Με αφορμή τη συμπλήρωση πρόσφατα 100 χρόνων από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γ. Σιακαντάρης αναλύει το βιβλίο του καθηγητή Ιστορίας Κρίστοφερ Κλαρκ Υπνοβάτες (εκδ. Αλεξάνδρεια), εντοπίζοντας αναλογίες με τη σημερινή Ευρώπη.
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Πέρυσι συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, αυτό το γεγονός αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τα αίτια του ξεσπάσματος, αυτής της φοβερής μηχανής εξόντωσης αθώων πολιτών. Αδράνειες και εθνικιστικοί φανατισμοί, ανεύθυνες και αδιάφορες ηγεσίες, πρόθυμοι και αδιάφοροι πολίτες, ύπουλοι και αδαείς διπλωμάτες, αυταρχικοί και χειραγωγούμενοι αυτοκράτορες ή βασιλείς, όλοι και όλα κρίνονται, για να προσεγγιστούν οι αιτίες που έκαναν αναπόφευκτο αυτόν τον πόλεμο.
Ένα μάλλον όχι αναπόφευκτος πόλεμος
Ο πόλεμος αυτός ήταν η συνάντηση της απερισκεψίας με το ιστορικό βάρος των επιμέρους εθνικισμών. Η συνάντηση του ατυχήματος με τον «αμυντικό πατριωτισμό» και τη «θυσιαστική ιδεολογία».
Ήταν όμως αναπόφευκτος; Να κάτι που η διεθνής ιστοριογραφία μελετά συνεχώς και καταλήγει σε διαφορετικά πορίσματα, ανάλογα με τη διαφορετική ιδεολογική και πολιτική στάθμιση των στοιχείων από τα ιστορικά αρχεία και τις πηγές (πρωτογενείς και δευτερογενείς). Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υιοθετήθηκε η άποψη σύμφωνα με την οποία αυτός ο θεωρητικά πρώτος καταστροφικός πόλεμος (στην Ευρώπη είχαν υπάρξει και άλλοι καταστροφικοί και πανευρωπαϊκοί πόλεμοι) ήταν αποτέλεσμα ενός ατυχήματος ή μιας απερισκεψίας (όπως θα μπορούσε να είναι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και η διάλυση της ευρωζώνης). Για την έκρηξή του έφταιγαν εξίσου όλοι. Στην ουσία δηλαδή δεν έφταιγε κανένας. Λιγότεροι ήταν οι ιστορικοί που επέρριπταν την ευθύνη στη μια ή την άλλη πλευρά και αυτό με μεγάλη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Αυτός ο πόλεμος όμως ήταν η συνάντηση της απερισκεψίας με το ιστορικό βάρος των επιμέρους εθνικισμών. Η συνάντηση του ατυχήματος με τον «αμυντικό πατριωτισμό» και τη «θυσιαστική ιδεολογία».
Στη δεκαετία του '60, ο Γερμανός –και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία– Φριτς Φίσερ εστίασε στις ευθύνες της Γερμανίας, δυσχεραίνοντας και την προσπάθεια της χώρας του να ακυρώσει τις ιδεολογικές και πολιτικές συνεπαγωγές της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τη «ρήτρα ενοχής» της Γερμανίας.
Μέσα από μια ανάλυση, εστιασμένη όμως, δυστυχώς, μόνο στις ενέργειες των ελίτ και κυρίως της διπλωματικής, ο Κλάρκ επιχειρεί να δει τις αιτίες του πολέμου στο σύμπλεγμα του ευρωπαϊκού ιδεότυπου «καθυστερημένα εθνικιστικά Βαλκάνια» σε συνδυασμό με τις επιμέρους εθνικές επιδιώξεις και επιλογές, διπλωματικές εκτιμήσεις και προσωπικές επιλογές των ηγετών. Ο Αυστραλός ιστορικός, καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Κέιμπριτζ, Κρίστοφερ Κλαρκ στο παρουσιαζόμενο βιβλίο του Οι Υπνοβάτες, που δημοσίευσε το 2012 και έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ, επιδιώκει «να αναθεωρήσει» δυο απόψεις. Πρώτη, αυτή περί του αναπόφευκτου πολέμου, άποψη που καταλογίζει την ευθύνη σε αδράνειες των εμπλεκόμενων και όχι σε σχέδιο για πόλεμο. Αυτή η θέση σε τελική ανάλυση επικαλείται «τις απρόσωπες δυνάμεις της Ιστορίας ή της Μοίρας». Δεύτερη άποψη που επιχειρεί να καταρρίψει είναι αυτή που ενοχοποιεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως όμως τη Γερμανία.
