Τι σημαίνει για την ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα το φαινόμενο των μαζικών τάφων και των σιωπηλών, απρόσωπων, αποστειρωμένων ενταφιασμών; Τέτοια και άλλα συναφή ερωτήματα θίγονται στο δοκίμιο της Κατερίνας Μάτσα «Νιόβη – Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας» (εκδ. Άγρα).
Του Χρήστου Ν. Τσαμπρούνη
Εκείνη τη στιγμή, όταν η φωτογράφος αντίκρισε το σώμα του μικρού Αϊλάν, στην παραλία της Αλικαρνασσού, πέτρωσε (Lifo 4.9.2015). Στο στιγμιότυπο του εξωφύλλου βλέπουμε στρατιωτικά οχήματα, στην πόλη Μπέργκαμο, να μεταφέρουν νεκρά σώματα για αποτέφρωση (La Repubblica 19.3.2020). Κάποια άλλη στιγμή την άνοιξη του 2020, μία νεαρή γυναίκα πέφτει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες από ένα λόφο της Αθήνας. Στο όνομά της ο ενεστώτας συναντά τον μυθικό χρόνο και η Κατερίνα Μάτσα αφιερώνει τον τίτλο του τελευταίου δοκιμίου της: Νιόβη – Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας (Αθήνα: Άγρα 2020).
Ο λόγος της Κατερίνας Μάτσα δοκιμάζει ταυτόχρονα το πολιτικό σχόλιο, μια μοναδική σε εύρος και βάθος συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία της ψυχοπαθολογίας, τον ψυχαναλυτικό στοχασμό, την θεραπευτική έγνοια, κι όλα αυτά με λέξεις η αισθαντικότητα των οποίων ανήκει περισσότερο στην ποιητική παρά στην επιστήμη: μιλά για τους αφημαγμένους, την κρυπτοφορία, το προθετικό μέλος/νάρθηκα, το μέλος φάντασμα, τους συμβολικούς μάρτυρες, την Αντιγόνη, τον Καρούζο, τον Σάββα Μιχαήλ…
[...] με λέξεις η αισθαντικότητα των οποίων ανήκει περισσότερο στην ποιητική παρά στην επιστήμη
Καθώς η ιδιότητα με την οποία μας συστήνεται είναι η ψυχιατρική, οφείλουμε να διακινδυνεύσουμε δυο λόγια. Η ψυχοπαθολογία αν και συνυφασμένη με την ιστορία της κλασικής ιατρικής και ψυχιατρικής του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, βρίσκει, μόλις, στη Γενική Ψυχοπαθολογία του Karl Jaspers (1913) τη χρονική της αφετηρία. Ο Φρόυντ περιέλαβε τη λέξη στο δικό του τίτλο, Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής (1904). Βασικά χαρακτηριστικά των σημαντικότερων συμβολών του κλάδου είναι το πλήθος των επιστημονικών πεδίων που εμπλέκονται (από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τη νευρολογία, την κοινωνιολογία, την κοινωνική στατιστική, την πολιτική επιστήμη κ.ά.), το βάθος των εννοιών (εν προκειμένω ο όρος τοξικομανία λόγου χάριν, δεν περνά αβασάνιστα στις γραμμές του δοκιμίου∙ το ίδιο συμβαίνει με τις λέξεις «εξάρτηση [addiction]», «συννοσηρότητα», «σύμπτωμα» κοκ.) και η πρωτοτυπία της σύνθεσής τους. Όλα αυτά συνιστούν ποιοτικά στοιχεία του κειμένου της Κατερίνας Μάτσα. Προστίθεται όμως και η μνημοσύνη, χαρακτηριστικό που συνδέει τον λόγο της απευθείας με τον Λόγο του Επιταφίου. Αυτό νομίζω ότι είναι ανεπανάληπτο στην τρέχουσα, σχετική, βιβλιογραφία.
Βεβαίως, η εργασία της στο ΨΝΑ επί τρεις δεκαετίες, διευθύνοντας τη μονάδα «18 ΑΝΩ», της παρείχε ένα τεράστιο κλινικό υλικό. Αυτή η πρώτη ύλη, την οποία εκθέτει σταδιακά σε γραπτά που προηγήθηκαν χρονολογικά, στηρίζει και το τελευταίο της βιβλίο. Σε όλα βρίσκει κανείς κυριολεκτικά το κομβικό σημείο, το σημείο στο οποίο κατόρθωσαν να δεθούν μαζί της, καταθέτοντας την ψυχή τους, συνεργάτες θεραπευτές και θεραπευόμενοι. Πρόκειται για ένα ψιχίο πραγματικού, το οποίο ψηλαφεί ο αναγνώστης των ιστοριών και το οποίο στροβιλίζεται περί του θανάτου, του πένθους, της απώλειας και της μνημοσύνης. Όσο κι αν η συστημική επίδραση είναι πασιφανής στο έργο της (ξεκινώντας κατά τεκμήριο από την υποστήριξη της διατριβής της [1997]) χάριν της οποίας φωτίζει τα οικογενειακά συμπλέγματα, το οικογενειακό σύστημα και τη συρραφή του, πάντα, με το ιστορικό συγκείμενο του κεντρικού προσώπου, δηλαδή του ασθενή, η βασική συνεισφορά έρχεται από την επεξεργασία του ψυχαναλυτικού θεωρήματος του πένθους, σε όλες του τις εκφάνσεις, ρητά και κυρίως όμως από τη φροϋδική συμβολή του Πένθος και Μελαγχολία (1917), διά της επεξεργασίας της από τον Φερέντσι, τελικά στο έργο των Αμπραάμ και Τόροκ (L' Écorce et le noyau, 1987).
