Του Άλκη Γούναρη
Στα νεανικά του χρόνια, ο Καρλ Πόππερ, ένας από τους θεμελιωτές της φιλοσοφίας της επιστήμης του 20ου αιώνα, είχε εργαστεί ως δάσκαλος σε ορφανά και μη προνομιούχα παιδιά του δημοτικού και των πρώτων τάξεων του γυμνασίου.
Τα παιδιά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σκέψη του και τού έμαθαν τη σπουδαιότητα της σαφήνειας και της απλότητας στη γλωσσική έκφραση. Ο ίδιος, θεωρούσε ότι οι φιλόσοφοι θα έπρεπε να ντρέπονται για τις άσκοπες διανοητικές περιπλανήσεις στις οποίες υποβάλλουν το ακροατήριό τους και οι οποίες συχνά δεν βγάζουν κανένα νόημα. Όταν διάβασε κάποια δημοφιλή –τη δεκαετία του ’60– κείμενα φιλοσόφων της περίφημης σχολής της Φραγκφούρτης, υποστήριξε ότι αν τα μεταφέρουμε σε «απλή» γλώσσα, αυτά τα κείμενα δεν λένε σχεδόν τίποτα. Όταν αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας –και ίσως επειδή ο ίδιος και η σύζυγός του Έννι δεν απέκτησαν απογόνους–, η σχέση του με τα παιδιά παρέμεινε στενή. Συχνά, τους διάβαζε παραμύθια και ιστορίες στις σχολικές γιορτές ή στην εκκλησία, και μάλιστα λέγεται ότι πολλές φορές, κατά την εξέταση διδακτορικών διατριβών, έφερνε παιδιά στο πανεπιστήμιο, υποχρεώνοντας τους υποψήφιους διδάκτορες να υποστηρίξουν με τέτοιο τρόπο τη διατριβή τους, ώστε αυτή να είναι σαφής και κατανοητή στους νεαρούς ακροατές.
Τα παιδιά είναι απαιτητικό κοινό. Είναι δύσκολο να μιλήσεις μαζί τους για φιλοσοφία, πόσω μάλλον για το νόημα της ζωής. Αυτό ακριβώς επιχείρησε στο νέο της βιβλίο η Σώτη Τριανταφύλλου, συνομιλώντας με τη δεκατετράχρονη Αλίκη. Η αμφισβήτηση κι η ανυπομονησία των παιδιών, το γεγονός ότι βαριούνται εύκολα και διατυπώνουν εύστοχα ερωτήματα για τα οποία συχνά δεν υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις, αποτελεί για κάθε συγγραφέα ένα δημιουργικό στοίχημα. Τα παιδιά ξέρουν ότι δεν ξέρουν, και γι’ αυτό ρωτούν συνεχώς. Από την άλλη, αυτοί που καλούνται συνήθως να τους δώσουν απαντήσεις, ή το κάνουν συνήθως με δυσνόητο και εξεζητημένο τρόπο, ή νομίζοντας ότι τα ξέρουν όλα, δίνουν απλώς ανέξοδες απαντήσεις, με αποτέλεσμα να λένε βλακείες.
Τα παιδιά βομβαρδίζονται από βλακείες. Μεγαλώνουν σε έναν κόσμο στον οποίο η βλακεία είναι το κυρίαρχο συστατικό. Τα πάντα κινούνται γρήγορα, κυλώντας στην επιφάνεια της γνώσης με τέτοια ευκολία ώστε ο «πάγος» που μας χωρίζει από την ουσία της να παραμένει άθικτος. Ίσως τελικά ο Χάξλεϊ επαληθεύεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά: αυτό που πρέπει να μας τρομάζει, δεν είναι ο σκοταδισμός και η απόκρυψη της πληροφορίας αλλά η διασκεδαστική υπερπληροφόρηση που μας μετατρέπει σιγά σιγά σε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά. Αυτή είναι η μια όψη. Η άλλη, η αισιόδοξη, είναι ότι τα παιδιά σήμερα γνωρίζουν περισσότερα απ’ όσα ένας ενήλικας της δεκαετίας του ’70. Έχουν ευκολότερη πρόσβαση στη γνώση, μιλούν ξένες γλώσσες, χειρίζονται υπολογιστές, μαθαίνουν τα πάντα αστραπιαία μέσω του ίντερνετ και αποκτούν εμπειρίες που οι παππούδες τους δεν απέκτησαν σε ολόκληρη την ζωή τους. Η πρόσβαση στη γνώση, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το να μαθαίνει κάποιος να σκέφτεται. Το να σκέφτεσαι σημαίνει να κρίνεις, να αξιολογείς, να αμφιβάλλεις, και να μην αγοράζεις βεβαιότητες και «αλήθειες» που προσφέρονται σε τιμή ευκαιρίας.