Ο καθηγητής Κρίστοφερ Κλαρκ
|
Βεβαίως, πολύ προτού ο Κλαρκ γράψει τους Υπνοβάτες, που όπως υποστηρίζει «ήταν προσεκτικοί αλλά ανύποπτοι, στοιχειωμένοι από όνειρα κι ωστόσο τυφλοί μπροστά στην πραγματικότητα της φρίκης που ήταν έτοιμοι να φέρουν στον κόσμο», με το θέμα είχε ασχοληθεί η λογοτεχνία με δυο κυρίως έργα. Το ομώνυμο, τρίτομο έργο του Αυστριακού Χέρμαν Μπροχ, στο οποίο ο συγγραφέας παρακολουθεί, μέσα από τη μυθιστορηματική του αφήγηση, την πορεία 30 χρόνων (1888-1918) της Γερμανίας προς τον μιλιταρισμό και τον καταστροφικό εθνικισμό. Και φυσικά το Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, στο οποίο αναφέρεται και ο Κλαρκ, όπου εδώ περιγράφεται η ανεμελιά των ανθρώπων χωρίς ιδιότητες, χωρίς δηλαδή συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών. Οι ήρωες του Μούζιλ, τη στιγμή που ερχόταν ο πόλεμος ασχολούνταν αποκλειστικά και μόνο με τον εορτασμό του Ιωβηλαίου του επικεφαλής της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Ένας αναπόφευκτος πόλεμος λοιπόν; Κάθε άλλο. Ένας πόλεμος που όσο μπορούσε να μη συμβεί, άλλο τόσο υπάρχουν αιτίες για το ότι συνέβη. Γι' αυτό όπως υποστηρίζει ο Κλαρκ, πρέπει να γνωρίζουμε του πώς και γιατί συνέβη. Βεβαίως εδώ σπεύδω να τονίσω πως το δυνατό σημείο του βιβλίου βρίσκεται στην ανάλυση τού πως συνέβη ο πόλεμος, αλλά όχι και στο γιατί συνέβη. Γιατί αν και παρατίθεται όγκος στοιχείων –γνωστών βεβαίως από την προηγούμενη ιστοριογραφική δουλειά –, που διευκολύνει την ανάλυση των προθέσεων και των λανθασμένων επιλογών των διπλωματικών, στρατιωτικών και πολιτικών ελίτ (με τη σειρά που εδώ αναφέρονται), έξω από την ανάλυση μένουν οι πολιτικές, οικονομικές και οι κοινωνικές εξελίξεις. Κυρίως έξω από την ανάλυση του βιβλίου μένουν –κάτι που αναδεικνύει το έργο ιστορικών όπως ο Ρίτσαρντ Έβανς– οι διαθέσεις και οι σκέψεις των πολιτών.
