Για την ποιητική συλλογή της Καίτης Παυλή «Ανοίγεις το παράθυρο» (εκδ. ΑΩ).
Του Ευάγγελου Αυδίκου
Θα συμφωνήσω ότι το ποίημα, το έργο τέχνης έχει αυθυπαρξία κι αυτό είναι που κρίνεται τόσο από τους αναγνώστες/τριες όσο κι από όσους εμφανίζονται ως ειδήμονες. Αναμφίβολα, δεν είναι τα βιογραφικά και τα κοινωνικά συγκείμενα, που ορίζουν τη σχέση ενός έργου τέχνης με το καλλιτεχνικό πεδίο. Όμως, μπορεί να λειτουργήσουν τα συγκείμενα ως πορτατίφ για την ενδελεχή κατανόηση του ποιήματος.
Δεν έχω την αίσθηση ότι καινοτομώ με τα προηγηθέντα. Θεωρώ, ωστόσο, πως επιβάλλεται η επανάληψη του αυτονόητου στην προσπάθεια ανάγνωσης της πρώτης ποιητικής συλλογής της Καίτης Παυλή.
Είναι η προσφυγή στην τέχνη της ποίησης μια μορφή εξέγερσης στην καθημερινότητα που εξωθεί σε συμφιλίωση με το πικρό ψωμί, τις δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, τη διάψευση, την απουσία. Είναι η προσωπική της απάντηση σ’ όλα όσα της προκαλούν δυσανεξία.
Το ποίημα αποτελεί συμπυκνωμένο μανιφέστο της Παυλή για τη λειτουργία της ποίησης. Αντιλαμβάνεται τη διαδικασία της γραφής ως μια εξωστρεφή διαδικασία, ως δράση που στρέφεται εναντίον της ακινησίας και της παθητικής αποδοχής όσων εξελίσσονται στο κοινωνικό περιβάλλον. Είναι η προσφυγή στην τέχνη της ποίησης μια μορφή εξέγερσης στην καθημερινότητα που εξωθεί σε συμφιλίωση με το πικρό ψωμί, τις δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, τη διάψευση, την απουσία. Είναι η προσωπική της απάντηση σ’ όλα όσα της προκαλούν δυσανεξία.
Για την ποιήτρια η ποίηση είναι ένα προσκλητήριο λέξεων. Γνωρίζει τη μεγάλη δύναμή τους για τη δημιουργία ενός ποιητικού κόσμου. Σαν τις πέτρες οι λέξεις συμπεριφέρονται ερμητικά. Είναι αχιβάδες, στιλπνές και απαστράπτουσες, χωρίς όμως τη δύναμη του λόγου, ο οποίος κρύβεται στη σύνθεση.
Είναι φορείς μουσικής και φωτός. Ως φιλόλογος αλλά και στοχαστικός άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση της δύναμης των κατάλληλων λέξεων για τη δημιουργία του ποιητικού της σύμπαντος. Από την πρώτη στιγμή υπογραμμίζει τον ρόλο της γλώσσας. Είναι πυγολαμπίδες, οι νεράιδες της ποίησης.
Την ίδια στιγμή, ετοιμάζεται για τον αποχωρισμό των δημιουργημάτων της. Οι λέξεις θα λάμψουν ως πυγολαμπίδες που φωτίζουν την ύπαρξή τους αλλά και τις αγωνίες της δημιουργού. Ωστόσο, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το φως απομειώνεται. Τα ποιήματα απομακρύνονται από τον δημιουργό. Σ’ αυτές τις λέξεις διαχέεται η επιθυμία της ποιήτριας ώστε οι λέξεις της –συνεπώς και τα ποιήματά της– να επιπλεύσουν στην αιωνιότητα του ποιητικού χρόνου. να είναι και αρτιγέννητες και αιώνιες.
Στο ποιητικό μανιφέστο της Παυλή, εκτός από τα προαναφερθέντα, διατυπώνεται η αγωνία της για τη σκοπιμότητα του ποιητικού λόγου.
Το ποίημα (οι ποιητές) που δανείζεται την ποιητική της αχιβάδα από τον Καβάφη («Περιμένοντας τους βαρβάρους») είναι ένα ερώτημα για την αναγκαιότητα της ποίησης, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνεται η απάντηση. Για ποιον λόγο αυτός ο ποιητικός μόχθος με την εξόρυξη λέξεων, χρωματιστών πετρωμάτων και μεταφοράς αυτού του λόγου στην αγορά («Τα καφενεία»). Το νερό ως στοιχείο ζωής και ο ρόλος τους ως φορέων μουσικής («Αηδόνια») εξουδετερώνονται από τον αντιποιητικό ρυθμό της ζωής που επιβάλλει το δικό της σκοτάδι.
