Για το βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη «Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Ο Γουσταύος, η γυναίκα του Θωμαΐδα, το γένος Καρπούνη, και η κόρη τους Αμαλία. Φωτογραφία στούντιο, γύρω στο 1870, από τον φωτογράφο πορτρέτων του Μονάχου Ματίας Πέσενμπαχερ.
Γράφει ο Κώστας Λογαράς
Άρχισα να διαβάζω το Γκούτλαντ με τη λαχτάρα ενός κατοίκου της Πάτρας που ψάχνει τις πολιτιστικές του ρίζες. Που βρίσκεται μπροστά στα ανοιχτά αρχεία της (γεωγραφικής) καταγωγής του και μαθαίνει για μια ρίζα από την οποία αρδεύεται ένα κομμάτι –το πολιτιστικό, επαναλαμβάνω– της ύπαρξής του.
Το καινούριο βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού αποτελεί δεξαμενή πληροφοριών που ανασυνθέτουν μια εποχή: από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως το πρώτο μισό του 20ου. Ο συγγραφέας έχει κάνει ενδελεχή έρευνα σε αρχεία, σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, σε πηγές της Γερμανίας και Ελλάδας, κυρίως όμως στα αρχεία της «Αχάϊα Κλάους». Εδώ κολύμπησε σε μια θάλασσα αρχειακού υλικού που τον βοήθησαν να ανασυστήσει την αυτοκρατορία του Γουσταύου Κλάους. Ο αναγνώστης διαβάζει τα ιστορικά γεγονότα που παρατίθενται με επιστημονική συνέπεια απ’ τη μεριά του συγγραφέα και στις πηγές των οποίων παραπέμπει σε κάθε κεφάλαιο.
Το Γκούτλαντ ωστόσο είναι γραμμένο και με την τεχνική του μυθιστορήματος: γλώσσα γλαφυρή στις περιγραφές ή απόκρυψη της εξέλιξης ώστε να δημιουργήσει σε λίγο την έκπληξη και την ανατροπή, όπου αυτό είναι εφικτό. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του φλας μπακ ο συγγραφέας ενσωματώνει το ιστορικό του υλικό το οποίο χωνεύεται με τρόπο αποτελεσματικό χωρίς να διασπάται η χρονική ροή της αφήγησης.
Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η πόλη της Τεργέστης, όπου βρίσκεται ο Κλάους και σε λίγο θα αποπλεύσει για την Πάτρα με το ατμόπλοιο «Βαρόνος Μπεκ». Μέσα από ένα πλέγμα πληροφοριών, το πώς λειτουργούσαν οι αυστριακές ταξιδιωτικές εταιρείες, την περιγραφή του πλοίου με το οποίο θα ταξιδεύσει ο Γουσταύος, τις συνήθειες ταξιδιωτών της Αυστροουγγρικής εταιρίας Lloyd, δίνεται η ατμόσφαιρα του λιμανιού αλλά και οι συνθήκες της εποχής. Ο απόμαχος ναυτικός με το καμπανάκι που περιέρχεται στα καφέ του λιμανιού και προειδοποιεί τους ταξιδιώτες για την αναχώρηση του πλοίου είναι ήδη μια ιδιαίτερη λεπτομέρεια που δίνει έναν τόνο ζωντάνιας και παραστατικότητας στην αφήγηση. Όμως θα φτάσει άραγε ο Κλάους στην Πάτρα; Ή θα συμβεί κάτι απρόσμενο που θα φέρει τα πάνω κάτω;
Ο Μπακουνάκης δίνει επίσης πληροφορίες για τις σχέσεις που αναπτύσσονταν και τους γάμους που πραγματοποιούνταν μεταξύ Γερμανών αξιωματούχων του παλατιού με τις Ελληνίδες καλλονές από σόι. Ένας τέτοιος γάμος ήταν και του Κλάους με τη Θωμαΐδα Καρβούνη.
Και μέχρι αυτό να συμβεί, δίνεται η δυνατότητα στον συγγραφέα να συστήσει τον ήρωά του στον αναγνώστη δίνοντας βιογραφικά στοιχεία και παρέχοντας πληροφοριακό υλικό της εποχής: την πτώχευση της Γερμανίας από το 1815 και μετά (μετά τους ναπολεόντειους πολέμους) και την αναζήτηση καλύτερης τύχης των εθελοντών στρατιωτών – εξού και η άφιξη πολλών απ’ αυτούς στην Ελλάδα το 1833-1834 επί βασιλείας Όθωνα. Ο Μπακουνάκης δίνει επίσης πληροφορίες για τις σχέσεις που αναπτύσσονταν και τους γάμους που πραγματοποιούνταν μεταξύ Γερμανών αξιωματούχων του παλατιού με τις Ελληνίδες καλλονές από σόι. Ένας τέτοιος γάμος ήταν και του Κλάους με τη Θωμαΐδα Καρβούνη.