Πράξεις και οι παραλείψεις των ελίτ
Στο έργο του Κλαρκ η ιστορία θέλει να είναι με γιώτα κεφαλαίο, αλλά εδώ απουσιάζουν όχι μόνο οι προαναφερθείσες εξελίξεις, αλλά και οι αλλαγές στην καθημερινότητα, στην τέχνη, τον πολιτισμό, τις επιστήμες. Κάτι που είναι απαραίτητο για κάθε ιστορικό εγχείρημα με γιώτα κεφαλαίο, σύμφωνα με το οποίο ιστορία δεν είναι μόνο οι πράξεις και οι παραλείψεις των ελίτ, αλλά οι αγωνίες και η συμμετοχή των πολιτών.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός του Φιλελεύθερου κόμματος Χέρμπερτ Άσκουιθ έγραφε την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 1914 πως πλησιάζει ένας Αρμαγεδδών. Την ίδια στιγμή στη Ρωσία και τη Γαλλία κύκλοι των ελίτ μιλούσαν για «πόλεμο εξόντωσης» και «αφανισμό του πολιτισμού» αντίστοιχα. Επιστρέφοντας στο σήμερα αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολο είναι, όταν κανείς προβλέπει «αρμαγεδδώνες» και δεν κάνει τίποτα για να τους αποφύγει, αυτοί να έρθουν. Το ερώτημα, γιατί αν και πολλοί προέβλεπαν τον επερχόμενο πόλεμο κανείς δεν κατόρθωσε να τον αποφύγει, παραμένει επίκαιρο και σήμερα. Βεβαίως, ευελπιστώ, ότι αυτό δεν αφορά τον κίνδυνο πολέμου πλέον (αν και σ' αυτή την περίπτωση πρέπει που και που να ρωτάμε και τον Πούτιν), αλλά την οικονομική κατάρρευση της ευρωζώνης και συνεπώς και ολόκληρου του κόσμου.
Η ιστορία αρχίζει στις 11 Ιουνίου 1903 στο Βελιγράδι με τη βασιλοκτονία, του Σέρβου Βασιλιά Αλέξανδρου και της συζύγου του Ντράγκας και αρχίζει να τελειώνει πάλι Ιούνιο, στις 28 του μηνός το 1914, πάλι στα Βαλκάνια, στο Σεράγεβο, με μια άλλη βασιλοκτονία. Τη δολοφονία του διαδόχου του αυστροουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφί. Είναι σαν όλα να αρχίζουν και να τελειώνουν στα Βαλκάνια. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Και αυτό, παρότι δεν λείπουν ο προκαταλήψεις, επιχειρεί να δείξει ο Κλαρκ. Το 1907 στην Ευρώπη υπάρχει μια μεγάλη πόλωση. Η διχοτόμηση της Ευρώπης σε συμμαχικά μπλοκ, υποστηρίζει ο συγγραφέας, δεν προκάλεσε τον πόλεμο, αλλά χωρίς την ύπαρξη των δυο συνασπισμών «δεν θα μπορούσε να ξεσπάσει ο πόλεμος, έτσι όπως ξέσπασε».
Συμμαχίες που άφηναν κενά για το πότε και πώς πρέπει να ενεργήσει ο ένας σύμμαχος όταν ο άλλος θεωρούσε ότι απειλείται. Ένα σύστημα που κατά τον συγγραφέα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κάθε εταίρου.
Συμμαχίες που ώθησαν τη Μεγάλη Βρετανία, μετά τις δυο κρίσεις για το Μαρόκο το 1905 και το 1911 και με τον στόχο της ενίσχυσης του στόλου της, να ενταχθεί στη Διπλή Συμμαχία που είχαν ήδη συστήσει από το 1894 η Ρωσία και η Γαλλία. Εδώ είχαμε και τις επιμέρους συμμαχίες μεταξύ Γαλλίας-Μεγάλης Βρετανίας (Εγκάρδια Συνεννόηση), Βρετανίας-Ρωσίας (αγγλορωσική σύμβαση) και τη γαλλορωσική συμμαχία. Από την άλλη υπήρξε η Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας. Συμμαχίες που άφηναν κενά για το πότε και πώς πρέπει να ενεργήσει ο ένας σύμμαχος όταν ο άλλος θεωρούσε ότι απειλείται. Ένα σύστημα που κατά τον συγγραφέα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κάθε εταίρου. Ένα σύστημα που, θα πρόσθετα, δεν διευκόλυνε τα μέλη των συμμαχιών να υπερβούν τις εθνικές τους προτεραιότητες και γι' αυτό το λόγο δεν κατόρθωσε να αποφύγει τον πόλεμο, παρόλο που απ' ό,τι όλα δείχνουν, κανένας δεν τον επιδίωξε απόλυτα. Η εθνικιστική όμως ματιά δεν επέτρεψε οι εθνικές συμμαχίες να μετατραπούν σε δυνάμεις ειρήνης. Πάσα ομοιότητα με τη σημερινή Ευρώπη δεν είναι καθόλου τυχαία.