Ευτυχώς, τα παιδιά θέτουν διαρκώς ερωτήματα, έχοντας την αθωότητα ως όπλο απέναντι στις αγκυλώσεις. Έτσι και η Αλίκη, τυπικό παιδί της σημερινής γενιάς, είναι γεμάτη απορίες για όσα συμβαίνουν, αλλά και για όσα δεν συμβαίνουν στον κόσμο της. Κλασικά και διαχρονικά ερωτήματα, όπως αυτά για την ζωή, το θάνατο και το θεό, αλλά και ερωτήματα νέας κοπής που ένα παιδί πριν από δυο δεκαετίες δεν θα μπορούσε να ρωτήσει, ψάχνουν πειστικές απαντήσεις.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, έχοντας ιδιαίτερη άνεση στην επικοινωνία με τους εφήβους, βρίσκεται μπροστά σε ένα δύσκολο ρόλο τον οποίο καταφέρνει να ολοκληρώσει με επιτυχία. Πιάνει τα πράγματα από την αρχή και κάνει σαφές ότι σπουδαιότερο πράγμα στη φιλοσοφία, είναι να μπορεί κανείς να θέτει σωστά το ερώτημα, παρά να απαντάει σε αυτό. «Είναι προτιμότερο να ξέρουμε μερικές από τις ερωτήσεις παρά να ξέρουμε όλες τις απαντήσεις», σημειώνει εμφατικά. Η συζήτηση με την Αλίκη εξελίσσεται μεθοδικά και προσεκτικά, χτίζοντας βαθμιαία τη δυσκολία και περνώντας ομαλά από το ένα θέμα στο άλλο. Η Σώτη δεν είναι φιλόσοφος και αυτό ίσως είναι πλεονέκτημα σε τέτοιου είδους συζητήσεις, γιατί και η ίδια επιδιώκει τη διερεύνηση περισσότερο ίσως από την εξήγηση, κεντρίζοντας συνεχώς το ενδιαφέρον της νεαρής συνομιλήτριας (και των αναγνωστών), και οδηγώντας αναπόφευκτα σε νέα ερωτήματα και νέες θεματικές.
Η Αλίκη τηv διακόπτει, ζητά διευκρινήσεις, κάνει πλάκα, είναι αυθόρμητη και ζωηρή, και περιπλανιέται με ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε αυτή τη συναρπαστική Χώρα των Θαυμάτων των ιδεών. Η Σώτη από την άλλη, παρότι σε αρκετά σημεία μεταφέρει την οπτική της δικής της γενιάς, δεν επιχειρεί να κάνει την Αλίκη να πιστέψει «σε περισσότερα από έξι αδύνατα πράγματα πριν από το πρόγευμα», αλλά αντιθέτως προσπαθεί να αναδείξει την δύναμη του Λόγου (της λογικής δηλαδή σκέψης), παραθέτοντας με όσο το δυνατόν πιο εύληπτο τρόπο τις σημαντικότερες φιλοσοφικές θεωρίες και συμπυκνώνοντας σε τριακόσιες σελίδες τη σκέψη δυόμιση χιλιάδων ετών. Το θέμα δεν είναι η κατάκτηση της «απόλυτης αλήθειας», αλλά να μάθουμε να σκεφτόμαστε. –Τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σαν μια απάντηση στη βλακεία, σημειώνει με νόημα.
Περισσότερα από τριάντα ερωτήματα για τη μεταφυσική, τη γνωσιολογία, την ηθική και την αισθητική, μέχρι την πολιτική φιλοσοφία και την επιστήμη, μεταφράζονται στη γλώσσα των παιδιών της εποχής. Εκτός από τους κορυφαίους φιλοσόφους, συστρατεύονται οικείοι χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας, μουσικής και κινηματογράφου, αντιμετωπίζοντας δράκους σε σκοτεινά υπόγεια, διαστημικές τσαγιέρες, μυθιστορηματικούς ήρωες, ταχυδακτυλουργούς και σκαθάρια, κάνοντας έτσι τη φιλοσοφία περισσότερο ελκυστική στους εφήβους και όχι μόνο σ’ αυτούς.
Και τι συμβαίνει εν τέλει με το νόημα της ζωής;
Το νόημα της ζωής πιθανότατα υπονοείται στο εξώφυλλο και διαποτίζει ολόκληρο το βιβλίο. Ένα παιδί και μια γυναίκα περιπλανιούνται αρχικά στην έρημο. Ξεκινώντας με αυτό το στιγμιότυπο, οι περιπλανώμενοι πρωταγωνιστές της ταινίας «Η εσωτερική ουλή» του Φιλίπ Γκαρέλ διαγράφουν μια κυκλική πορεία, στην οποία το νόημα της ζωής αποτελεί συνεχώς το ζητούμενο. Φιλοσοφώντας, συμβαίνει το ίδιο: επιστρέφουμε συνεχώς στην αρχή, παίρνοντας αυτόν το δρόμο ξανά και ξανά. Ζώντας μια ζωή με νόημα, συμβαίνει το ίδιο: αν επιστρέφαμε στην αρχή, θα θέλαμε να ζούμε αυτήν τη ζωή ξανά και ξανά._
_____________________________
*Ο Άλκης Γούναρης (www.alkisgounaris.com) είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διοργανωτής του Φιλοσοφικού Καφενείου Dasein.
Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Πατάκη 2012 Σελ. 327, τιμή € 14,70 |