Με αφορμή τον θάνατο του Κλάους ο συγγραφέας περνά από το μέρος στο σύνολο. Από τη μικρή εικόνα στη μεγάλη τοπιογραφία. Από τον Κλάους σε ολόκληρη την πόλη. Δίνοντας την εθιμοτυπία με την οποία γινόταν η ταφή, αναπαριστάται λεπτομερώς μια πτυχή της εποχής. Από την παρουσία δε των παρισταμένων στην τελετή γίνεται αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις και στην κοινωνική σύνθεση της πόλης. Στο σημείο αυτό θα δοθεί η ευκαιρία στον Μπακουνάκη να αναφερθεί στην ιστορία εμβληματικών κτιρίων της Πάτρας και να κάνει μια καταγραφή τού αρχιτεκτονικού πλούτου της πόλης, ενώ παράλληλα, χάρη στην παραστατικότητα τής γραφής, ένιωθα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ότι παρακολουθώ μια φαντασμαγορική «γιορτή» της πόλης, στο τέλος του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα.
Άποψη των εγκαταστάσεων της Αχαΐας-Γκούτλαντ, φωτογραφημένες στο τέλος του 19ου αιώνα από τον Ιταλοπατρινό φωτογράφο Αθανάσιο-Ιωσήφ Ατσαρίτι. Επιχρωματισμένη καρτ-ποστάλ από το χρωμολιθογραφείο της Πάτρας Βαριάντζα. © Η φωτογραφία περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδ. Πόλις). |
Είναι εξαιρετικά εύστοχος ο τρόπος διαχείρισης του αρχειακού υλικού. Αν δεν ήταν αριστοτεχνικά κατανεμημένα τα ιστορικά στοιχεία, ο αναγνώστης θα μπορούσε να χαθεί στη γενναιόδωρη παροχή τόσο πλούσιου υλικού. Όμως όχι. Ίσα ίσα, αναζητά με λαχτάρα να πληροφορηθεί κι άλλα πολλά.
Μετά τη σαγηνευτική έναρξη, ο φακός του συγγραφέα στρέφεται στην καστροπολιτεία του Κλάους. Ο τρόπος που αυτή χτίστηκε ώστε να λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις από ληστές ή επιθέσεις, καθώς και το προσωπικό από το οποίο απαρτίστηκε ο πληθυσμός της «Γκούτλαντ» είναι ένα ακόμα ενδιαφέρον κεφάλαιο. Το λογιστικό βιβλίο 1893-1915 της εταιρείας είναι από τα πολυτιμότερα τεκμήρια για την κοινωνική ιστορία και την οργάνωση ενός εργασιακού χώρου στην Ελλάδα και, καθώς αποδεικνύεται, απετέλεσε την κύρια πηγή του ιστορικού ερευνητή Νίκου Μπακουνάκη.
«Ο Κλάους ήταν ένας δημιουργός τοπίου. Το χτισμένο περιβάλλον, οι αμπελώνες και το φυσικό περιβάλλον τής «Αχαΐας» είναι ένα από τα πρωιμότερα οργανωμένα τοπία στην Ελλάδα, το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί με τους όρους μιας πολιτισμικής οικονομίας του χώρου. Πρόκειται για ένα τοπίο-αναπαράσταση, που προκύπτει από τον συνδυασμό της γεωγραφίας, της φύσης και των ανθρώπινων πρακτικών, υπακούει σε πολιτισμικά πρότυπα και προϋποθέτει την υπαγωγή του χώρου αλλά και του χρόνου σε διανοητική επεξεργασία και, οπωσδήποτε, διανοητική κατασκευή». (σ. 125-126)
Οι πύργοι, οι επαύλεις, οι εργασιακοί χώροι (αποθήκες κρασιών, υπόστεγα, βαρελοποιεία), η διάταξη των αμπελώνων, η παραγωγή της ποικιλίας των κρασιών και τα συμπαρομαρτούντα: δελτάρια, ξυλογραφίες με τοπικές φορεσιές –ανδρικές και γυναικείες– της περιοχής ή άλλα τοπόσημα της αχαϊκής γης, συγκροτούν την έκφανση ενός πολιτισμού που μεθοδικά, οργανωμένα και με πλήρη γνώση ο Κλάους δημιούργησε.