Η Παυλή αρέσκεται στην οργάνωση των ποιημάτων της στη βάση έντονων αντιθέσεων, που καθιστούν πιο ορατή τη διαπάλη είτε ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, είτε ανάμεσα σε μια εργώδη πνευματική δημιουργία και την αδιαφορία της αγοράς για την τέχνη. Στο επόμενο ποίημα της ποιητικής της («Ποίηση») διευρύνεται η αντίθεση.
Στη μια πλευρά η ποίηση ως απόχη του άπιαστου που κουβαλάει χιλιάδες στίχους και φωνές του παρελθόντος· ως φως φαρμακερό που φωτίζει τις πληγές του παρόντος. Κι από την άλλη το παρόν, όπου το μαύρο ορίζει τα πέρατα. Και η ποιήτρια στέκει ανάμεσα προβληματισμένη...
Στη μια πλευρά η ποίηση ως απόχη του άπιαστου που κουβαλάει χιλιάδες στίχους και φωνές του παρελθόντος· ως φως φαρμακερό που φωτίζει τις πληγές του παρόντος. Κι από την άλλη το παρόν, όπου το μαύρο ορίζει τα πέρατα. Και η ποιήτρια στέκει ανάμεσα προβληματισμένη, με τις αγωνίες της, να μετράει την αδυναμία της να αλλάξει τον κόσμο. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος της ποίησης; Ποια η αναγκαιότητα της ύπαρξής της;
Η Παυλή δεν ανήκει στις φωνές εκείνες που ικανοποιούνται από την ερμητικότητά της. Δεν ικανοποιείται από τον ναρκισσισμό του δημιουργού, που υποφέρει από το σύνδρομο της Χιονάτης. Δεν θεωρεί την ποιητική γραφή ως έναν φιλντισένιο πύργο, στον οποίο εισέρχονται μόνο λίγοι. Δεν πιστεύει σε ποιητικές Ατλαντίδες κι αυτό δίνεται στο τέταρτο ποίημα της ποιητικής της («Ποδηλάτης»), που αφιερώνεται στο επιμελητή της ποιητικής συλλογής, του οποίου η στάση ζωής προμηθεύει τα καυσόξυλα για να δημιουργηθεί η ποιητική πυρά.
Στο ποίημα αυτό η ποιητική της Παυλή προσγειώνεται στον κόσμο της ύλης. Δεν είναι μια τέχνη στίλβοντος ποδηλάτου, όπως έγραφε ο Εμπειρίκος. Δεν είναι μια δράση που ακτινοβολεί στα αμφιθέατρα, στα περιοδικά, στις δεξιώσεις και τις αίθουσες της απονομής των βραβείων. Είναι μια δράση που αποκτά υλικότητα. Είναι κινήσεις συνέπειας.
Συνομιλώντας με άλλους δημιουργούς (Γιάννης Κοντός, Άγγελος Σικελιανός) δίνει νόημα στην ποιητικότητα της ανθρώπινης δράσης. Αναδεικνύει τη σημασία της καθημερινότητας, όταν αποκτά νόημα η ύπαρξη. Αντιπροτείνει στα υψιπετή σύμβολα (τον Πήγασο, το στίλβον ποδήλατο) και στην απαξίωση της καθημερινότητας τη διαρκή πάλη για έγχυση νοήματος στις καθημερινές λέξεις και πράξεις. Δεν χρειάζεται υψηλόφρων ρητορική και πυρέσσον λεξιλόγιο για να υπάρξει ποίηση. Είναι η ποιητική πράξη, πρωτίστως, μια συνεχής πάλη με αυτά που εξουδετερώνουν την ευαισθησία και νεκρώνουν τον ανθρωπισμό.
Για τον λόγο αυτόν η Παυλή επιλέγει να δώσει λόγο στα ασήμαντα. Να εστιάσει στο λιτό, τα μη πομπώδη. Ακολουθεί το παράδειγμα των Χρυσαλίδων στο ποίημα «Μετακίνηση», που «από τη φυλακή και το ελάχιστο […] μεταμορφώνονται αίφνης σε πεταλούδες». Είναι συστατικό στοιχείο του ποιητικού σύμπαντος της Παυλή η ανάδειξη του απέριττου. Να νοηματοδοτήσει όσα μένουν έξω από την οπτική μας, εκείνα που τα θεωρούμε ανάξια λόγου να εγχύσουν ζωτικότητα στις ξεκούρδιστες ζωές μας. «Η μετακίνηση της γης / Συντελείται / Με το ελάχιστο», αποφαίνεται. Ούτε το ποίημα ούτε η ίδια ως δημιουργός αλλά και ως άνθρωπος έχει ανάγκη τον χρυσοποίκιλτο στίχο αλλά και τη θορυβώδη ζωή. Της αρκούν τα ελάχιστα, γι’ αυτό τον λόγο η ποίηση αλλά και η ζωή της είναι μια διαρκής αλληλουχία εκγύμνασης («Ασκήσεις ακρίβειας»).
