
Για το εμβληματικό έργο Κοινωνία της διακινδύνευσης - καθ' οδόν προς μια άλλη νεωτερικότητα του Γερμανού πολιτικού επιστήμονα Ulrich Beck (μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, εκδ. Πεδίο)
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Ούλριχ Μπεκ γεννήθηκε το 1944 στην Πομερανία, στο γερμανικό τότε Στολπ και σήμερα πολωνικό Σλουσκ, όπου λειτουργεί το γνωστό ομώνυμο Πανεπιστήμιο, με το οποίο και συνεργάστηκε. Γιατί, βλέπετε, οι άνθρωποι ακόμα εκεί δεν μαλώνουν για τα ονόματα. Γι' αυτό και στη γερμανική και στην πολωνική πλευρά οι πινακίδες αναγράφουν και τις δυο ονομασίες, και τη νέα πολωνική και την παλιά γερμανική.
Πέθανε ξαφνικά ένα χρόνο πριν, την πρώτη μέρα του 2015, βυθίζοντας σε λύπη πολλούς από τους ανθρώπους που στο πρόσωπό του διέκριναν μια πολύ σοβαρή κριτική φωνή στο αποκαλούμενο από τον ίδιο φαινόμενο του μερκιαβελλισμού. Ο Μπεκ θεωρούσε πως αν θέλουμε «περισσότερη Ευρώπη», πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην κοινωνία και οι πολιτικές της «γερμανικής» Ευρώπης ξεχνούν αυτήν την Ευρώπη. Την ξεχνούν πολύ και επικίνδυνα. Αν θέλουν «περισσότερη Ευρώπη», όπως δηλώνουν οι Μέρκελ-Σόιμπλε, υποστήριζε ο Μπεκ, ο χειρότερος δρόμος για να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο είναι να πιέζουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες να συνεχίσουν στο διηνεκές την πολιτική της λιτότητας. Ήταν ένας από τους πιο μεγάλους πανεπιστημιακούς κοινωνιολόγους της εποχής μας, αλλά και ιδιαίτερα ενεργός, πολιτικά, πολίτης.
Ο Μπεκ εδώ καταθέτει ένα νέο κοινωνιολογικό παράδειγμα, για το πώς πρέπει να διαβάζονται οι αλλαγές και η μετάβαση από τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανικής κοινωνίας στον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό.
Στα ελληνικά έχουν ήδη εκδοθεί αρκετά βιβλία του που διαπραγματεύονται το φαινόμενο της Παγκοσμιοποίησης. Εκεί όμως που έδωσε το επιστημονικό του στίγμα, αλλάζοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το πώς διαβάζαμε μέχρι τότε τις επερχόμενες, στα τέλη του 20ου αιώνα κοινωνικές αλλαγές, ήταν με αυτό εδώ το έργο, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1986. Ακολούθησαν έκτοτε μεταφράσεις σε πάρα πολλές γλώσσες και επανεκδόσεις. Ο Μπεκ εδώ καταθέτει ένα νέο κοινωνιολογικό παράδειγμα, για το πώς πρέπει να διαβάζονται οι αλλαγές και η μετάβαση από τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανικής κοινωνίας στον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό ή η μετάβαση από την πρώτη νεωτερικότητα στη δεύτερη, αυτή που χαρακτήρισε ως κοινωνία της διακινδύνευσης.
Τριάντα χρόνια μετά την έκδοση αυτού του έργου ο εκδοτικός οίκος «Πεδίο» τον παρουσιάζει στους Έλληνες αναγνώστες υπό την επιστημονική επιμέλεια του Νικήτα Πατινιώτη, ο οποίος στο κατατοπιστικό εισαγωγικό του σημείωμα παρουσιάζει τον Μπεκ ως εκείνον τον επιστήμονα «που ερευνούσε την παγκοσμιοποίηση ως εξωτερικό παράγοντα μετασχηματισμού εσωτερικών κοινωνικών καταστάσεων».
Δημιουργικές καταστροφές
Ο Μπεκ, κατά τη γνώμη μου, ξαναβλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια μιας επικαιροποιημένης σουμπετεριανής «δημιουργικής καταστροφής». Ο νέος κόσμος που ήδη έκανε τα πρώτα σκιρτήματά του στην τελευταία δεκαπενταετία του 20ου αιώνα δεν σηματοδοτούσε ούτε το τέλος της ιστορίας, αλλά ούτε ακόμη και πολύ περισσότερο την αποτυχία της πρώτης νεωτερικότητας. Η δεύτερη νεωτερικότητα δεν είναι μια αποτυχημένη πρώτη, αλλά μια εντελώς διαφορετική νεωτερικότητα, που εμφανίστηκε επειδή ακριβώς η πρώτη ολοκλήρωσε το έργο της. Ο αναστοχαστικός εκσυγχρονισμός είναι απόρροια της επιτυχίας του πρώτου ή του απλού εκσυγχρονισμού.
