
στην κάθε αποτυχημένη της προσπάθεια.
Το τρίτο πρόσωπο, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να μας μπερδεύει. Απλώς εναλλάσσεται με το πρώτο καταδεικνύοντας έμμεσα την αυτοαναφορική πρόθεση. Το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τον εαυτό του και η ποιήτρια για την ίδια την ποίησή της. Η αναμονή ή η προσμονή, όπως αναφέρεται αλλού, νομοτελειακά γεννά την ελπίδα‧ αποτελεί έναν μηχανισμό που μας κρατά ζωντανούς και αποκτά νόημα με λέξεις ταιριαστές, που δύσκολα εξημερώνονται και ξεστομίζονται, όπως στο ποίημα «Το λάθος» (σ. 27). Στην ίδια γραμμή και σε πρώτο πρόσωπο περιλαμβάνονται στο βιβλίο ποιήματα που εξυφαίνουν τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Ξύλινος ήχος» (σ. 44).
Σιωπή και σκόνη
Σ’ αυτήν την προσπάθεια της ποιήτριας να ξεδιαλύνει στην ομίχλη του χρόνου όσα πολύτιμα απομένουν, καίριο ρόλο διαδραματίζουν η σιωπή και η σκόνη. Από τη μια η σιωπή τής επιτρέπει να αφουγκραστεί, να συλλογιστεί, ίσως και να παγιδευτεί εκούσια σε σκέψεις τρομακτικές, και από την άλλη η σκόνη κατακάθεται στο πέρασμα του χρόνου και δημιουργεί ίχνη, τα οποία προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει. Αναπότρεπτα τα ίχνη αυτά συμπαρασύρουν τη νοσταλγία για τη νιότη και για γλυκές θύμησες που επιστρέφουν και παλεύουν να μεταμορφωθούν σε λέξεις, με τις τελευταίες να αντιμάχονται πολλές φορές την ευάλωτη ποιητική φωνή και να επαναστατούν.
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Ήμουν καλή εργοδότρια.
Ποτέ δεν έβαζα τις φωνές
όταν συνωστίζονταν άτονες
όταν αυθαδιάζαν και άλλαζαν το νόημα
όταν δεν βοηθούσαν να γίνει η σκέψη λόγος.
Ικέτευα γονυπετής τις μέρες της σιωπής
τις μέρες που λιάζονταν ακαμάτρες.
Χάριζα λουλούδια
έταζα ώρες χαράς.
Τι τις οδήγησε σ’ αυτή τη στάση δεν γνωρίζω.
Διαδήλωσαν άγρια,
μου πετούσαν άχρηστα νοήματα στο πρόσωπο.
Έφυγαν, τέλος,
κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω τους.
Έξω υποτίθεται πως είχε πανσέληνο
πως ήταν καλοκαίρι, υποτίθεται.
Σ’ αυτό το υπόγειο
μόνο καλώδια φυτρώνουν.
Εντούτοις, με νηφαλιότητα και ψυχραιμία η ποιητική φωνή επιχειρεί να ερμηνεύσει τη θλίψη που της γεννούν τόσο η μνήμη όσο και η ίδια η ποίηση. Οδηγείται σε πνιγηρές διαπιστώσεις από τις οποίες όμως ξεφεύγει χάρη στην αναγωγή τους σε έναν ευρύτερο υπαρξιακό στοχασμό που της μαθαίνει να ξεκρίνει την ήρα από το στάρι, την αλήθεια από τη φενάκη, οδηγώντας την πολλές φορές σε πικρές αλλά αφοπλιστικά ειλικρινείς διαπιστώσεις: «Εκεί που πάει να πιάσει κρούστα η πληγή,/ σπάζει και τρέχει πάλι το αίμα.» (σ. 37). Ακόμα, η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη μεταφορική γλώσσα με μαεστρία απαλύνοντας την τραχύτητα συναισθηματικών καταστάσεων, όπως η μοναξιά, ντύνοντάς τες και με παραμυθητικά-μαγικά εκφραστικά μέσα, όπως στο ποίημα «Ιστορία μιας βραδιάς με ομίχλη» (σ. 23) ή φορτίζοντας συναισθηματικά τον λόγο, όταν μιλά για την αναζήτηση της χαμένης τρυφερότητας -παραλλάσσοντας τον Προυστ-, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Τιτίβιζαν για τρυφερότητα» (σ. 31).