Αν μπορούσαμε να εκθέσουμε περιληπτικά το βασικό της επιχείρημα, θα λέγαμε ότι αρθρώνεται γύρω από τις ακόλουθες προκείμενες: Η τοξικομανία συνιστά έναν κρίκο μιας ανθρώπινης προσπάθειας ψυχικής αυτοΐασης. Χημική λύση δεν υφίσταται, ούτε φυσικά χημική ίαση.
Αν μπορούσαμε να εκθέσουμε περιληπτικά το βασικό της επιχείρημα, θα λέγαμε ότι αρθρώνεται γύρω από τις ακόλουθες προκείμενες: Η τοξικομανία συνιστά έναν κρίκο μιας ανθρώπινης προσπάθειας ψυχικής αυτοΐασης. Χημική λύση δεν υφίσταται, ούτε φυσικά χημική ίαση. Το εύρος του προβλήματος συνίσταται, μεταξύ των άλλων στο ότι οι εθιστικές ουσίες προσφέρονται σήμερα αγοραία, αφειδώς, χύδην, εν πλω... Την ίδια ώρα οι τοξικομανείς έρχονται (τους βάζουμε), στη θέση του αποδιοπομπαίου: φέρουν ακριβώς εκείνη την παράσταση από την οποία αποστρέφουμε ανακλαστικά το βλέμμα, την εικόνα από την οποία επιθυμούμε να καθαρίσουν οι δρόμοι, είναι οι σκιές που μας κατατρέχουν, αυτό που νομίζουμε ότι δεν μας αφορά, η ελλειμματικότητα την οποία ξορκίζουμε από τις πλήρεις ζωές μας. Είναι το role model της σύγχρονης βιοεξουσίας. Η μέθοδος με την οποία θέλει η συγγραφέας να αντιπαρατεθεί στον όλεθρο που επισείει αυτή η τελευταία είναι εκλεκτική, δίχως να υποκύπτει σε εκλεκτικισμό και, όπως δηλώνει σε άλλο σημείο του έργου της, διαλεκτική. Η θεραπεία που προτείνει κινείται σε έναν άξονα, ιστορικής ανασυγκρότησης του ξεχωριστού παρελθόντος καθεμιάς και καθενός, επούλωσης των τραυμάτων και εξόρυξης ενός δημιουργικού ορίζοντα του κοινού μας μέλλοντος.
Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Εργάστηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής από το 1974 μέχρι το 2013. Υπήρξε επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ μέχρι τη συνταξιοδότησή της. Έκτοτε συμμετέχει στο έργο των Κοινωνικών Ιατρείων. Είναι εκδότρια του περιοδικού «Τετράδια Ψυχιατρικής». Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα. |
Ποια είναι όμως η Νιόβη του δοκιμίου; Είναι μια νέα γυναίκα 38 ετών η οποία μεγάλωσε με έναν απόντα πατέρα. Στους συμμαθητές της έλεγε πως είχε πεθάνει και στην εφηβεία της εκδηλώνει συμπτώματα ψυχογενούς ανορεξίας. Ξεπερνά την πρώτη της περιπέτεια αλλά θα τρέφεται στην υπόλοιπή της ζωή με τα ελάχιστα. Λίγο αργότερα θα γνωρίσει την κάνναβη και μόλις στα 18 της χρόνια θα μείνει έγκυος. Το μικρό της αγόρι είναι η ελπίδα της στην ευτυχία που σύντομα διαψεύδεται. Οι εκρήξεις βίας και η κακοποιητική συμπεριφορά θα έχουν ως αποτέλεσμα –αφού η περιστασιακή χρήση ηρωίνης εγκατασταθεί ως εξάρτηση– να την απομακρύνουν από το παιδί και να το μεγαλώσουν οι δικοί της σε μια επαρχιακή πόλη. Στα 9 του χρόνια οι δύο τους θα επανασυνδεθούν για να φύγει εκ νέου όταν θα μπει στη δική του εφηβεία. Στα δικά του 18 χρόνια θα σκοτωθεί έπειτα από τροχαίο ατύχημα. Η Νιόβη ήδη δέκα χρόνια «καθαρή» από την ηρωίνη, επισκέπτεται την Κατερίνα Μάτσα στο Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης και της δηλώνει, ενώ τα δάκρυά της τρέχουν, ότι «πέτρωσε η ψυχή μου από τον πόνο». Της ανακοίνωσαν το τροχαίο του παιδιού της κι εκείνη δεν πρόλαβε καν την κηδεία. Μόλις δημιουργείται μια σχέση μεταβίβασης ανάμεσά τους, εξαφανίζεται, ενώ τα μέτρα περιορισμού κλείνουν το Κοινωνικό Ιατρείο. Μολονότι επικοινωνούν με πρωτοβουλία της Κατερίνας