Οι στιγμές που ταρακούνησαν αυτές τις συμμαχίες ήταν η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία το 1908, το μαροκινό ζήτημα και η κρίση του Αγκαντίρ το 1911, η επίθεση της Ιταλίας στη Λιβύη το 1911, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σ' αυτό το πολύπλοκο σύστημα καθένας συμμαχούσε για να προασπίσει αποκλειστικά τα δικά του εθνικά συμφέροντα. Κάτι θυμίζει αυτό. Και έτσι, παρόλο που ο Μπίσμαρκ έλεγε ότι τα Βαλκάνια «δεν αξίζουν τα υγιή κόκκαλα ούτε ενός Πομερανού μουσκετοφόρου», εκεί στα Βαλκάνια, αλλά όχι μόνο, έχασαν τη ζωή τους πάνω από εννιά εκατομμύρια Ευρωπαίοι.
Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος συμμαχιών επικράτησε η λεγόμενη «κανονιστική δύναμη του αντικειμενικά υπαρκτού». Σύμφωνα με αυτή «μια υπαρκτή κατάσταση πραγμάτων είναι φυσιολογική και άρα δεν μπορεί παρά να ενσαρκώνει μιαν ορισμένη ηθική αναγκαιότητα ». Και όπου η ηθική ή ο ηθικισμός υπερισχύει της πραγματικότητας, εκεί συσσωρεύονται τα σύννεφα των απανταχού αρμαγεδδώνων και των περισπούδαστων «κελευστών» τους. Αυτή η «κανονιστική αυθεντία» έπεισε τους ηγέτες ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Έτσι εκλαμβάνονταν ως πραγματικότητα αυτό που ήταν ιδεοληψία και μπορούσε να αποφευχθεί. Εκλαμβάνονταν δηλαδή ως αναπόφευκτη πραγματικότητα ο πόλεμος, ο οποίος όμως αποτελούσε συνισταμένη αντικειμενικών τάσεων και υποκειμενικών διαθέσεων. Έτσι οι ηγέτες της εποχής, ακόμη και να το ήθελαν δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τον πόλεμο.
Ο Κλαρκ τονίζει ότι ο μεγάλος υπεύθυνος ήταν οι επαμφοτερίζουσες πολιτικές του «διλήμματος της ασφάλειας», όπου το ένα κράτος αυξάνοντας τα μέτρα για την ασφάλειά του οδηγούσε τα άλλα στην ανασφάλεια και από εκεί στην προετοιμασία για το χειρότερο. Έτσι το χειρότερο ερχόταν, αν και ελάχιστοι το ήθελαν. Όσοι εδώ βλέπουν αντιστοιχίες με τη σημερινή Ευρώπη, ορθώς τις βλέπουν.
Το ήθελαν όλοι όμως; Ο κόσμος και τότε χωρίζονταν στους οπαδούς των συναινετικών λύσεων και σ' αυτούς του πολεμικού κόμματος. Οι επιλογές όμως συγκεκριμένων προσώπων που ίσως οι ίδιοι και να μη ανήκαν στο κόμμα του πολέμου, οδήγησαν τελικά στη σύρραξη.
