Για την ποιητική συλλογή «Νάρκισσος Αντινάρκισσος – Δίφωνο ποίημα» (εκδ. Το Ροδακιό). Κεντρική εικόνα: «Νάρκισσος», του Καραβάτζιο (1599, λεπτομέρεια)
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Πρόκειται για την εμπεριστατωμένη δοκιμή αποκατάστασης ενός ονόματος. Ενός ήθους. Ενός άδικου αφορισμού-χλευασμού. Η κειμενική ευελιξία της υφολογικά προ πολλού επαρκούς Σοφίας Διονυσοπούλου (Κάϊρο, 1966) υποστηρίζει ενδελεχώς εδώ την άλλη εκδοχή των ποιοτήτων μιας ιδιαίτερα στιγματισμένης ύπαρξης. Νάρκισσος το όνομά της και ό,τι αυτό διαχρονικά επισημαίνει. Ο ποιητικός λόγος προσφέρεται να αναποδογυρίσει μια και καλή –και μάλιστα κατά τρόπο απολύτως πειστικό– ό,τι έχει ανεγείρει το σύμβολο Νάρκισσος. Μέσα, οίκοθεν νοείται, από τη συστηματική, οδυνηρή και κατεξοχήν τραυματική αξιοποίηση του γνωστότατου μύθου. Ό,τι, κοντολογίς, εμμανώς τον έχει περιβάλλει – περιορίσει. Εξ ου και οι συναφείς, εισαγωγικές εκφάνσεις του εν λόγω στιχικού εγχειρήματος, τις οποίες παραθέτω αυτούσιες για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
«’Εγώ, ὁ Νάρκισσος / Ποὺ οἱ συκοφάντες μ’ ἔστειλαν στὸ βοῦρκο / Θέλω νὰ πέσω στὸ νερὸ καὶ νὰ πεθάνω / Δὲν εἶμαι ἀστέρι Ἄνθρωπος εἶμαι / Δὲν εἶμαι σῶμα Ἄνθρωπος εἶμαι / Εἰκόνα δὲν εἶμαι Εἰκόνισμα δὲν/ Ἀφῆστε με κάτω / Δὲν ἀντέχω τὰ βλέμματα / Δὲν ἀντέχω τὶς γλῶσσες σας / Μιλᾶτε μιλᾶτε Σκυλολόι, κενὸ ἀνθρωποϐρόχι / Τί μὲ θέλετε τί; / Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι πασαρέλα / ἔλα ἔλα ἔλα ἔλα ἔλα / ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ / ΛΥΤΡΩΜΟΣ / ΟΔΥΡΜΟΣ/ ΓΛΥΚΑΣΜΟΣ /Ξέρετε τί θὰ ποῦν αὐτὲς οἱ λέξεις; / Ξέρω ἐγὼ μὰ ἔγινα καπνὸς».
Δεν προβάλλεται, δηλαδή, μια ακόμη ανάγκη πανίσχυρης απώθησης της επιθυμίας για επιβολή του εαυτού, μας υπενθυμίζει εμμέσως πλην σαφώς η ποιήτρια. Ο εμφανώς θεατρογενής λόγος της παραπέμπει σε μιαν ολική επανεξέταση της συνειδητής αυθαιρεσίας, την οποία υφίσταται ο Νάρκισσος σε συνέχεια του τραγικού εκείνου ατυχήματος. Η πτώση στη λίμνη της λίμπιντο δεν οφείλεται κατά συνέπεια σε αδιέξοδο αυτοθαυμασμό, αλλά σε αιφνίδιο θάνατο. Η αρπαγή από το εγγενές, λιμναίο δαιμονικό στοιχείο συνιστά παραμυθία, διατείνεται ο Νάρκισσος ο Διάφορος ή Αντινάρκισσος, όπως τον έχει ονομάσει η προαναφερόμενη δημιουργός λόγου, στις σελίδες μιας όντως εμπύρετης ετυμηγορίας.
Η όλη υποκειμενική υφή ή άλλως ορμή του «θέλω» αναζητεί την ετερότητα, επειδή ελαύνεται από τον αδιαπραγμάτευτο, τον αρχετυπικό πόθο, για να αυτοπραγματωθεί εδώ και τώρα στην εντέλεια των όρων του οραματικού ευ ζην.
Ο έρωτάς του, όπως ακριβώς ορίζει το έτυμον της λέξης, αφορά σε ένα καθόλα υπαρκτό Εσύ. Δεν υφίσταται, λοιπόν, καμία απολύτως αντίφαση τόσο στην αποτύπωση – αναπαράσταση, όσο και στην ικανοποίηση – γείωση της οριακής Επιθυμίας στο χώμα, στο πεδίο του εξ αντικειμένου πραγματικού. Η όλη υποκειμενική υφή ή άλλως ορμή του «θέλω» αναζητεί την ετερότητα, επειδή ελαύνεται από τον αδιαπραγμάτευτο, τον αρχετυπικό πόθο, για να αυτοπραγματωθεί εδώ και τώρα στην εντέλεια των όρων του οραματικού ευ ζην.
