Για την ποιητική συλλογή της Λένας Καλλέργη «Ανήμερο» (εκδ. Ίκαρος).
Γράφει η Αριστέα Παπαλεξάνδρου
Το Ανήμερο (εκδ. Ίκαρος) είναι το πρόσφατο δημιούργημα μίας ήρεμης, και συγχρόνως πολυδιάστατης παρουσίας της σύγχρονής μας λογοτεχνικής ζωής, της κ. Λένας Καλλέργη. Τρία ποιητικά βιβλία, πολλές μεταφράσεις, αρκετές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, συνιστούν μία ευγενώς αθόρυβη, αλλά με το τρόπο της, ουσιωδώς ενεργή, συμμετοχή στα γράμματα.
Όταν καλούμαστε να εκφράσουμε γνώμη για το έργο μίας/ενός συναδέλφου, είναι λογικό οι περισσότεροί μας να αισθανόμαστε, μία κάποια αμηχανία, προερχομένη δικαιολογημένα, πρωτευόντως από την ανικανότητά μας να ορίσουμε αυτό το ολόδικό της, το οποίο η περί ης ο λόγος εκόμισε εις την τέχνην. Αυτό, πιστέψτε με, τυγχάνει να συμβαίνει σε εμένα στο πολλαπλάσιο, καθώς συστηματικά αποφεύγω να γράφω βιβλιοπαρουσιάσεις, πολύ δε περισσότερο βιβλιοκριτικές, και γενικά, δεν μιλώ δημόσια για το έργο συναδέλφων μου. Θα έλεγε λοιπόν ίσως κανείς πως, τούτη την ώρα, κατά μίαν έννοια, είναι σαν να φάσκω και αντιφάσκω, διότι έχω μάλιστα, στο παρελθόν εκφραστεί επιφυλακτικά για τις βιβλιοπαρουσιάσεις. Και με το δίκιο τους, θα αναρωτιόνταν κάποιοι τι γυρεύω εδώ, τη στιγμή που δεν αγαπώ τόσο τα λόγια περί ποίησης, ιδιαίτερα εάν είναι πολλά και φιλολογικά. Και απαντώ, όσο πιο ειλικρινά μπορώ, ότι η παρουσία μου τούτη την στιγμή εδώ, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ίδιο το βιβλίο, για την ακρίβεια με την ποίηση της κ. Καλλέργη, που με αφορά κυρίως ως τρόπος λεκτικής αφαίρεσης. Και ο δεύτερος, με την διαπίστωσή μου ότι οι συνάδελφοι ποιητές, αν μη τι άλλο, δεν πρέπει τουλάχιστον, να αποκλείονται από όσους δικαιούνται να εκφράζουν γνώμη για ένα βιβλίο.
Σε μια εποχή που διαβάζει κανείς διθυραμβικές κριτικές, να αξιώνουν ένα τουλάχιστον διπλό Νομπέλ Λογοτεχνίας, ακόμα και για μέτρια βιβλία, πολύ φοβούμαι ότι οι φιλοφρονήσεις αυτοακυρώνονται στον κυκεώνα της ευκολίας με την οποία ξεστομίζονται.
Έχοντας κανείς την όποια ταπείνωση απορρέει από την αίσθηση να εκδίδει μία ποιητική συλλογή, που εκ των προτέρων γνωρίζει ότι θα διαβαστεί από ένα πολύ περιορισμένο κοινό, όπως αυτό της ποίησης, ο πρώτος συνομιλητής που αναζητά δεν είναι παρά κάποιος πολύ οικείος του: ένας από τους ελάχιστους κλητούς, να εκτεθεί και αυτός ομιλώντας. Στην περίπτωση της Καλλέργη, παρότι μόνον έπαινοι θα μπορούσαν να ειπωθούν, πρωτίστως για την άριστη τεχνική της, ακριβώς η ίδια αυτή η σοβαρότητα της παρουσίας της, εκμαιεύει –επιβάλλει θα έλεγα– μία μετριασμένη αυστηρότητα στην προσπάθεια να αποδοθεί η κύρια αρετή της: να θεάται την πολλαπλότητα του κόσμου, από την δήθεν απλοϊκή της εστίαση, αυτήν της επιμονής της να μην απαρνείται την άλλη, την απ’ την ανάποδη, εκδοχή του, που κατοικοεδρεύει στην ερημία.
Σε μια εποχή που διαβάζει κανείς διθυραμβικές κριτικές, να αξιώνουν ένα τουλάχιστον διπλό Νομπέλ Λογοτεχνίας, ακόμα και για μέτρια βιβλία, πολύ φοβούμαι ότι οι φιλοφρονήσεις αυτοακυρώνονται στον κυκεώνα της ευκολίας με την οποία ξεστομίζονται. Από την άλλη, μιλώντας ως δημιουργός κι εγώ, για μία συνάδελφό μου, με την οποία μεταξύ άλλων με συνδέει η σύμπτωση να έχουμε την ίδια ημέρα γενέθλια –αν και, κατά μία περίπου δεκαετία, νεότερη εκείνη–, αισθάνομαι λίγο σαν να μιλώ εκπροσωπώντας μία μερίδα ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, όχι βεβαίως ζωδιακά, αφού στην αστρολογία δεν πιστεύω.
