
Για τον συλλογικό τόμο θεολογικών κειμένων «Το πρόβλημα του κακού» (εκδ. Άρτος ζωής), σε επιμέλεια Σταύρου Ζουμπουλάκη.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στη μικρού μήκους γερμανική ταινία του 2008 «6000 Punkte für den Himmel» απεικονίζεται η καταδίκη ενός ανθρώπου να βρεθεί για μια αιωνιότητα στην κόλαση. Έγκλημά του; Το ότι ζούσε αδιάφορα, «φαρισαϊκά», και ήταν βέβαιος για την προσωπική του αυταξία, χωρίς να προσβλέπει στον λυτρωτή Ιησού Χριστό.
Σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, όταν ο άνθρωπος βαδίζει συνειδητά ενάντια στο θείο θέλημα, ο Θεός τείνει να τον «εγκαταλείπει», είτε για να τον οδηγήσει στη διόρθωση είτε για να τον εγκαταλείψει εντελώς, εφόσον δεν επιδέχεται γιατρειά. Το δεύτερο γεγονός συμβαίνει μετά θάνατον και ισοδυναμεί με την κόλαση. Για τους οπαδούς της αποκαταστάσεως των πάντων, γνωστούς και ως «ουνιβερσαλιστές», δεν υφίσταται η δεύτερη κατηγορία αποστροφής, αλλά μονάχα η πρώτη: οι ουνιβερσαλιστές θεωρούν πως και μεταθανάτια ο Θεός συνεχίζει να «παιδαγωγεί» τον άνθρωπο, ακόμη και επώδυνα, μέχρι και ο τελευταίος άνθρωπος της κόλασης να διορθωθεί και να οδηγηθεί στον αιώνιο παράδεισο. Επικαλούμενοι τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο θεωρούν υποστηρικτή της αποκατάστασης των πάντων, επιχειρούν την αναβίωση και την επικράτηση του ουνιβερσαλισμού.
Αυτό ακριβώς αναλαμβάνει ο Δρ. Ιωάννης Γ. Πλεξίδας με την εισήγησή του στις «Συναντήσεις» (ετήσια συνέδρια που πραγματοποιεί από το 2011 το ίδρυμα Άρτος Ζωής), δημοσιευμένη στον συλλογικό τόμο Το πρόβλημα του κακού, σε επιμέλεια Σταύρου Ζουμπουλάκη (εκδόσεις Άρτος Ζωής). Ο τόμος περιέχει δεκατέσσερα άρθρα-μελέτες. Σύμφωνα με τον Πλεξίδα, ο οποίος έχει υποστηρίξει αλλού τη μη αιωνιότητα της κόλασης, τα κείμενα του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης παρέχουν όχι μόνο σκόρπιες δηλώσεις αλλά και μια συστηματική υποστήριξη του ουνιβερσαλισμού, με βασικό επιχείρημα ότι η κόλαση δεν μπορεί να διαρκεί αιωνίως, καθώς θα καθιστούσε ατέρμονο το κακό, πράγμα άτοπο, διότι το κακό δεν ανήκει στο αρχικό σχέδιο της θεϊκής δημιουργίας. Για την ακρίβεια, το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη. Μαρτυρεί απλώς ατέλεια και έλλειψη γνώσης.
Ουνιβερσαλιστές της σύγχρονης εποχής (π.χ. ο Berdyaev και ο David Bentley Hart) έχουν επιτιμήσει τον Άγιο Αυγουστίνο, διαλεγόμενοι με τη διδασκαλία του Ωριγένη, από τον οποίο και πηγάζει η αισιόδοξη θεωρία αποκατάστασης του Νύσσης. Ωστόσο, στη συζήτηση του συνεδρίου ακούγεται ο αντίλογος ότι ο Αυγουστίνος αδικείται από μια τόσο μονόπλευρη σύγκριση.
Ο Δρ. Πλεξίδας μας λέει επίσης πως στα κείμενα του Γρηγορίου συναντώνται ενίοτε και ρητές παραδοχές ότι η κόλαση είναι αιώνια, δηλαδή δίχως τέρμα. Γενικά, όμως, ο Γρηγόριος Νύσσης συμμερίζεται τον ηθικό οπτιμισμό του Πλάτωνος (ή ίσως θα έπρεπε να πούμε: του Σωκράτη), που πρέσβευε ότι κανένας δεν είναι εθελούσια κακός και ότι το κακό δεν είναι θεληματικό στοιχείο, παρά αποτέλεσμα άγνοιας, γι’ αυτό και επιδέχεται παιδαγωγική διόρθωση, με την εκμάθηση της ορθής και γνωστικά ενημερωμένης σκέψης. Δεν υφίσταται η έννοια της «ελευθερίας» προς το κακό, μας λέει ο Πλεξίδας, για τον Γρηγόριο, γεγονός που οφείλεται στην ελληνική παιδεία υπό την οποία είχε διαμορφωθεί, και η οποία θεωρούσε το κακό αποτέλεσμα κάποιας ανθρώπινης έλλειψης. Ο άνθρωπος διαθέτει έμφυτη ροπή για το καλό και με τη σωστή εκπαίδευση μπορεί να το κάνει κτήμα του.
