
Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Γουλιάμου «Το μάτι της λέξης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από την «πράσινη γραμμή», στη Λευκωσία.
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Απομονώνω ό,τι συγκρατώ διαδοχικά από την πρώτη ανάγνωση του έβδομου κατά σειρά ποιητικού βιβλίου του Κώστα Γουλιάμου (Καλαμάτα 1955-): α) επιτυχώς διαρθρωμένες νεωτερικές ελεγείες για τις χαμένες ευκαιρίες της ανάδειξης ενός όντως έγκριτου πολιτισμού διαρκούς Δικαίου, β) συγκινησιακά αυτοελεγχόμενα προσκλητήρια επωνύμων ηρώων αλλά και ανωνύμων θυμάτων πολέμων, εμφυλίων και μη, γ) την ενδελεχή ποιητική αρτίωση, δ) τον καθόλα εμφανή ανθρωποκεντρικό τόνο, ε) τη συνειδητά καλοδουλεμένη ακριβολογία των πορισμάτων από την έως τώρα διαδρομή ενός συνειδητά αναστοχαστικού ταξιδιού στη θάλασσα των ανθρωπίνων, στ) την καταγγελτική προσήλωση στην καταδίκη της κανιβαλιστικης, ασίγαστης πλουτοκρατίας, ζ) τη σύμμετρη διάχυση του πραγματικού στον ποιητικό ιστό, ακυρώνοντας στην πράξη έναν εξορισμού περιττό ρεαλιστικό υπερπληθωρισμό, η) τον επαρκώς συμπυκνωμένο στίχο που έχει ως εκ των προτέρων αποκλείσει την άσκοπη κρυπτικότητα, θ) την έμπειρη εικονολατρία, πάγιο υφολογικό γνώρισμα άλλωστε των εκφάνσεων του ποιητή, ι) τη συχνή πυκνή παρεμβολή μυθολογικών αρχετύπων, προωθώντας έτσι τη στιχική διαχρονικότητα, ια) την ακραιφνώς πολιτική απόκλιση της γραφής, η οποία προσδίδει ασφαλώς τον ικανο και αναγκαίο ηθικό τόνο και ιβ) το όντως ευρύτατο σημασιολογικό πεδίο αναφορών και διακειμενικών συναντιλήψεων, όπου συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων, ο Χριστός, ο Βάκχος, ο Καρδινάλιος Rolin, ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ο περιώνυμος μάντης Κάλχας, ο Ραδάμανθυς, η Αγαύη, ο Ευαγόρας (Παλληκαρίδης), η αμείλικτη Σφίγγα, ο (τυφλός) Νικηταράς, η Φαίδρα, ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη του, ο μάλλον απαραίτητος Διονύσιος Σολωμός κι ένας σχεδόν αλλοπαρμένος, ο ρητά «παθιασμένος» Vladimir Ilyich Ulyanov.
Ο προ πολλού δόκιμος εν λόγω δημιουργός ουσιαστικού λόγου αναφέρεται συστηματικά και στην παραισθητική δράση του φωτός, το οποίο παρά την εγγενή υπερβατική φύση του λειτουργεί στην προκειμένη περίπτωση κυρίως ως υπέροχη μέθοδος εξορκισμού της φθοράς, ως απροσμάχητο αντίδοτο (της ιδέας) του θανάτου. Η δε ειδικότερη αποτίμηση της ματαιότητας εν τέλει του κόσμου, την οποία ανέδειξε τόσο χαρακτηριστικά ο αδέκαστος εκείνος βιβλικός Εκκλησιαστής, δεν παύει να υπεισέρχεται αντιστοίχως κι αυτή στη ρηματική αποτύπωση. Ο λόγος κινείται κατά συνέπεια ως να ήταν ένα άοκνο εκκρεμές μεταξύ των δύο, σαφώς αντιθετικών αυτών πόλων. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το εξής εύρυθμο τμήμα δηλώσεων πάθους:
«Φως μέσα σε τόσα σώματα / Π' αγάπησαν οι όμορφες κόρες / Στις φυλλωσιές της Φαιστού/ Πριν ο Ραδάμανθυς χαράξει στο δίσκο/ Του λευκού χιονιού τ' αλφάβητο/ Πριν πέσει το Φ της Φοινίκης / Φως θυσανόμορφο νέφος / Στις στέγες της φλεγόμενης Θήβας/ Σαν άνοιξε το σεντούκι η Αγαύη/ Με τεχνικές του πόθου / Και έλαμψε μέσα σε τόσους φόνους / Το μαύρο χαλίκι του Κάδμου» (βλ. «Η Λάμψη των Οστών»).