Αν κανείς επιδιώξει να διαβάσει τον Μπεκ ως ένα σύγχρονο προφήτη καταστροφών, τότε μάλλον δεν θα έχει πολλές ευκαιρίες να κατανοήσει τον πλούτο της σκέψης του και την ανανέωση της κοινωνιολογίας που αυτός φέρει. Η εξατομίκευση που περιγράφει δεν ανάγεται στο δήθεν μοναχικό και απομονωμένο άτομο. Το αντίθετο. Εδώ «τα άτομα απελευθερώνονται από τις βεβαιότητες και τους τρόπους ζωής της Βιομηχανικής Εποχής – ακριβώς όπως «απελευθερώθηκαν» από την αγκάλη της Εκκλησίας στην κοινωνία από την εποχή της Μεταρρύθμισης... Στην κοινωνία της διακινδύνευσης οι αρχές της νεωτερικότητας λυτρώνονται από τις διακρίσεις και τους περιορισμούς τους μέσα στη βιομηχανική κοινωνία» (σ.37).
Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της κοινωνιολογικής ματιάς του Μπεκ είναι η διευκρίνιση της έννοιας της διακινδύνευσης. Αυτή δεν είναι ο φόβος μπροστά στον άγνωστο κίνδυνο, ο φόβος από τις προκλήσεις του νέου, δεν είναι γενικά φόβος ή μόνο κίνδυνος. Είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των κινδύνων και των ανασφαλειών που προκαλούνται και εισάγονται από τον ίδιο τον εκσυγχρονισμό. Η παρανόηση της έννοιας της διακινδύνευσης οδήγησε πολλούς να διαβάζουν τον Μπεκ, όπως ήδη ανέφερα, ως ένα καταστροφολόγο, ως προφήτη της ατομικής απομόνωσης, της διάλυσης των ταξικών συνθέσεων, να διαβάζουν τις προβλέψεις του σαν να διαβάζουν τον Πατέρα Παΐσιο, ή έστω ως γερμανική, πιο σοβαρή, εκδοχή των «ψεκασμών». Αυτά όμως καμία σχέση δεν έχουν με τη δική του κριτική στις παλιές κατηγορίες ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αόρατες διακινδυνεύσεις
Ο Μπεκ σημειώνει πως οι κατηγορίες της κλασικής κοινωνιολογίας και των μεθόδων της έχουν εξαντλήσει την ικανότητά τους να ερμηνεύουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η αντιμετώπιση των νέων κινδύνων των πυρηνικών και χημικών παραγωγικών δυνάμεων διαφέρει από τους κινδύνους της πρωτογενούς εκβιομηχάνισης. Σήμερα κατηγορίες και έννοιες όπως χώρος και χρόνος, εργασία και σχόλη, εργοστάσιο, έθνος-κράτος, ακόμα και τα σύνορα ανάμεσα στις ηπείρους δεν μπορούν να αποδώσουν τα είδη διακινδύνευσης της δεύτερης νεωτερικότητας.
Οι «παλιές» διακινδυνεύσεις ήταν ορατές. Η ανισότητα, η φτώχεια, οι κοινωνικές τάξεις ήταν ορατές· ενώ η ραδιενέργεια, οι τοξίνες, η ρύπανση του αέρα και των υδάτων είναι αόρατες και κατά συνέπεια εξαιρετικά ανοικτές στην κατασκευή τους.
Διακινδυνεύσεις υπήρχαν και την εποχή του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού. Μόνο που οι σημερινές διαφέρουν ποιοτικά και ουσιαστικά από αυτές, από τις διακινδυνεύσεις του πλούτου. Οι «παλιές» διακινδυνεύσεις ήταν ορατές. Η ανισότητα, η φτώχεια, οι κοινωνικές τάξεις ήταν ορατές· ενώ η ραδιενέργεια, οι τοξίνες, η ρύπανση του αέρα και των υδάτων είναι αόρατες και κατά συνέπεια εξαιρετικά ανοικτές στην κατασκευή τους. Οι κοινωνικές συνέπειές τους εμφανίζονται αιφνίδια και ενώ οι παλιές κάθετες ταξικές διακινδυνεύσεις δεν καταργούνται, αυτές του νέου εκσυγχρονισμού δρουν οριζόντια. «Η οικολογική καταστροφή και η ατομική έκρηξη αγνοούν τα σύνορα των κρατών και, επιπλέον, απειλούν ακόμα και τους πλούσιους και τους ισχυρούς» (σ.50).