Φαινόμενα, υποστηρίζει ο Κλαρκ, όπως η ύφεση των σχέσεων μεταξύ των κρατών και των συμμαχιών, αντί να οδηγήσουν στη μόνιμη ειρήνη, οδήγησαν στον εφησυχασμό και αυτός δεν επέτρεψε στα κράτη να καταλάβουν τον κίνδυνο του επερχόμενου πολέμου. Την ίδια στιγμή της ύφεσης κάποιοι άλλοι καλλιεργούσαν το σκηνικό της βαλκανικής απαρχής ή του προληπτικού πολέμου. Προληπτικός πόλεμος που έβλεπε τα πλεονεκτήματα του αντιπάλου και αντί να θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση, έτρεχε γρηγορότερα προς αυτή, μήπως και αργότερα τα πράγματα θα ήσαν καλύτερα για τον αντίπαλο.
Εκεί που φαίνονταν ότι οι άνεμοι του πολέμου είχαν λουφάξει στον ασκό τους, κάποιο λανθασμένο μήνυμα, κάποια λανθασμένη επιλογή έλυε αυτό τον ασκό. Μόνο που εδώ ο Κλαρκ γέρνει μονόμπαντα. Αυτόν τον ασκό, υποστηρίζει, τον άνοιγαν περισσότερο οι ενέργειες της Τριπλής Συνεννόησης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και όχι της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και εν μέρει Ιταλία). Βεβαίως, για να μη αδικήσουμε τον Κλαρκ, αυτός τονίζει ότι ο μεγάλος υπεύθυνος ήταν οι επαμφοτερίζουσες πολιτικές του «διλήμματος της ασφάλειας», όπου το ένα κράτος αυξάνοντας τα μέτρα για την ασφάλειά του οδηγούσε τα άλλα στην ανασφάλεια και από εκεί στην προετοιμασία για το χειρότερο. Έτσι το χειρότερο ερχόταν, αν και ελάχιστοι το ήθελαν. Όσοι εδώ βλέπουν αντιστοιχίες με τη σημερινή Ευρώπη, ορθώς τις βλέπουν.
Για παράδειγμα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Σερ Έντουαρντ Γκρέι θεωρούσε πως η χώρα του, ιδιαίτερα μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου του 1912-13, οδηγούνταν σε ύφεση των σχέσεών της με τη Γερμανία. Η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία έβλεπαν τους κινδύνους στα Βαλκάνια και επιδίωκαν, αν δεν ήταν δυνατόν να αποτρέψουν τον πόλεμο, τουλάχιστον να τον περιορίσουν σε τοπικό επίπεδο. Αυτό όμως δεν σύναδε με τις υποχρεώσεις έναντι των συμμάχων τους.
Έτσι μετά τη δολοφονία του Σεράγεβο στη Γαλλία ο Πουανκαρέ ήταν υποστηρικτής της πολιτικής «ούτε βήμα πίσω» , η Αυστρία έστελνε τελεσίγραφο στη Σερβία που ήταν δύσκολο αυτή να αποδεχτεί, η Ρωσία έμπλεκε στη δέσμευσή της έναντι της Σερβίας και η Μεγάλη Βρετανία, αν και το τραβούσε ως το τέλος να μη δεσμευτεί με κανέναν, δεν μπορούσε να αποφύγει να εμπλακεί στον πόλεμο, όταν η Γερμανία εισέβαλλε στο Βέλγιο.
Εδώ μπλέκονταν οι ζωές και οι απόψεις τόσο διαφορετικών ανθρώπων όπως ήταν ο αμφιταλαντευόμενος μεταξύ πολέμου και ειρήνης Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας σερ Έντουαρντ Γκρέυ, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρουγγαρίας κόμης Λέοπολντ Μπέρχτολντ ή ο ιδιαίτερα φιλοπόλεμος αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου Στρατού Μόλτκε. Η άποψη Γκρέυ, αλλά και του κάιζερ Γουλιέλμου και του τσάρου Νικόλαου για τον τοπικό πόλεμο, έρχονταν αντιμέτωπη με τη θέση των Μπέρχτολντ και Μόλτκε ότι η ιδέα της Μείζονος Σερβίας, μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με τη βία.
