Για την ποιητική συλλογή της Ιουλίτας Ηλιοπούλου «Γη μήτηρ» (εκδ. Ύψιλον). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του James Abbott McNeill Whistler «Arrangement in Grey and Black: Portrait of the Artist’s Mother» (1881) / Philadelphia Museum of Art.
Γράφει η Paola Maria Minucci
Βρισκόμουν στην Αθήνα, και συναντήθηκα με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου την ίδια μέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο της, αφιερωμένο στη μητέρα της. Ανοίγοντας το βιβλίο, ένιωσα μια βαθιά συγκίνηση από τους πρώτους κιόλας στίχους που διάβασα. Από τότε άρχισα να διαβάζω αυτά τα 28 ποιήματα, σχεδόν μεταφράζοντάς τα.
Γιατί η μετάφραση είναι ο καλύτερος και βαθύτερος τρόπος ανάγνωσης, που εδραιώνει μια διαδικασία σταδιακής συνταύτισης.
Την ίδια αρχική συγκίνηση ένιωθα πάλι σε κάθε ανάγνωση, να μεταδίδεται από ένα λεπτό και συγκρατημένο συναίσθημα που οι στίχοι «μοιράζουν απλόχερα», αποφεύγοντας κάθε ρητορική και συναισθηματισμό.
Να εμπιστευτείς το πένθος σου για μια μεγάλη απώλεια στην ποίηση είναι ένας δύσκολος δρόμος με πολλούς κινδύνους, αλλά όχι για τους αληθινούς ποιητές που έχουν «σταθερή ανάγκη έκφρασης μέσα απ' την γλώσσα», λόγια δανεισμένα από την ίδια την Ηλιοπούλου. Αυτή ακριβώς η ανάγκη γίνεται κίνητρο για να γράψει κανείς, και τότε η γραφή –όπως επισημαίνει εύστοχα ο καθηγητής Αντώνης Κωτίδης– είναι μια άμυνα, ένας τρόπος διάσωσης του αγαπημένου και χαμένου αντικειμένου ή προσώπου από τον πραγματικό θάνατο και τη λήθη.
Έτσι, κάθε γεγονός της ζωής παύει να ανήκει στη βιογραφία του συγγραφέα και αποκτά αξία και μήνυμα συλλογικά. Η προσωπική ιστορία του συγγραφέα εκφράζει τα συναισθήματα αγάπης, θλίψης και πένθους που αντιπροσωπεύουν και τα δικά μας συναισθήματα, τα συναισθήματα του αναγνώστη.
Μια λεπτή συγκίνηση διαφαίνεται αμέσως στις πρώτες λέξεις της συλλογής, και καθρεφτίζεται στη φύση που ταυτίζεται με τη μορφή της μητέρας· το βραδινό φως σβήνει, γύρω κυριαρχεί μόνο σιωπή, μια σιωπή που συνοδεύει την αναπνοή της μητέρας... χωρίς ήχο:
«Φως του εσπερινού
Ένα ανάσασμα άηχο»
Οι στίχοι έχουν μια αργή, μακρόσυρτη μουσική, σχεδόν ένα γλυκό νανούρισμα, της ψυχής που φεύγει. Κάθε λέξη αποκτά βάθος, γίνεται προμήνυμα για όσα θα ακολουθήσουν και αφήνει τον απόηχο μιας βαθύτερης σημασίας:
Ωσάν κλαρί λεπτό
Ευκαλύπτου που γέρασε
Μαμά μου
Όπως λουλούδι που μαραίνεται
Στεναγμός
Ψίθυροι σαν αναστεναγμός που γίνονται λέξεις, ένα βλέμμα που σβήνει και αποξενώνεται όλο και περισσότερο από το σώμα στο οποίο πριν έδινε ζωή, και τώρα το εγκαταλείπει.
Οι λέξεις προσεγγίζουν απαλά αυτά τα βαθιά, κρυμμένα συναισθήματα και απελευθερώνουν μια γλυκιά τρυφερή μουσική που αντηχεί σε κάθε στίχο. Όλα είναι τόσο λεπτά και εύθραυστα που φοβάσαι ότι με μια απλή ματιά θα τα συντρίψεις.
Aπο το σύνολο της συλλογής, καθώς και από όλο το ποιητικό έργο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, ιδίως το πιο πρόσφατο, αναδύονται τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά: η ποιητική ειλικρίνεια και εντιμότητα, η λεπτότητα συναισθήματος και γλώσσας, η μουσικότητα.
Aπο το σύνολο της συλλογής, καθώς και από όλο το ποιητικό έργο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, ιδίως το πιο πρόσφατο, αναδύονται τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά: η ποιητική ειλικρίνεια και εντιμότητα, η λεπτότητα συναισθήματος και γλώσσας, η μουσικότητα.
Όταν μιλάω για ειλικρίνεια, ποιητική ειλικρίνεια, εννοώ ότι τα γλωσσικά μέσα που συναντάμε, όπως επαναλήψεις, συνηχήσεις, μεταθέσεις, γραμματικές και συντακτικές παραβάσεις που συμβάλλουν στη λυρικότητα και τη μουσικότητα των στίχων, δεν είναι τεχνάσματα, αλλά βρίσκουν δικαίωση και λόγο ύπαρξης στην εσωτερική τους αναγκαιότητα και στην αλήθεια του συναισθήματος.
Δεν είναι γλωσσικές υπερδομές, είναι απλώς οι σωστές, φυσικές λέξεις, οι μόνες δυνατές για να εκφράσουν τα κρυμμένα συναισθήματα της ανθρώπινης ψυχής, που αλλιώς είναι ανείπωτα.
Έτσι, το ρεφρέν «μαμά μου», που επανέρχεται επανειλημμένα, εκφράζει κάθε φορά ένα κρεσέντο συναισθημάτων σε στίχους είτε φόβου και προαίσθησης, σχεδόν μια έκκληση μπροστά στο αναπόφευκτο: Όχι, όχι ακόμα, είτε κραυγής και σπαραγμού: Ξέφτια ξέφτια ξέφτια ψυχής /Μαμά μου, είτε αγάπης και υποστήριξης: Μία Παναγία χάρτινη, κλαμένη /Να επιβλέπει / Τη μετοικεσία. Μαμά μου. Άλλοτε πάλι είναι η επίκληση και η κραυγή για βοήθεια κάποιου που ξαναέγινε παιδί και διεκδικεί τρυφερά μητρικά χάδια:
Χάδια
Χάδια μόνο να φέρεις
Σ'ένα κεφάλι πάλι παιδικό
Που σε ζητάει
Μαμά μου. Χάδια!
Αλλού οι στίχοι σηματοδοτούν τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας:
Ξυπνώ
Είναι αλήθεια. Μαμά μου...
Μέχρι τον τελευταίο αποχαιρετισμό:
Μες στο χιόνι του ουρανού
Έφυγε.
Αντίο
Αντίο, μαμά μου.
Τώρα δίνουν ζωή στην εικόνα της μητέρας που φαίνεται να κοιτάζει αρχικά με έκπληξη και μετά με αμφιβολία, με φόβο την αναχώρησή της:
Κοιτάς
Ξαφνιάζεσαι
Απορείς
Φοβάσαι
Που φεύγεις
Αυτές είναι οι λέξεις που μόνο η ποίηση μπορεί να βρει για να εκφράσει τα ρίγη της ευμετάβλητης ανθρώπινης ψυχής, μετατρέποντας την απουσία σε εικόνα και την εικόνα σε ήχο και μουσική.
*Η PAOLA MARIA MINUCCI είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ρώμης «La Sapienza».