Στο σύστημα των διακινδυνεύσεων δεν είναι μόνο πιο δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος ωφελείται και ποιος βλάπτεται απ' αυτό, αλλά και ποιο είναι το αίτιο και το αποτέλεσμα. Ο κοινωνιολόγος Μπεκ ανακαλύπτει σχισμές και κενά ανάμεσα στην επιστημονική και την κοινωνική ορθολογικότητα ή με άλλα λόγια γνωρίζει πως η ορθολογικότητα της επιστήμης μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιείται κατά της ορθολογικότητας της κοινωνίας. Δεν του διαφεύγει «πως η επιστημονική ορθολογικότητα χωρίς και κοινωνική ορθολογικότητα παραμένει κενή» αλλά την ίδια στιγμή θεωρεί πως και «η κοινωνική ορθολογικότητα χωρίς επιστημονική παραμένει τυφλή» (σ.63).
Στο σύστημα της νεωτερικότητας κυριαρχούσε το γεγονός των υπαρκτών ανισοτήτων, ενώ αυτό των διακινδυνεύσεων αυτοπροσδιορίζεται από «το όχι ακόμα γεγονός». Σε αντίθεση με τις σαφείς επιπτώσεις της κατοχής πλούτου, οι διακινδυνεύσεις έχουν κάτι μη πραγματικό. Για παράδειγμα –γράφει– γνωρίζουμε πως οι υψηλές συγκεντρώσεις νιτρικού οξέος από τα αζωτούχα λιπάσματα ελάχιστα έχουν διεισδύσει στον υδροφόρο ορίζοντα, απ' όπου παίρνουμε το πόσιμο νερό. Παρατηρούσε τότε, το 1986, πως αυτό δεν σημαίνει πως στο μέλλον η απόπλυση του νιτρικού οξέος δεν θα φτάσει σε βαθύτερα στρώματα του υδροφόρου ορίζοντα. Σήμερα η «προφητεία» τείνει να είναι γεγονός, τότε ήταν «το όχι ακόμα γεγονός».
Αποδυνάμωση της πολιτικής - ενδυνάμωση της κοινωνίας
Καταργούν όμως οι διακινδυνεύσεις τους ταξικούς διαχωρισμούς; Αυτές –υποστηρίζει– φαίνεται να ενδυναμώνουν, αντί να καταργούν την ταξική κοινωνία. Παρόλα αυτά όμως οι κοινωνίες διακινδύνευσης δεν είναι όμοιες με τις ταξικές κοινωνίες του άνισα κατανεμημένου πλούτου. Οι θέσεις διακινδύνευσης δεν είναι ταξικές θέσεις. Αυτές χαρακτηρίζονται «από ένα σύνδρομο κοινωνικού μπούμερανγκ ως προς τη διασπορά τους: ούτε οι πλούσιοι ούτε οι ισχυροί είναι πιο ασφαλείς» (σ.74). Βεβαίως κατανοεί και διευκρινίζει πως ο πλούτος συμβάλλει στο κάποιοι να γλυτώνουν από τις βλαβερές συνέπειες, για παράδειγμα της μόλυνσης των υδάτων, αλλά τι γίνεται όμως με τον πυρηνικό όλεθρο; Με ένα ατακαδόρικο τρόπο υποστηρίζει αυτήν του την άποψη, γράφοντας πως ενώ «η φτώχεια είναι ιεραρχική, το νέφος είναι δημοκρατικό». Εκείνο που εδώ έχει μείζονα σημασία δεν είναι η γνώση, όπως στις κοινωνίες του άνισα κατανεμημένου πλούτου όπου η φτώχεια και ο πλούτος είναι αναγνωρίσιμα πράγματα. Εδώ σημασία έχει η άγνοια των κινδύνων. Η άγνοια και η παγκοσμιοποίησή τους.
Αν στις ταξικές κοινωνίες το πολιτικό υποκείμενο είναι το προλεταριάτο, στην κοινωνία της διακινδύνευσης τέτοιο πολιτικό υποκείμενο είναι η θυματοποίηση όλων από περισσότερο η λιγότερο χειροπιαστούς μαζικούς κινδύνους.
Τι συμβαίνει τότε με την πολιτική; Αν στις ταξικές κοινωνίες το πολιτικό υποκείμενο είναι το προλεταριάτο, στην κοινωνία της διακινδύνευσης τέτοιο πολιτικό υποκείμενο είναι η θυματοποίηση όλων από περισσότερο η λιγότερο χειροπιαστούς μαζικούς κινδύνους. Σ' αυτές τις κοινωνίες στις οποίες αλλάζει ο χαρακτήρας της εργασίας, της επαγγελματικής εκπαίδευσης και απασχόλησης, η σχέση της επιστήμης με την πολιτική, δεν μπορεί να μη αλλάζει και ο χαρακτήρας της πολιτικής. Στην κοινωνία της διακινδύνευσης «ο πολιτικός εκσυγχρονισμός αποδυναμώνει και αποσαθρώνει την πολιτική και πολιτικοποιεί την κοινωνία» (σ. 333).