Δεν είναι τυχαίο που δεν συνομιλεί με τους προβεβλημένους. Αναζητά τη χαρά στους πολλούς και ταπεινούς, στα δέντρα τα αστραποκαμένα σωριασμένα στο μαύρο χώμα («Άνθρωποι»). Δεν ανασηκώνει τα μάτια της στις κορυφές. Έχει πλήρη επίγνωση της βαθύτατης σοφίας που υπάρχει στους καθημερινούς ανθρώπους. Είναι εκείνοι που διασώζουν τη μνήμη της ανθρωπότητας.
Η Παυλή αρμέγει εικόνες από χώρους αντιποιητικούς, κατά τα κρατούντα. Εκεί που η καθημερινότητα εκφράζει την ανάγκη της.
Η Παυλή αρμέγει εικόνες από χώρους αντιποιητικούς, κατά τα κρατούντα. Εκεί που η καθημερινότητα εκφράζει την ανάγκη της. Η Μαρία γίνεται η εικόνα ενός άλλου κόσμου, εκείνου της ποιήτριας. Και πέρα απ’ αυτό, η εικόνα αυτή αποκτά τη συμβολική της διάσταση, δεδομένου ότι διαπλέκεται με την έννοια της αισθητικής και τη σχέση της τέχνης με την αγορά. Τι είναι λοιπόν αισθητική; Επιχειρεί η ποιήτρια να επαναπροσδιορίσει φιλοσοφικές και αισθητικές έννοιες που μας ταλάνισαν για δεκαετίες. Η ομορφιά και η τέχνη εγκαταβιώνει στα καθημερινά πράγματα.
Κραυγή και αίμα απελευθερώνουν οι λέξεις της ποίησής της. Η ίδια η γραφή έχει ως αφετηρία το τραύμα αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει την αιμάσσουσα πληγή. Συνεπώς, η γραφή έχει ως αποτέλεσμα να «αιμορραγεί το σώμα», να προκαλεί «τραύμα βαθύ» («Βαθύ τραύμα»). Η επιλογή των λέξεων δεν είναι εγκεφαλική επινόηση κι ούτε άσκηση λεξικογραφίας. Ανασύρονται από τα βάθη των αισθημάτων, από τα κελιά της προσωπικής και οικογενειακής μνήμης. Και καθώς αυτές αναδύονται από τα μνημονικά σωθικά της ποιήτριας, γίνονται μαχαίρι που προκαλεί πόνο.
Η ποιητική πρόθεση της Παυλή εμπεριέχει εστία μνημοτεχνικής άσκησης που χαρακτήριζε την προφορική ποίηση και τις μεγάλες συνθέσεις, στις οποίες η ποίηση αποκτούσε τον ρόλο εγγραφής της γενεαλογίας στη συλλογική μνήμη της οικογένειας και της κοινότητας. Με άλλα λόγια, η ποιήτρια γράφει, για να μη ξεχάσει. Για να μη ξεθωριάσουν οι οικείες μορφές. Οι μορφές των αδελφών της, των οποίων η υλικότητα εξαϋλώθηκε («Ελεγεία», «Απουσία»). Ακόμη κι όταν γνωρίζει πως είναι μια επώδυνη διαδικασία.
Η τέχνη, λοιπόν, είναι μια άσκηση θανάτου. Μια σκιαμαχία με το αδιόρατο. Ένας αγώνας να μείνει το αποτύπωμα της εικόνας στη μνήμη. Αυτός είναι ο ρόλος της ποίησης. Η άρνηση του ανθρώπου να συμβιβαστεί με την απώλεια και τη φθαρτότητα του θανάτου, υποκαθίσταται από την ποίηση που λειτουργεί παρηγορητικά αποκαθιστώντας τον σπασμένο βιολογικό χρόνο με την αιωνιότητα της τέχνης.
* Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ είναι ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφος. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα Οδός Οφθαλμιατρείου (εκδ. Εστία).
→ Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Henri Matisse Καθιστή γυναίκα με το κεφάλι της γυρισμένο στο ανοιχτό παράθυρο (1922).
Ανοίγεις το παράθυρο