Μάτσα, η οδύνη, η περιπλάνηση και η επιθετικότητά της κορυφώνονται∙ ο σύντροφός της από φόβο για τη ζωή της κάνει τις αναγκαίες ενέργειες για την υποχρεωτική νοσηλεία της. Ένα μήνα σχεδόν μετά, ήρεμη, επισκέπτεται τη μητέρα της, τον τάφο του γιού της, επιστρέφει στην Αθήνα. Το απόγευμα βγαίνει βόλτα με τα αγαπημένα της σκυλιά και το επόμενο πρωινό τη βρίσκουν με βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση οι περαστικοί. Επισήμως αποδίδεται σε πτώση, ατύχημα. Δεν επιζεί του χειρουργείου της. Σε ένα γράμμα συμφιλίωσης προς τον γιό της, που του απευθύνει χρόνια πριν, την πρώτη περίοδο της απεξάρτησης και ψυχοθεραπείας, η Νιόβη μπαίνει στη θέση του παιδιού (της). Γράφει: «Γιατί μου φέρθηκες έτσι, μαμά; Τι σου έκανα; Τι έφταιγα εγώ που εσύ δεν ήθελες να είσαι καλά; [...] Κάποιες φορές μού έδειχνες ότι δεν με άντεχες, ότι με μισούσες. [...] Νόμιζα ότι είσαι Δράκος και θα με κατασπαράξεις...»
Μοιάζει δυσοίωνο αλλά η αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής με όρους χρησιμότητας, καταφανής εν μέσω πανδημίας, η εξίσωση αξίας και οφέλους, μας επιστρέφει (όχι αναπότρεπτα) στον φυλετισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό, την εφαρμογή των κοινωνικών διακρίσεων σε υγιείς και αρρώστους, σε επιτυχημένους και αποτυχημένους, σε άριστους και παρίες.
Αυτό που αποδεικνύει το δοκίμιο της ψυχιάτρου Κατερίνας Μάτσα, πέραν από τη συντριπτική επαλήθευση της ψυχαναλυτικής υπόθεσης περί επιπτώσεων του μη-επιτελεσμένου ή/και αδύνατου πένθους και την αναγκαιότητα της μη-ιατρικοποίησής του (Κ. Σαρρημιχάλη et. al., «Το μη επιτελεσμένο πένθος και η τοξικοεξάρτηση[..]», στο: Τετράδια Ψυχιατρικής, 114 (2011), σ. 35-51), είναι οι κοινωνικές διαστάσεις που τούτη η δύναμη έχει και, ως εκ τούτου, η πολιτική ευθύνη που φέρει κάθε μία/ένας από μας. Μοιάζει δυσοίωνο αλλά η αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής με όρους χρησιμότητας, καταφανής εν μέσω πανδημίας, η εξίσωση αξίας και οφέλους, μας επιστρέφει (όχι αναπότρεπτα) στον φυλετισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό, την εφαρμογή των κοινωνικών διακρίσεων σε υγιείς και αρρώστους, σε επιτυχημένους και αποτυχημένους, σε άριστους και παρίες. Κι μόνο γι’ αυτό, το συγγραφικό κομψοτέχνημα που φέρει το όνομα της Νιόβης, αξίζει την υψηλότερη αναγνώριση. Είναι όμως και κάτι ακόμη∙ είναι η ηθική στάση που απορρέει από το ασυνείδητο της συγγραφέως, το συμφιλεῖν της Αντιγόνης, «[μ]ια αρχή ζωής και διεκδίκηση ζωής που δεν πηγάζει από τη βία που θέτει το Νόμο του Κράτους και περιφρουρεί το Νόμο» (Σάββας Μιχαήλ, ΑΝΤΙ-ΓΟΝΗ, ΑΝΤΙ-ΘΕΟΣ, ΑΝΤΙ-ΤΥΡΑΝΝΟΣ, Αθήνα: Άγρα 2020), είναι τα πρόσωπα των συγγενών της που συνάντησε μονάχα μέσα από τις φωτογραφίες, είναι «ο ανθός της ζωής» εξαιτίας του οποίου στέκεται ανυποχώρητη-τροχιοδεικτικό-της-ζωής-μας.
✻ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΜΠΡΟΥΝΗΣ είναι κοινωνιολόγος και ψυχαναλυτής (Σύλλογος Freud - Lacan).
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Κατερίνα Φάγκρα από την ταινία Πες στη μορφίνη ακόμα την ψάχνω (2001), σε σκηνοθεσία του Γιάννη Φάγκρα.
Νιόβη
Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας
Κατερίνα Μάτσα
Επίμετρο Σάββας Μιχαήλ
Άγρα 2020
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,50