Το αδιάκοπο νυχτέρι του χρόνου
Η ποιήτρια εγγίζει το ξεθώριασμα του χρόνου με ευαισθησία και κατανόηση, για να επουλώσει πληγές και να αντέξει τον πόνο. Βουρτσίζει εμμονικά τον χρόνο βλέποντας να κατρακυλούν απ’ τους ώμους της τα τεκμήριά του («Εμμονή», σ. 38). Άλλοτε πάλι εισδύει σε μοντέρνες ή και μεταφυσικές ατραπούς, προκειμένου να ερμηνεύει στο αδιάκοπο νυχτέρι του χρόνου («Θέμα ερμηνείας», σ. 39).
Η ίδια όμως επιμένει να ανακαλεί ρομαντικά στη μνήμη της τόπους, ακούσματα, μελωδίες, μυρωδιές.
Όταν μιλά για τον έρωτα συνηγορεί αδύναμα με το αγαπημένο πρόσωπο ούσα δέσμιά του («Επιρρεπής στις ψευδαισθήσεις», σ. 22) κι όταν τον αποτιμά, όταν πλέον εκείνος έχει περάσει στη σφαίρα του παρελθόντος, ξεδιαλύνει το μερτικό του καθενός σε αυτό που δεν άντεξε στον χρόνο («Μετρήσεις», σ. 25), σχολιάζοντας, παράλληλα, τις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις που εδράζονται σε μια κωδικοποιημένη, αποσπασματική και αβαθή επικοινωνία («Φθόγγοι οδοντικοί», σ. 29) με τους ίδιους να μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε μια γυάλα, ξεκομμένοι και θωρακισμένοι απέναντι στο «εμείς» («Πλεξιγκλάς», σ. 30). Η ίδια όμως επιμένει να ανακαλεί ρομαντικά στη μνήμη της τόπους, ακούσματα, μελωδίες, μυρωδιές. Ακόμα και αντικείμενα που φορτίζονται συναισθηματικά και λειτουργούν ως τεκμήρια τού άλλοτε και τού νυν, όπως στο ποίημα «Οι μπλούζες» (σ. 48), που παρατίθεται αυτούσιο.
ΟΙ ΜΠΛΟΥΖΕΣ
Ακούγαμε τον Άγιο Φεβρουάριο.
Φορούσα τη ροζ μοχέρ μπλούζα μου.
1972. Φοιτητές. Το διαμέρισμά σου στην Ιασωνίδου.
Με έρωτα και μουσική πέρασε η ώρα.
Πετάχτηκα να φύγω.
Χτύπησε το θυροτηλέφωνο.
Πιάσανε τον κολλητό μας,
έφερε τα νέα ο συγκάτοικος.
Κι ο έτερος συγκάτοικος ξαπλωμένος στο πλατύσκαλο,
τύφλα, από την έγνοια για τον φίλο,
να πάμε να βοηθήσουμε ν’ ανέβει.
Φορώ μια μπλούζα άθλια με κουμπιά
ανοίγει βολικά για εξετάσεις.
Έχω παρενέργειες αγνώστου προελεύσεως.
Τα πόδια μου συνομιλούν με τ’ άγρια ζώα.
Τα χέρια μου φιλοξενούν δεντρογαλιές.
Και στο κεφάλι μου γερμένος ένας σκούφος
με επιμέλεια κρύβει ιστορίες και πρόσωπα,
να τα αλλάζω κάθε μέρα
να ξεγελιέστε πως είμαι παρούσα.
Αγαπημένες συνήθειες εν γένει που τις αναπολεί με κάποια νοσταλγία («Tanqueray μηδέν τοις εκατό», σ. 40) και αντιμάχεται την περιχαράκωση μιας αυστηρής λογικής που επιβάλλει ο νους («Το σύνορο», σ. 42).
Η ποιήτρια συναρμόζει τις στιγμές της σιωπής με τις στιγμές της δημιουργίας οικοδομώντας το τρίπτυχο: σιωπή-χρόνος-ποίημα. Ο χρόνος τεχνηέντως τίθεται στη μέση ως ενοποιητικός αλλά και καταλυτικός παράγοντας που άλλοτε δομεί και άλλοτε γκρεμίζει τα δύο άκρα. Η εύθρυπτη, ως αναφέρεται, σιωπή προσφέρει τον χώρο και τον χρόνο, οπότε θα ανθίσει το ποίημα.
Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Η σιωπή είναι σαλιγκάρι κλεισμένο ερμητικά στο κέλυφος,
κεραίες ποδαράκια μέσα.
Περιμένει έναν ήχο.
Τις νύχτες τα υγρά του φωσφορίζουν το στίγμα του.
Κατά διαστήματα οι κεραίες προσπαθούν να εντοπίσουν πράσινο φως.
Στο μεταξύ περνά ο χρόνος.
Το κέλυφος τρίβεται, σχεδόν διάφανο.
