{jcomments on}Του Κώστα Κατσουλάρη
Η άρνηση της πραγματικότητας δεν θα φέρει το καινούργιο
Όταν λίγους μήνες νωρίτερα κυκλοφόρησε και στη χώρα μας η μετάφραση του «Αγανακτήστε!», που πουλιόταν σαν ζεστό ψωμάκι το φθινόπωρο στη Γαλλία, όλα έδειχναν ότι το μόλις 60 σελίδων βιβλιαράκι θα περνούσε μάλλον απαρατήρητο στα καθ’ ημάς.
Λογικό: Ποιος στη χώρα μας γνωρίζει τον 93χρονο σήμερα Στεφάν Εσσέλ (Stéphane Hessel), ο οποίος παρότι γεννήθηκε Γερμανός, πολιτογραφήθηκε Γάλλος, γλίτωσε ως εκ θαύματος από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και, μετά από πολλές περιπέτειες, πρωτοστάτησε στη συγγραφή της «Οικουμενικής διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα»; Βλέπετε, ο Εσσέλ είναι κομμάτι της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, για την οποία οι νεοέλληνες θέλουμε να γνωρίζουμε μόνο ό,τι ενισχύει την εθνική μας οίηση (βλ. «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες») και τίποτε που να την κλονίζει ή να την αμφισβητεί (βλ. εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, δοσιλογισμός κ.ά).
Από την άλλη, το ίδιο το κείμενο, μια κατάθεση γενικών αρχών που καλούν στην εγρήγορση και στην αγανάκτηση ενάντια στην κοινωνική αδικία, στην ξενοφοβία, στην υποχώρηση του Κράτους Πρόνοιας, στην αδικία που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι από το Κράτος του Ισραήλ (σημειωτέον, ο Εσσέλ είναι Εβραίος), δεν είναι από αυτά που συγκινούν το ευρύ ελληνικό κοινό. Δεν διαθέτει ίχνος συνομωσιολογίας ή αντιαμερικανισμού, δεν στηλιτεύει αόρατα κέντρα εξουσίας, δεν καλεί έστω σε συστράτευση για τη λαϊκή εξουσία. Ίσα ίσα που, παρά τις πολλές δυσάρεστες διαπιστώσεις του, ο Εσσέλ κάνει λόγο για «ειρηνική επανάσταση» και τίθεται εναντίον κάθε μορφής βίας: «Η βία γυρίζει την πλάτη στην ελπίδα», λέει χαρακτηριστικά.
Το βιβλίο του Εσσέλ ανήκει σε αυτά τα κείμενα που δεν σου επιτρέπουν εύκολα να διαφωνήσεις. Έχοντας πάρει –και με το βάρος της προσωπικής του ιστορίας– το μέρος του «καλού», ο συγγραφέας του δεν σου αφήνει άλλο δρόμο παρά αυτόν της συγκατάνευσης. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν τάσσεται υπέρ της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ουδείς συμπαθεί τους μεγιστάνες του Τύπου και των ΜΜΕ που διαμορφώνουν σαθρές συνειδήσεις, κι ελάχιστοι τρέφουν αληθινή συμπάθεια προς το Κράτος του Ισραήλ όταν επιδίδεται σε σκληρά αντίποινα ή σε πολεμικές επιχειρήσεις σπέρνοντας τον τρόμο επί δικαίων και αδίκων.
Αυτή η ιδιότητα του "Αγανακτήστε!", το ότι δεν σου επιτρέπει δηλαδή να διαφωνήσεις μαζί του, αν κι εκ πρώτοις προβληματική, απεδείχθη το κλειδί της επιτυχίας του: Διαμορφώνει έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, μια μίνιμουμ κοινωνική συμφωνία γύρω από το τι είναι καλό και τι όχι, τι είναι θεμιτό και τι όχι, σε μια εποχή τρομερής και επώδυνης σύγχυσης. Διαβάζοντας τον Εσσέλ, άνθρωποι με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο και διαφορετικές προσλαμβάνουσες, μπορούν να ανακράξουν: «Καλά τα λέει ο τύπος, κάτι πρέπει να κάνουμε!»
Με το ξέσπασμα της ελληνικής εκδοχής του κινήματος των «αγανακτισμένων», το βιβλιαράκι του Εσσέλ ζει μια δεύτερη –εμπορικά– ζωή, αναπάντεχα ζωηρή, παρότι η δική του πρόσκληση για αγανάκτηση δεν "επικοινωνεί" (απ’ όσο γνωρίζω) με το κίνημα των Αγανακτισμένων όπως αυτό εκφράστηκε στην Ισπανία και το οποίο «ενέπνευσε» και το δικό μας. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του και την εξέλιξη του ελληνικού κινήματος από μια φρέσκια, ανατρεπτική, ανεξάρτητη και παιχνιδιάρικη γιορτή σε κίνημα γενικευμένης άρνησης της πραγματικότητας και αυτοκαταστροφικής μέθεξης*, τότε γίνεται ακόμη πιο φανερό ότι η αγανάκτηση του Εσσέλ και η αγανάκτηση της ελληνικής πλατείας έχουν διαφορετικές αφετηρίες, τόσο ιδεολογικές όσο και πολιτισμικές.
Ολοκληρώνοντας, παραθέτω μερικά λόγια με τα οποία επέλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας να κλείσει το κείμενό του, «δάνειο» από διακήρυξη που είχαν βγάλει οι παλαίμαχοι της Γαλλικής Αντίστασης επτά χρόνια νωρίτερα, το 2004. Σε αυτό, μεταξύ άλλων, γίνεται έκκληση «για μια αληθινά ειρηνική εξέγερση και αντίσταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που παρουσιάζουν ως μοναδική προοπτική για τη νεολαία τη μαζική κατανάλωση, την περιφρόνηση για τους αδύναμους, την αδιαφορία για τον πολιτισμό, τη γενικευμένη αμνησία και τον ξέφρενο ανταγωνισμό όλων εναντίων όλων.»
Διαβλέπει κανείς σήμερα τίποτε από αυτά στο Σύνταγμα ή στις άλλες πλατείες όπου λαμβάνει χώρα το θέατρο της αγανάκτησης; Ή μήπως η κουλτούρα της μούντζας και η ναρκισσιστική καθήλωση στο βολικό «για όλα φταίνε οι άλλοι» έχει εξανεμίσει κάθε ελπίδα για ένα κίνημα πραγματικά παιγνιώδες και τολμηρό;
* Δεν θα ήθελα να φανεί ότι "τσουβαλιάζω" ένα ετερόκλητο κίνημα κάτω από ταμπέλες και εύκολες κατηγοριοποιήσεις. Ερμηνείες κάνω, όπως κάνουμε όλοι. Μια ματιά όμως στα συνθήματα που κυριαρχούν στα πανό του Συντάγματος ("Η Βουλή θα γίνει ο τάφος σας", "Αν ψηφίσετε το μνημόνιο σας περιμένει το Γουδή" κ.ά.) δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, κι άρα για αισιοδοξία: οι παρανοϊκές θεωρήσεις της πολιτικής και της Ιστορίας -τύπου Deptocracy- έχουν "μολύνει" ανεπανόρθωτα τους θαμώνες της πλατείας, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να νομίζουν ότι το χρέος -και η ενδεχόμενη χρεοκοπία- είναι κάτι σαν τα δακρυγόνα - αρκεί να φυσήξει λίγος αέρας αριστερόστροφης αμεριμνησίας και όλα τα βάσανα θα εξανεμιστούν...
Stéphane Hessel
Μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου
Πατάκης 2011