Σημαίνουσα θέση, στη μέση σχεδόν του βιβλίου, αποδίδεται ευλόγως στην τραγωδία της Κύπρου. Σε μια εποχή όπου η Τουρκία ως γνωστόν, εκλαμβάνεται ασυστόλως ως «σημαντικός παγκόσμιος και περιφερειακός παράγοντας» από πρωτοκλασάτους θεσμικούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται η λεκτική ρώμη του Ματιού της λέξης να υπενθυμίσει κατά τρόπο πρόσφορο και αποφασιστικό το διηνεκές χρέος μας σε ό, τι αφορά στην άμεση κι άλλο τόσο εφικτή λύση του μείζονος δράματος. Διακρίνω τα εξής εύστοχα, μεταξύ των πολλών: «Πατρίδα του Πενταδάχτυλου/ Με την ωχρή φωτιά του άλλου κόσμου/ Σ’ έναν τόπο που σταυρώνουν/ Με σύνεργα συναλλαγής/ και σίδερα θανάτου (...) Φωνάζουν οι νεκροί στα όνειρα/ Τόσα όνειρα χωρίς πατρίδα/ Τόσες λέξεις χωρίς όνειρο/ Ξεράθηκαν σαν αίμα/ Και όσοι δε βλέπουν, μήτε ακούν/ Γερνούν και σκοτεινιάζουν». Αντιπαραβάλλω για ευνόητους λόγους τους εξής συναφείς αφορισμούς από μια προηγούμενη συλλογή του ίδιου, η οποία τιτλοφορείται Η ομιλία της νύχτας (εκδόσεις Gutenberg, 2017): «Δεν είναι η εύκολη σιωπή του βιασμού/ μήτε η κατοχή στην ανέσπερη σελήνη της Κύπρου [...] Η Αλήθεια δεν είναι λέξη/ αλλά νυχτερινή έφοδος των απόντων/ Η ελευθερία δεν είναι λέξη/ αλλά το μεγάλο βυζί της αγρύπνιας».
Παρατηρώ ότι σε όλη την έκταση του παρόντος έργου, το οποίο απαρτίζεται από τρεις ενότητες, αναδεικνύεται εμμέσως πλην σαφώς η σημασία του ολοκληρωμένου από κάθε άποψη αισθητικού διαβήματος. Η υπέρτατη χρήση της γλώσσας, όπως εμπεδώνεται στη λυσιτελή ποιητική πράξη, υπογραμμίζεται ήδη από την ιδιαίτερα ενδεικτική προμετωπίδα της συλλογής. Ήτοι: «Όσα αγγίζουν οι λέξεις / γίνονται αίμα / στη ρίζα των νεκρών». Η παρατεταμένη, η άδολη ψευδαίσθηση του υλικού φορτίου της ζωής δεν φαίνεται να κατατρύχει το Μάτι της λέξης. Τα ποιήματα υφίστανται εδώ ως μάρτυρες ενός παραγωγικού, ενός καθόλα νευραλγικού υπερ-λόγου. Είναι αυτός που παρέχει το έναυσμα της ροής των πραγμάτων επιτέλους προς το Αγαθό. Έτσι αντιλαμβάνομαι τις αιτιώδεις συνάφειες και την όλη συγκρότηση του συγκεκριμένου, επαρκώς συγκερασμένου ρηματικού εγχειρήματος του Κώστα Γουλιάμου, όπως προβάλλεται διεξοδικά στο παρόν σύνθεμά του.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Φως των προσφύγων
Όπως ταξιδεύουν χρόνια με τα ίδια μάτια
Το ίδιο βασανισμένο πουκάμισο
Το ίδιο ψωμί που γεύτηκαν κάτω από λιοκαμένα κυπαρίσσια
Περπατώντας από ουρανό σε ουρανό
Ώσπου να βρουν φεγγάρι να κρυφτούν
Μην τους προδώσει η Παρθένα των Βράχων
Και γίνουν Μαύροι Πίνακες
Στης μνήμης τ’ απαγχονισμένα δέντρα