Τέσσερις εβδομάδες μετά τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου των Αψβούργων και της συζύγου του φαινόταν η ιστορία να έχει παγώσει. Και ο πάγος όμως εκκολάπτει μια άλλη ιστορία. Ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Τέομπαλντ Μπέτμαν Χόλβεγκ παραδέχονταν ότι η «δράση εναντίον της Σερβίας μπορεί να οδηγήσει σε παγκόσμιο πόλεμο», δεν έκανε τίποτα για να τον αποτρέψει, αλλά ούτε και τον προετοίμαζε. Παρόλο που φαίνονταν όλα να έχουν αφεθεί στην τύχη και στην αδράνεια, αυτό το σύστημα διεθνών σχέσεων και συμμαχιών οδηγούσε στον πόλεμο.
Την ώρα που οι Αυστριακοί, στις 23 Ιουλίου 1914, έστελναν το τελεσίγραφο στη Σερβία με δέκα ιδιαίτερα δύσκολες απαιτήσεις για να γίνουν δεκτές, ο κάιζερ περιόδευε και έκανε διακοπές στην Σκανδιναβία. Αδιαφορία; Άγνοια κινδύνου;
Την ώρα που οι Αυστριακοί, στις 23 Ιουλίου 1914, έστελναν το τελεσίγραφο στη Σερβία με δέκα ιδιαίτερα δύσκολες απαιτήσεις για να γίνουν δεκτές, ο κάιζερ περιόδευε και έκανε διακοπές στην Σκανδιναβία. Αδιαφορία; Άγνοια κινδύνου; Όχι. Σύμφωνα με τον Κλαρκ η Γερμανία επιδίωκε να μην κάνει ενέργειες κλιμάκωσης της έντασης. Το ίδιο ήθελε και ο εξάδελφός του τσάρος της Ρωσίας, όχι όμως και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σαζόνοφ ή ο Γάλλος Πρόεδρος Πουανκαρέ. Γι' αυτό και ο τσάρος αρχικά στις 29-30 Ιουλίου διέταξε μερική επιστράτευση, πράγμα που δεν σήμαινε κήρυξη πολέμου και την επομένη γενική, που άλλαζε τα δεδομένα. Το ίδιο και ο Βρετανός ΥΠΕΞ Γκρέυ στις αρχές Αυγούστου απέρριπτε τις γαλλικές πιέσεις για βρετανική εμπλοκή στον πόλεμο και στις 4 Αυγούστου κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.
Καμία ειμαρμένη δεν υπάρχει εδώ, μόνο σύγκρουση συμφερόντων, προσωπικών επιλογών και επιλογών καριέρας. Δυστυχώς ή ευτυχώς ή ιστορία γίνεται και έτσι. Στην επιστράτευση της Ρωσίας (30 Ιουλίου) απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου εναντίον της (1 Αυγούστου) καθώς και εναντίον της Γαλλίας (3 Αυγούστου). Η εισβολή της Γερμανίας στο Βέλγιο οδήγησε τη Μεγάλη Βρετανία να κηρύξει τον πόλεμο (4 Αυγούστου) στη Γερμανία. Έτσι ο ένας μετά τον άλλο οι σύμμαχοι κήρυτταν τον πόλεμο στους αντιπάλους από την άλλη πλευρά και σ' αυτό το γαϊτανάκι παρέσυραν και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τελικά τίποτα δεν ήταν αναπόφευκτο, υπάρχουν υπεύθυνοι για τον πόλεμο. Μόνο που δεν είναι μόνο εκεί –διπλωματία και ελίτ– που τους ψάχνει ο Κλαρκ. Είναι και στο σύστημα άνισων σχέσεων μεταξύ κρατών και μέσα στα κράτη. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που δεν την γράφουν ιστορικοί της διπλωματίας όπως ο Κλάρκ, την γράφουν ιστορικοί της κοινωνίας των πολιτών όπως ο Χόμπσμπωμ ή ο Έβανς.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Μτφρ. Κώστας Κουρεμένος
Αλεξάνδρεια 2015
Σελ. 736, τιμή εκδότη: € 37,28