Ο συγγραφέας κάνει ξενάγηση στους χώρους της καστροπολιτείας με αναφορά στα κτίρια, στους αποθηκευτικούς χώρους. Αναφέρεται ειδικά στους επαγγελματίες που ζούσαν στην επικράτεια της πολιτείας – βαρελοποιούς, οινοποιούς, εργάτες στα αμπέλια κ.α.
Ο συγγραφέας κάνει ξενάγηση στους χώρους της καστροπολιτείας με αναφορά στα κτίρια, στους αποθηκευτικούς χώρους. Αναφέρεται ειδικά στους επαγγελματίες που ζούσαν στην επικράτεια της πολιτείας – βαρελοποιούς, οινοποιούς, εργάτες στα αμπέλια κ.α.
«Πρόκειται για μια μεγάλη κοινότητα, όπου ακούγονται ελληνικά, γερμανικά, αλλά και πλήθος ιταλικών διαλέκτων. Εκπαιδευμένος μέσα σ’ εκείνο το περιβάλλον, ο Γιάννης Μάλλιος έγινε αρχιτεχνίτης, ο μαστρο-Γιάννης, και εκπαίδευσε, με τη σειρά του, νεότερες γενιές βαρελοποιών. Ο εγγονός του Γιάννης, γεννημένος το 1929, έγινε κι αυτός βαρελοποιός· όπως άλλωστε και ο Σπύρος Μάλλιος, γεννημένος το 1917, εγγονός του Σπυρίδωνα, μεγαλύτερου αδελφού του Γιάννη Μάλλιου».
Και μιλά για τη σύμπνοια της κοινότητας (σ. 230-231) και τη ζωντάνια της καθώς αποτελείτο από ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας. Μια κοινότητα η οποία μάλλον διαπνέονταν από την σαινσιμονική αντίληψη που πάνω της στηρίχτηκε ίσως ο Κλάους για τη δημιουργία της κοινότητας – είτε γνώριζε είτε όχι την κοινωνική θεωρία του Σαιν Σιμόν. «Πάντως το εγχείρημα του Κλάους πέτυχε και δεν είναι τυχαίο ότι στην “Αχάϊα” δεν υπήρξαν ποτέ ταξικές συγκρούσεις» θα σημειώσει ο Μπακουνάκης.
Οι εργαζόμενοι της Γκούτλαντ, με τις οικογένειες τους, σε φωτογραφία για το Fin de Siècle, δηλαδή για το τέλος του 19ου αιώνα. Στο κέντρο κάθονται ο οινοποιός της εταιρείας Γιάκομπ Κλίπφελ και η σύζυγός του Αδελαΐδα. © Η φωτογραφία περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδ. Πόλις). |
Ο συγγραφέας επεκτείνει τη ματιά του στο κοινωνικό περιβάλλον, και το ιστορικό παρελθόν παρεμβάλλοντας ένα πλήθος ονόματα, έναν κόσμο που έρχεται σε επαφή με τον Κλάους είτε στον εργασιακό του χώρο είτε ως επισκέπτες σ’ αυτόν: η πριγκίπισσα Θηρεσία της Βαυαρίας, η Μαργαρίτα πριγκίπισσα του Έσεν, η πριγκίπισσα Βικτωρία της Αγγλίας, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η βασίλισσα Όλγα, αλλά και κοινοί θνητοί όπως ο Γερμανός οινολόγος Μέντσερ κ.ά. Είναι τέτοιας εμβέλειας η προσωπικότητα του ήρωα τού Μπακουνάκη που φιλοξενεί στην καστροπολιτεία του την αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας, τη γνωστή Σίσσυ.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί κάθε ευκαιρία ώστε, στη ροή του λόγου του, να ενσωματώσει ποικίλα στοιχεία αλλά και να αναφερθεί σε τόπους παραγωγής οίνου όπως την Κόρινθο, τη Νεμέα, το Αίγιο, τη Σαντορίνη.
Τα κρασιά του Κλάους φτάνουν σε ολόκληρο τον κόσμο· από τη μακρινή Ινδία ως την κοντινή Ευρώπη κι ως την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, την Αμερική.