Ο Μπεκ διαχωρίζει την κεντρική πολιτική που το διακύβευμά της είναι η εξουσία από τις σφαίρες της υποπολιτικής. Η πολιτική γίνεται όλο και πιο τεχνοκρατική. Το να είσαι επαγγελματίας πολιτικός σημαίνει να ξέρεις να κυβερνάς. Η πολιτική μεταναστεύει από τους επίσημους στίβους –κοινοβούλιο, κυβέρνηση, πολιτική διοίκηση– στην γκρίζα ζώνη του κορπορατισμού των ειδικών. Από την άλλη όμως η πολιτική απελευθερώνεται –σύμφωνα με τον Μπεκ– και διοχετεύεται στα κανάλια της συμμετοχής και των ομάδων πίεσης. Αυτό ο Μπεκ το χαρακτηρίζει εκδημοκρατισμό που οδηγεί στην αποδυνάμωση της πολιτικής.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Εδώ πιστεύω πως είναι και το σημείο που, αν δεν προσεχθεί, μπορεί να οδηγήσει στα μονοπάτια της αποθέωσης της μετανεωτερικής πολιτικής και δημοκρατίας, στα μονοπάτια της διαβούλευσης, της πολιτικής ως συζήτησης διαδικτυακών κύκλων και μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ). Σ' αυτή την αντίληψη η πολιτική είναι μια ανοικτή διαβούλευση, κάτι σαν το διαδίκτυο, όπου σε τελική ανάλυση όλοι είμαστε «φίλοι», αφού μας απειλούν οι ίδιοι κίνδυνοι και δεν μένει τίποτα άλλο από το διαβουλευόμενοι να κατανοήσουμε, μέσα από το διάλογο, τις κοινές απειλές. Δεν είναι βεβαίως αυτή η αντίληψη του Μπεκ για την σφαίρα της πολιτικής και τις σφαίρες της υποπολιτικής (διαβούλευση, ομάδες πίεσης, συλλογική διαπραγμάτευση, επαγγελματική κριτική, νέα κινήματα, κοινωνικά δίκτυα, ενώ προσθέτει ακόμη τις αυτονομούμενες από την κεντρική πολιτική σκηνή δικαστική και ιατρική εξουσία). Κινδυνεύει όμως να ερμηνευτεί έτσι.
Οι κοινωνίες της διακινδύνευσης είναι και ταξικές κοινωνίες.
Δυστυχώς οι επιστημονικές ανησυχίες και προβληματισμοί στα χέρια και τα μυαλά επιδερμικών πολιτικών μετατρέπονται σε κοινότοπες βεβαιότητες. Σ' αυτή τη σχέση δεν έχουν θέση τα υποκείμενα της παλιάς πολιτικής (κόμματα, τάξεις, κράτος, έθνος, λαός) παρά μόνο τα νέα (ΜΚΟ, εθελοντικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις, ηλεκτρονικές δικτυώσεις), ενώ τη θέση των ταξικών συλλογικοτήτων καταλαμβάνουν κατηγορίες όπως μετανάστες, νεολαία, γυναίκες, εθελοντές κ.ά. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως δεν είναι έτσι. Οι κοινωνίες της διακινδύνευσης είναι και ταξικές κοινωνίες.
Ο Μπεκ του 1986 κολυμπά αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού του δογματικού εφησυχασμού, αλλά πολλές φορές «κολλάει» στα λασπόνερα της μετανεωτερικής κριτικής. Αργότερα διόρθωσε πολλά από τα δικά του «κολλήματα». Ο μεγάλος Γερμανός κοινωνιολόγος μάς έμαθε εδώ και τριάντα χρόνια πώς η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα πλοίο με το οποίο ταξιδεύουν «άγγελοι ή διάβολοι», αλλά μια πλεύση της παλιάς, πλέον, νεωτερικότητας προς την αναστοχαστική, νέα νεωτερικότητα.
Είναι όμως στο χέρι των πολιτών και της πολιτικής να σπρώξουν αυτές τις αλλαγές σε προοδευτική κατεύθυνση; Δεν το γνωρίζω. Μπορούν όμως να το επιχειρήσουν. Βέβαια, όποιος κολυμπά αντίθετα στο ρεύμα αναλαμβάνει και τα ρίσκα του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.