Εδώ ταιριάζει, και με το παραπάνω, η φράση που εικάζεται ότι είχε πει ο Μπόρχες, ότι μολονότι πήρε το βραβείο, το βιβλίο ήταν πράγματι, καλό.
Υπεραπλουστεύοντας, και με τον κίνδυνο ίσως να παρεξηγηθώ, νιώθω σαν να ομιλώ για λογαριασμό μίας μειονότητας που επιμένει να αυτομαστιγώνεται πολιορκώντας το τέλειο ποίημα, παρότι από μέσα της, είναι πεπεισμένη ότι ουδέποτε, ούτε καν στο ελάχιστο, θα ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Λένα Καλλέργη, που τυγχάνει να έχει βραβευτεί και για τα δύο προηγούμενα βιβλία της –συγκεκριμένα για το πρώτο, Κήποι στην άμμο, του 2010, με το «Βραβείο Μαρία Πολυδούρη», ενώ για το δεύτερο, Περισσεύει ένα πλοίο, το 2017, τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Δεύτερης Ποιητικής Συλλογής του «Κύκλου Ποιητών»–, χαρακτηρίζεται από γνήσια σεμνότητα, η οποία συνάδει, ομολογουμένως με την σοβαρότητα της ποιητικής της –και όχι μόνον– ιδιοσυστασίας. Εδώ ταιριάζει, και με το παραπάνω, η φράση που εικάζεται ότι είχε πει ο Μπόρχες, ότι μολονότι πήρε το βραβείο, το βιβλίο ήταν πράγματι, καλό. Άνω στιγμή κι επανέρχομαι εις την τάξιν.
Την τρίτη λοιπόν, αυτήν συλλογή της αποτελούν τριάντα πέντε, ολιγόστιχα ώς επί το πλείστον, φαινομενικά ήρεμα, αλλά στην εξέλιξή τους ανήμερα, εντέλει, ποιήματα, το καθένα εκ των οποίων συνιστά στην ουσία, και ένα μικρό μονόπρακτο, ικανό να ξαφνιάσει το προηγούμενό του, ποιητικό της μονόλογο. Έτσι, συντίθενται πολλές αφηγήσεις, που διαδέχονται η μια την άλλη σε μία αεικίνητη –γιατί όχι κινηματογραφική;– συνέχεια, που δεν προλαβαίνεις να την παρακολουθήσεις με την πρώτη ανάγνωση/ματιά. Στα περισσότερα αυτά ποιήματα/μονόπρακτα, η λύση-κλειδί έρχεται στο τέλος, και ως προς την ολοκλήρωση του νοήματος, που θέλει να μοιάζει εύπεπτο, αλλά εξεπιτούτου, κάθε άλλο παρά εύπεπτο είναι· αλλά και –κυρίως– ως προς την αποπεράτωση του οπτικοακουστικού οικοδομήματος, που εκ των προτέρων έχει δεσμεύσει την αρχιτεκτόνισσά του να επανέρχεται, ξανά και πολύ σύντομα, όχι για να εξηγήσει, αλλά για να αντιπροτάξει μία ακόμη εκδοχή του.
Η πρώτη αίσθηση, διαβάζοντας ένα ποίημα της Καλλέργη, είναι ότι η θέασή της απέναντι στον κόσμο ομοιάζει με αυτήν ενός επαγγελματία σκηνοθέτη, που στην αδιαλλαξία του να αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο στον στόχο/αντικείμενο λήψης, παρακολουθώντας δήθεν περιφερειακά, και σχεδόν αδιάφορα, το οποιοδήποτε εναλλασσόμενο θέμα, σταθερά αμύνεται, πρωτίστως, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, αρνούμενος κατηγορηματικά να εκτεθεί, εκδηλώνοντας και το παραμικρό συναίσθημα. Ειδικά σε αυτό το βιβλίο, το παλίμψηστο των ενδιαφερόντων της, εμπλουτίζεται συνεπικουρούμενο από πλείστους, και συχνά ετερόκλητους, κλάδους της επιστημολογίας, όπως για παράδειγμα της ποτάμιας –και όχι μόνον– ιχθυολογίας:
οι κυπρίνοι, οι κέφαλοι,
τα χέλια, οι τσίμες
οι τηλιανοί, τα νερόφιδα
οι πελασγοί, οι λαφίτες
οι ποταμοκέφαλοι, τα γριβάδια
οι λουρογωβιοί, οι δρομίτσες
οι γουλιανοί, τα στρωσίδια
και άλλα·
[από το ποίημα «Του άγνωστου ψαριού»]
ή της βοτανολογίας:
ή θα βγει από μέσα μου
ηλίανθος, θυμάρι
τρομαγμένα κυκλάμινα
αρμυρίκια θροΐζοντα
το μικρό αγριολούλουδο
[από το ποίημα «Ρητορική παραίσθηση»]
αλλά και της άγριας ζωολογίας, εμβόλιμης στην ακόμη πιο άγρια, καθώς αποδεικνύεται, αστική φύση:
Δεν βλέπω τις ύαινες δίπλα στους κάδους
τα γκνου στην πρωινή μετανάστευση
τα λιοντάρια στα φωτισμένα γραφεία
τις αντιλόπες στα πεζοδρόμια
τον ιαγουάρο στην άκρη του πάρκου
τους θωρακισμένους ρινόκερους,
μύωπες, πάντα στην επίθεση.