Ο Μπακουνάκης φιλοτεχνώντας την προσωπικότητα του Γουσταύου Κλάους τον παρουσιάζει ευαίσθητο και φιλικό («ήταν απαρηγόρητος» –θα μας πει– «όταν πέθανε ο πρωτεργάτης του, Φραντσέσκο Μάλια». Γι’ αυτόν, ο Γουσταύος θα γράψει στην επιτύμβια πλάκα του:
«Καλός χριστιανός, τρυφερός πατέρας, τίμιος και στοργικός υπηρέτης, ήταν ο πρώτος κάτοικος της Γκούτλαντ. Έζησε εδώ για είκοσι χρόνια, αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από όλους, και πέθανε περιτριγυρισμένος από την αγαπημένη του οικογένεια, αφού είδε αυτή την ανθούσα αποικία να αναδύεται από την έρημο» (σ. 192).
Τα κρασιά του Κλάους φτάνουν σε ολόκληρο τον κόσμο· από τη μακρινή Ινδία ως την κοντινή Ευρώπη κι ως την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, την Αμερική. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να εμπλέξει τον ολυμπιονίκη Τόφαλο στο promotion των κρασιών της «Αχαΐας» ανά τον κόσμο, ο δε Τόφαλος διέπρεψε στον τομέα της προώθησης των κρασιών και αποδείχτηκε ικανότατος επαγγελματίας του είδους. Κι όλα αυτά τα λεπτομερειακά στοιχεία δίνονται με άνεση και γλαφυρότατα, στοιχεία τα οποία δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό – αν δεν έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας.
Ο Γουσταύος Κλάους και ο νέος ιδιοκτήτης της «Γκούτλαντ» Βλάσης Αντωνόπουλος. © Οι φωτογραφίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδ. Πόλις). |
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου Γκούτλαντ γινόμαστε μάρτυρες της διαδοχής. Μετά το 1916, με αφορμή τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε χώρα η διαδοχή του ιδρυτή της αυτοκρατορίας, του Γουσταύο Κλάους από τον Βλάση Αντωνόπουλο, τον συνεχιστή αυτής.
«Είναι μια διαδοχή που μοιάζει με πολεμική παράδοση, ένα είδος αφοπλισμού των ηττημένων, που εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης με τη βοήθεια ουδέτερων τρίτων» όπως γράφει ο συγγραφέας.
Ο Βλάσης Αντωνόπουλος και ο γιος του Ντίνος είναι η διάδοχη κατάσταση. Στην κυριότητα τους τελικά θα περιέλθουν σταδιακά ως το 1930 όλες οι μετοχές της εταιρείας. (Πρώτη φορά διευκρινίστηκε σε μένα η διαδοχή, παρότι και με τον εγγονό τού πατριάρχη Βλάση, Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, συνυπήρξαμε μαθητές στο Γ’ Αρρένων Πατρών, και τον δισέγγονό του Γρηγόρη Οικονόμου είχα μαθητή στο Κλασικό Λύκειο).
Στο ίδιο κεφάλαιο καταγράφεται η 20ετια 1930-1950, τα ταραγμένα χρόνια του μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, οι κινήσεις της οικογένειας Αντωνόπουλου εν μέσω της δίνης των πολεμικών συγκρούσεων ώστε να αντεπεξέλθει η «Αχάϊα Κλάους» στα προβλήματα που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Ο συγγραφέας επισημαίνει την «Γκούτλαντ» «σαν μια ουδέτερη ζώνη που την επισκέπτονται Γερμανοί, αντάρτες και ανταλλάσσουν αιχμαλώτους» (σ. 356), «ένα ουδέτερο μέρος όπου όλοι έχουν τη θέση τους» (σ. 366):
«Στις 25 Απριλίου 1949, τους τελευταίους μήνες του Εμφυλίου Πολέμου, ένας επισκέπτης τής οινοποιίας με το επώνυμο Ασημάκης, αλλά δυσδιάκριτο μικρό όνομα, ξεφυλλίζει το Βιβλίο Επισκεπτών της «Αχαΐας». Τον φανταζόμαστε, μετά το γρήγορο ξεφύλλισμα, να γράφει αυθόρμητα και χωρίς δισταγμό τις εντυπώσεις του που όμως βγαίνουν μέσα από όλα όσα είδε στις σελίδες που προηγήθηκαν: «Πέρασαν μεγάλοι, πέρασαν σπουδαίοι, πέρασαν Γερμανοί, Ελασίτες, Άγγλοι και Αμερικανοί, περάσαμε και μείς!» Το θαυμαστικό είναι δικό του. Είναι το θαυμαστικό για την Gutland, την “Αχαΐα” και τελικά τη δημοκρατία του κρασιού».