Φως μυρωδιά της μνήμης μετά από βροχή
Όπως ακούς τα νερά των προσφύγων στη μεγάλη έξοδο
Σαν ξεψυχούν στ’ ανάμεσά τους σύνορα
Ζωγραφίζοντας το ελάχιστο του φόβου
Με το χέρι του άρρωστου Βάκχου
Και της μοιχαλίδας τ’ όμμα
Μόλις αντίκρισε τον Χριστό
Στο νυχτωμένο Uffizi
Σαν άναβαν το φεγγάρι
Χαρτοκλέφτες και φτωχοί
Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο Κώστας Γουλιάμος -από τους εκπροσώπους της λεγόμενης ποιητικής «γενιάς του ’70» και κάτοχος σημαντικών διεθνών βραβείων- γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1955. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ελλάδα και επικοινωνία και πολιτισμό στον Καναδά, όπου εργάστηκε ως ερευνητής και πανεπιστημιακός. Από το 2000 ζει κι εργάζεται ως Καθηγητής στην Κύπρο. Διετέλεσε για δύο θητείες εκλεγμένος Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου (2014-2021).
Το 2018 εκλέχτηκε Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης. Επίσης, το 2021 εκλέχτηκε Διακεκριμένο Μέλος (Fellow) του Royal Society of Arts στο Λονδίνο και, την ίδια χρονιά, μέλος του Europeana Network Association (ENA) στην Ολλανδία.
Κορυφαίοι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού έχουν κυκλοφορήσει θεωρητικά του βιβλία, ενώ στις εκδόσεις του συμπεριλαμβάνεται μεγάλος αριθμός δοκιμίων, κεφαλαίων και άρθρων. Το έργο του έχει μεταφραστεί στα κινεζικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ολλανδικά κ.ά. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά ποίηση των William Faulkner, Octavio Paz, Robert Kroetsch, καθώς και Κινέζων ποιητών.
Από το 1976 έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές. Μία εξ αυτών, τα Νευρασθενικά Τοπία, επέλεξε για έκδοση και οπτικοακουστική παρουσίαση ο Μάνος Χατζιδάκις στο «Μουσικό Αύγουστο» το 1981. Ο Χατζιδάκις έλαβε τη συγκατάθεση του Nicola Piovani για να γίνει χρήση της μουσικής του στην παρουσίαση που σκηνοθέτησε η Άννα Κεσίσογλου. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ως διευθυντής του Β΄ Προγράμματος της Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, του ανέθεσε (1982-3) μια σειρά πολιτιστικών εκπομπών υπό τον τίτλο «Μεγεθύνσεις».
Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη συνέγραψε το δοκίμιο Στη Διαλεκτική της Αρμονίας (2018). Το 2018 εκπροσώπησε την Κύπρο στην πολιτιστική πρωτεύουσα Leeuwarden της Ολλανδίας, αλλά και στον ευρωπαϊκό θεσμό «European Literature Night», στο Άμστερνταμ. Έλαβε το Βραβείο Ποίησης «Jean Moreas» για τη συλλογή του Υγρό Γυαλί (2020, εκδ. Gutenberg).