[από το ποίημα «Παράλληλη φύση»]
Παρακολουθούμε έτσι, μία καθ’ όλα ιδιότυπη, ποιητική εν εξελίξει, που ακριβώς διότι προοικονομεί, με τον φυσικότερο τρόπο, την έλλειψη της όποιας αισθηματολογίας, συμβαίνει σχεδόν πάντα, προς το τέλος η σκηνοθέτις/αφηγήτρια να ωθεί το αίνιγμα/ποίημα σχεδόν ακαριαία στην λύση του, λες και πυρπολεί την ίδια, την από τον εαυτό της, ενορχηστρωμένη, δήθεν απουσία της από το σκηνικό, για να συγκινήσει με αυτόν τον τρόπο πολλαπλάσια. Διαβάζω το ποίημα:
ΜΥΗΣΗ
Είναι μια αρκούδα μες στο δάσος.
Μέσα στο δάσος το δικό μου.
Έχω να τρέξω εκεί στο δάσος.
Εκείνη δεν με περιμένει.
Αν την ξαφνιάσω θα μου ορμήσει.
Θα τρέξω για να της ξεφύγω.
Θα έχω μαζί μου το μαχαίρι.
Το χώμα παίρνει ό,τι αίμα τρέξει.
Το υψηλό στην απλότητά του. Η δυναμική αυτή, να αφήνονται τα πράγματα να μιλήσουν λες και από μόνα τους, αποπνέοντας τις όποιες αισθήσεις τούς δημιουργήθηκαν, αιφνιδίως από αυτές τις λίγες γραμμές, που υπαινίσσονται πολλές ιστορίες, και ακόμη περισσότερες σιωπές τους. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι έχουμε να κάνουμε με μία μετουσιωμένη οφειλή στην κλασική παράδοση ⸻είναι εμφανές ότι η κ. Καλλέργη έχει διαβάσει πολλή ποίηση⸻, ορμώμενη όμως από την ολόδική της, εσώτερη πολυτροπία, που χωράει μέσα της ποικιλία φωνών. Κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν, για παράδειγμα, την ατεκνία τους, μολονότι έχουν μήτρα:
ΤΕΚΝΟΠΟΙΙΑ
Επειδή είθισται
επιβάλλεται
έτυχε·
επειδή γυναίκα
γηρατειά
αποκούμπι·
παιδιά
ας μην προκύψουν.
Παιδιά
κάνουν κι οι έχιδνες
οι σμέρνες, οι διωναίες, τα μαυροσκάθαρα
τα σκουλήκια.
Παιδιά
μην ξαναγίνουμε ποτέ
κι είμαστε πάλι έρμαια
στα χέρια των ανθρώπων.
Άλλες φωνές θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από οποιονδήποτε, που ανεξαρτήτως από το εάν έχει ή όχι μήτρα, από το εάν την έχει ή όχι αξιοποιήσει, το σημαντικό είναι ότι ξέρει να σέβεται, με την γραφή του, αυτούς και αυτές στους οποίους και στις οποίες οφείλει την ύπαρξη και κυρίως την συνέχειά του. Κλείνω διαβάζοντας «Το δώρο»:
Η τύχη μου είναι
ότι μ’ αγάπησαν
βαθιά
άνευ όρων
σε σκοτεινά βιβλιοπωλεία
σε ράφια
σε κομοδίνα
οι συγγραφείς που συνάντησα.
Μου χάρισαν τη στίξη τους
ρυθμό
όραμα
αν ήμουν μόνη, αγκαλιά
όποτε είχα θυμό, κρυφό μαχαίρι
κι όποτε είχα σπίτι, ερημιά.
Δεν ζήτησαν υπακοή
αντάλλαγμα
ούτε με γνώρισαν ποτέ
κάθε φορά καινούρια
τα μυστικά τους.
Το πιο σπουδαίο που μ’ έμαθαν:
να μην τους έχω ανάγκη
να μας ενώνει μόνο
η επιθυμία.
Κι όταν φοβάμαι
και σ’ αυτούς γυρνώ
σελίδα τη σελίδα
φύγε μου λένε
ζήσε
κι εγώ τους λέω
ναι.
* Το κείμενο, ελαφρώς παραλλαγμένο, εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του ομώνυμου βιβλίου, στις 9 Ιουνίου 2023, στο βιβλιοπωλείο Zatopek.
* Η ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είναι ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Νυχτερινή βιβλιοθήκη» (εκδ. Κέδρος).