Ο Νίκος Μπακουνάκης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1956. Είναι απόφοιτος του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών και élève diplômé της École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS) του Παρισιού. Διδάκτωρ Ιστορίας και Πολιτισμών της EHESS. Καθηγητής Πρακτικής τής Δημοσιογραφίας και Τεχνικών Αφήγησης στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, όπου διδάσκει από το 2003. Το 1997 δημιούργησε το ένθετο «Βιβλία» στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο, το οποίο διηύθυνε έως και το 2018. Συνεργάζεται με τη Lifo, όπου αρθρογραφεί και παρουσιάζει το podcast «Βιβλία και Συγγραφείς». Είναι Αξιωματούχος του Τάγματος Ακαδημαϊκών Φοινίκων (Officier de l’Ordre des Palmes Académiques) της Γαλλικής Δημοκρατίας. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Ταξίδι στη Νέα Υόρκη (2017), Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ: Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας (2014) (Κρατικό Βραβείο 2016, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2016), Μια στιγμή της Ευρώπης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: Ο λόγος, η εικόνα, ο μύθος του Ανδρέα Ρηγόπουλου (2008), (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2008) και Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο (2021). |
Οι λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου
— Το βιβλίο είναι γραμμένο από έναν ιστορικό, όπως είπα παραπάνω, με απόλυτο σεβασμό στα ιστορικά αρχεία και με πάμπολλες παραπομπές σ’ αυτά. Ωστόσο, η γλώσσα του αποπνέει ενίοτε μια διάθεση ενθουσιαστική, σχεδόν λατρευτική όταν αναφέρεται στον τόπο, στις γεύσεις του κρασιού, στη διαδικασία της παραγωγής των σταφυλιών. Σαν τον δημιουργό που βλέπει να αναδύεται από τη γραφή του ένας κόσμος και να παίρνει σάρκα και οστά, πέρα από όσα αναδεικνύουν οι πηγές. Και τότε διαφαίνεται στη γραφή η έκπληξη και ο ενθουσιασμός, τα οποία ο συγγραφέας μεταγγίζει αυτούσια στον αναγνώστη του. Δείτε πώς πλέκει το εγκώμιο της μαυροδάφνης (σ. 170).
«Ο Γουσταύος Κλάους κάνει το παν για να επιτύχει, όχι μόνο την ευρεία διάδοση, αλλά και την ευρεία νομιμοποίηση της μαυροδάφνης. Βρίσκουμε στα αρχεία της εταιρείας δύο έγγραφα, στα λατινικά, από τους Αρχιεπισκόπους της Καθολικής Εκκλησίας της Αθήνας και της Σύρας, με τα οποία αμφότεροι βεβαιώνουν ότι η μαυροδάφνη είναι κατάλληλος οίνος για τη θεία λειτουργία. Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη εύνοιας της ηγεσίας της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδας προς έναν ευαγγελικό Βαυαρό. Ο πρωτοπόρος της γαλλικής εθνολογίας Μαρσέλ Μως έγραφε ότι τα ποτά που συνιστούν προϊόν και αποτέλεσμα ζύμωσης οδηγούν απευθείας στη θρησκεία»
— Υπάρχουν αρκετά δείγματα εξαιρετικής περιγραφής. Ιδού ένα δείγμα στη σελίδα 207 και 208.
«Ο Κλάους έκανε πολλές επισκέψεις και “αυτοψίες” στο υψίπεδο, πηγαίνοντας εκεί μόνος του, με το άλογό του [...]. Η αγαπημένη ώρα τού Γουσταύου φαίνεται ότι ήταν το χάραμα. [...] αγαπούσε ιδιαίτερα το χάραμα των φθινοπωρινών πρωινών, όταν το υψίπεδο σκεπαζόταν ακόμα από τη σκιά του βουνού [...]. Ο ήλιος έβγαινε, η σκιά του βουνού αποτραβιόταν, και τα φύλλα του αμπελιού, που πια είχε τρυγηθεί, έμοιαζαν διάφανα [...]».