Οι δηλώσεις, οι αλλεπάλληλές διερωτήσεις και οι απαραίτητες, οι αναγκαίες συνδηλώσεις, όπως τις συναντάμε στη μέση του προκείμενου, υποδειγματικά διαρθρωμένου έργου, τονίζουν την εξ ορισμού ακύρωση του όποιου αυτοθαυμασμού, του αδιέξοδου αυτοεγκωμιασμού ή της όποιας (μοιραίας) αυτοϊκανοποίησης. Εννοώ τα εξής ενδεικτικά σημεία της ασίγαστης, της εντατικής αυτής εξομολόγησης:
«Ποῦ; τί; πῶς; / Ποῦ πῆγες ὀμορφιά μου; /Ποιὸ μαῦρο ἀγέρι πῆρε τὴ φωνή σου; /Ὄνειρο ἦταν Ἔφυγε καὶ πάει / Στὰ χόρτα ψάχνω τὰ χνάρια τῶν ποδιῶν σου / Τὶς παιχνιδιάρικες κορδέλες τῶν μαλλιῶν σου / Μὰ τίποτα Δὲν / Κρατάει καλὰ ἡ κατάρα/ Θεοὶ μνησίκακοι ἔλεος δὲ ζητῶ / Δικαιοσύνη μόνο γιὰ τὸν φτωχό σας δοῦλο /Ποιὸ εἶν’ τὸ ἁμάρτημά μου; / Γεννήθηκα ὡραῖος — καί; / Στίφη μὲ κυνηγοῦσαν Ἐγὼ τὰ ἀπωθοῦσα — καί; / Τὰ στίφη ναὶ Μὰ ἐκείνη δὲν / Δὲν πρόλαϐα νὰ τὴν / Δὲν πρόλαϐα νὰ τῆς / Τὰ λόγια μου ἔχασα κι ἐκείνη τὴ λαλιά της / Τῆς τὴν πήρατε σεῖς /Μὲ σκοτώσατε σεῖς / Κι ἀφήσατε αὐτοὺς / Τριγύρω μου νὰ ζουζουνίζουν / ΝΑ ΣΑΛΙΑΡΙΖΟΥΝ / ΝΑ ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΖΟΥΝ / Τα χέρια τους νὰ ἐπιμηκύνουν / Οἱ ἁρπάγες τους νὰ μὲ σουϐλίζουν / ΤΡΩΚΤΙΚΑ / ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΤΡΩΚΤΙΚΑ/ ΑΦΑΙΜΑΞΗ / ΑΦΑΙΜΑΞΗ».
Επειδή η συμβολική επινόηση δεν είναι οικοδομημένη εξ ολοκλήρου, είναι φυσικό, ως εκ των πραγμάτων, να εντοπίζονται πολλά κενά νοήματος. Μέσα ακριβώς από αυτά τα κενά έρχεται να μας μιλήσει και δη τόσο αποκαλυπτικά ο παρών αγωνιστής, ο επαναστατημένος Νάρκισσος. Η ρηματική του πρόνοια σπεύδει να εξασφαλίσει την άμεση αναγέννηση, αν όχι την οριστική σωτηρία του. Εικάζω ότι στη θέση του παραδοσιακού Νάρκισσου, ήτοι του θύματος, η Σοφία Διονυσοπούλου θα πρότεινε την παρουσία ενός όντος, το οποίο ενδεχομένως θα άκουγε στο όνομα Ούτις. Εκτός κι αν έχει κάτι άλλο κατά νουν. Προσώρας προέχει η πλήρης πρόσληψη αυτής της σημαίνουσας, προσωποπαγούς εννοιολογικής της απόκλισης.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Βαλσαμωμένε μου ἔρωτα, ἀγάπη μου πικρὴ / Τί κι ἂν λουλούδι ἐγὼ καὶ πέτρα ἐσύ; / Ὁ ἔρωτας ἀπὸ εἴδη δὲ γνωρίζει / Πατέρα ποταμὲ Μάνα πηγὴ / Μέσα σας πάρτε με ξανὰ / ΝΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΩ ΣΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ / ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΤΕΡΑ / ΝΑ ΑΝΑ-ΓΕΝΝΗΘΩ / ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΠΕΤΑΛΑ / ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΣΕΠΑΛΑ / ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΡΙΖΕΣ ΠΟΥ Ν’ ΑΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ / Δῶστε μου μυρωδιὰ ποὺ ν’ ἀφιονίζει / ΤΟΥΣ ΑΥΛΟΚΟΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