Μόνη της θα σπάσει η σιωπή σε θρύψαλα
μικροί λυγμοί θα κραυγάζουν
την ώρα που το ποίημα θα περιμένει, απατημένο,
τη δήθεν κατάλληλη στιγμή
για μια ανάγνωση.
Είναι και σε αυτήν την περίπτωση εξαιρετικά ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια αξιοποιεί τις δυνατότητες του μεταφορικού λόγου σχολιάζοντάς τες παράλληλα στο ποίημα «Οι μεταφορές» (σ. 33). Ο συνυποδηλωτικός λόγος μπορεί να σώζει, να θεραπεύει ή να πληγώνει την ποιητική φωνή στην προσπάθειά της να ισορροπήσει ανάμεσα στη διφορούμενη πραγματικότητα και την ηδονική αυταπάτη, που κρύβει επιμελώς τα χνάρια της φθοράς («Η ζαχαρένια φενάκη Ι.», σ. 34). Προς τούτο το ποιητικό υποκείμενο προβαίνει σταθερά σε μια αποδόμηση των λέξεων, της γλώσσας, των πραγμάτων, των σκέψεων, τεμαχίζοντάς τα σε μικρότερα μεγέθη, ώστε να διευκολύνεται η προσπέλαση και η συνύπαρξη μαζί τους («Η ζαχαρένια φενάκη ΙΙ.», σ. 35).
Η κοινωνική θέαση των πραγμάτων γίνεται με τρόπο υπαινικτικό, κεκαλυμμένο με την αχλή του χρόνου, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Πηγμένες εκπνοές σε σβώλους» (σ. 36). Καθώς ο χρόνος περνά, γίνεται όλο και πιο φανερή η πνιγηρή συνθήκη εργασίας ενός ανθρώπου του μόχθου, ενός εργάτη. Ή στο ποίημα «Φλεβόκομβος» (σ. 45), όπου ο λόγος αφορά στα παιδιά της Γάζας, υποδηλώνοντας την ανθρωπιστική ευαισθησία της ποιήτριας.
Και ο χρόνος που μεσολάβησε; Είναι, άραγε, χαμένος ή κατακτημένος;
Η Κούλα Αδαλόγλου συντάσσεται στο πλευρό αυτών των λίγων που ακόμη επιμένουν («Dark», σ. 49) και συνδιαλέγεται συνειδητά με την πικρή μνήμη («Πρόγευση» (σ. 52). Άφησα για το τέλος το διμερές ομώνυμο ποίημα (σ. 46-47) με την πρόθεση να επιστρέψω στην αρχή αυτής της σύντομης παρουσίασης. Οι στιγμές έχουν πια ξεμακρύνει πολύ, αλλά τα απομεινάρια του παρελθόντος χρόνου είναι διαρκώς παρόντα και δημιουργούν μια αντίφαση: πόσο διαφέρουν, άραγε, τα «θέλω» και οι επιλογές του άλλοτε με τις ανάγκες του τώρα. Και ο χρόνος που μεσολάβησε; Είναι, άραγε, χαμένος ή κατακτημένος; Η ποιητική φωνή πώς προσδιορίζει τη θέση της στον άξονα του χρόνου; Προπορεύεται ή τον ακολουθεί; Και η ποίηση πού βρίσκεται όλον αυτόν τον καιρό; Μήπως είναι εκείνη που μαθαίνει στην ποιητική φωνή τα βήματα για τον χορό του μέλλοντος χρόνου; Μήπως είναι εκείνη που διαφυλάσσει την κεκτημένη γνώση και αποκρυπτογραφεί τα αίτια του πόνου; Μήπως είναι εκείνη που ξεδιαλύνει τις φωτεινές στιγμές στον χρόνο και επιφέρει την κάθαρση;
[…] σφοδρή η ανηφόρα του τόπου και της μνήμης,
φτάνεις αγκομαχώντας, Tempo perso,
διάπλατα οι πόρτες ανοιχτές
πρόσωπα από ήλιο και από βροχή κι ομίχλη
κλείνεις την ομπρέλα σου
και τρυπώνεις στον χρόνο.
*Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ είναι φιλόλογος και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Υπό καθεστώς ομηρίας» (εκδ. Μετρονόμος, 2025).
Δυο λόγια για την ποιήτρια
Η Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε Μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Διδακτορικό Δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Κύκλου Ποιητών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιρλανδικά, ιταλικά, γερμανικά και αλβανικά. Εξέδωσε εννιά ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων, καθώς και έναν τόμο με κριτικά της σημειώματα για 49 λογοτέχνες. Η συλλογή Tempo perso είναι το δέκατο ποιητικό έργο της.