— Ενίοτε νομίζεις πως αφηγείται τριτοπρόσωπος αφηγητής μυθιστορήματος, όχι ο ιστορικός Νίκος Μπακουνάκης:
«Η Ολυμπία Μάλλιου γεννήθηκε μέσα στην οινοποιία το 1958. Ανήκει στην πέμπτη γενιά Μάλλιων. Το σπίτι όπου γεννήθηκε ανήκε σ’ ένα κτίριο κατοικιών πίσω από το σημερινό «Αυτοκρατορικό κελάρι [...]».
— Στην αφήγηση του Μπακουνάκη υπάρχει διακειμενική συνομιλία με άλλους συγγραφείς όπως ακριβώς ένας λογοτέχνης επιτυγχάνει τη διακειμενικότητα στο έργο του εντάσσοντας στοιχεία άλλων συγγραφέων σ’ αυτό ή συνομιλώντας με παλιότερους και σύγχρονους συγγραφείς.
«Στην επιστολή του προς τον αδελφό του με ημερομηνία 6 Απριλίου 1849, ο Σολωμός αφιερώνει ένα μεγάλο υστερόγραφο στο αγαπημένο του κρασί: “Αν δεν προφταίνεις να μου στείλεις με τούτο το βαπόρι μια βαρέλα παλιά βερντέα πρώτης γραμμής, να μην έχει την παραμικρή γλυκάδα, στείλε μου τέσσερις μποτίλιες, γιατί είναι ανάγκη να τις πάρω και να φύγω αμέσως κάπου μακριά στην εξοχή, για να γλιτώσω από όλη τη βάρβαρη φασαρία και τα σμπάρα του Μεγάλου Σαββάτου που βαστούν τρεις μέρες και τρεις νύχτες”». (σ. 167)
«Ο Σίλερ και ο Γκαίτε είχαν φροντίσει με το έργο τους να βάλουν την καμπάνα στο κέντρο της ζωής των Γερμανών, στο κέντρο της ευαισθησίας, της μνήμης και του συναισθήματός τους, της κοινωνικότητας, της κοσμικής τάξης, των ονείρων αλλά και των φόβων τους [...]». (σ. 223)
Τελειώνοντας, ο συγγραφέας Νίκος Μπακουνάκης καταφέρνει να ανασυνθέσει την εποχή, να μιλήσει στον αναγνώστη για ένα τεράστιο κομμάτι της ιστορίας του αλλά και να κινήσει τα πρόσωπα, να ζωντανέψει το παρελθόν, να φέρει στη γλώσσα και στον ουρανίσκο του αναγνώστη τις γεύσεις των κρασιών – μέγας γνώστης ο ίδιος του οίνου και της διαδικασίας παραγωγής του, παιδιόθεν. Καταφέρνει να φέρει στο προσκήνιο ένα πλήθος ανθρώπων παραγωγών κρασιού και ανθρώπων που ασχολούνται με το κρασί –και όχι μόνον– και να τους κάνει να διαδραματίσουν ρόλο στο «Γκούτλαντ».
Τελικά, μπορεί το βιβλίο να είναι η ιστορία της «Αχάϊα – Κλάους», αλλά με αφορμή την αυτοκρατορία του Γουσταύου ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να μιλήσει και για την ιστορία τής πόλης. Συνυφαίνει την ιστορία της γερμανικής παροικίας (με προεξάρχοντα τον Γερμανό βιομήχανο Κλάους) με την ιστορία της Πάτρας και της Αχαΐας.
Αλλά και να μεταγγίσει στον απλό αναγνώστη την υπερηφάνεια για την αχαϊκή γη με αφορμή όλη αυτή τη δραστηριότητα, την ευρηματικότητα, το εμπορικό πνεύμα που επιδεικνύει ένας ξένος, ο Γουσταύος Κλάους. Ο οποίος λάτρεψε αυτή την περιοχή και, αφού μεγαλούργησε πριν από ενάμισι αιώνα, θάφτηκε στα χώματά της.
Τελικά, μπορεί το βιβλίο να είναι η ιστορία της «Αχάϊα – Κλάους», αλλά με αφορμή την αυτοκρατορία του Γουσταύου ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να μιλήσει και για την ιστορία τής πόλης. Συνυφαίνει την ιστορία της γερμανικής παροικίας (με προεξάρχοντα τον Γερμανό βιομήχανο Κλάους) με την ιστορία της Πάτρας και της Αχαΐας.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα «Όταν βγήκε απ' τη σκιά» (εκδ. Καστανιώτη).