Η θεοδικία κατά Λάιμπνιτς
Επίσης πιο αισιόδοξη είναι η προσέγγιση του φιλοσόφου Leibniz περί θεοδικίας. Θεοδικία, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό που θα δώσει αργότερα ο Kant, είναι η υπεράσπιση της υπέρτατης σοφίας του Δημιουργού του κόσμου απέναντι στην κατηγορία που διατυπώνει εναντίον της ο Λόγος, με τεκμήριο τα εχθρικά προς τη σκοπιμότητα γεγονότα του κόσμου.
Υπερβαίνοντας το κακό, κερδίζουμε στη ζωή μας την ευτυχία.
Όπως γράφει ο καθηγητής Άρης Στυλιανού, για τη φιλοσοφία του Leibniz, η «θεοδικία» (ο φιλόσοφος έπλασε τον όρο το 1710) «αθωώνει» τον Δημιουργό και αποδίδει την ύπαρξη του κακού στις ατέλειες των κτιστών πλασμάτων. Τα δημιουργημένα όντα, καθότι ατελέστερα του Θεού, δεν μπορεί παρά να έχουν εγγενείς αδυναμίες και να μην επιδέχονται την πλήρη τελειότητα (διαφορετικά, θα ήταν ισάξια του Θεού). Ο Θεός έκανε το καλύτερο πλάθοντάς μας, αν λάβουμε υπόψη μας το «υλικό» που είχε στη διάθεσή του.
Ο Leibniz τονίζει επίσης πως το κακό δεν είναι τόσο μεγάλο στον κόσμο όσο πιστεύουμε, και ότι η παρουσία του λειτουργεί θετικά, με το να μας δίνει τη δυνατότητα να το υπερβαίνουμε. Υπερβαίνοντας το κακό, κερδίζουμε στη ζωή μας την ευτυχία. Κάτι τέτοιο όμως δεν αμφισβητεί υπόρρητα τη θεϊκή παντοδυναμία; Αν ο Θεός έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε με τον άνθρωπο, αλλά δεν τον έκανε να είναι χωρίς κακίες, δεν συνεπάγεται πως ο Θεός αδυνατεί να φτιάξει ένα τέτοιο δημιούργημα;
Οι «αντι-θεοδικίες»
Λέγεται πως η άποψη ότι για να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μας πρέπει να βιώσουμε σοβαρές μορφές του κακού, ανάγεται στον Άγιο Ειρηναίο του Λουγδούνου. Αυτό είναι συναφές με την εισήγηση του ομότιμου καθηγητή φιλοσοφίας, Στέλιου Βιρβιδάκη. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των φιλοσοφικών θεοδικιών, μας λέει ο Βιρβιδάκης, έφεραν ως αντίδραση τις «αντι-θεοδικίες». Οι αντιθεοδικίες, που αναγνωρίζουν ρητά πως το πρόβλημα του κακού δεν επιδέχεται ορθολογική εξήγηση σε θεϊστικό πλαίσιο, δεν προέρχονται αποκλειστικά από αθεϊστές, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις θεϊστών που τις προτάσσουν.
Ο Δρ. Βιρβιδάκης εξετάζει το κακό με την υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πανάγαθο και παντοδύναμο Θεό, όταν αντιμετωπίζει την απάντηση με δυσπιστία επειδή οι προκείμενές της είναι εξ Αποκαλύψεως δόγματα και ως τέτοια μη προσπελάσιμα από τον ορθό λόγο.
Εδώ, όμως, προϋποτίθεται η διάκριση του θεϊσμού σε δύο επιμέρους τύπους, τον «μεστό» και τον «ισχνό». Σε αντιδιαστολή με τον «μεστό θεϊσμό (thick theism), που αφορά τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις του παρελθόντος, οι οποίες καταφάσκουν μια σειρά ιδιοτήτων στον Θεό (π.χ. ο Θεός, ως αγαπητική Τριάδα προσώπων, που προνοεί για τα πλάσματά Του), «ισχνό» θεϊσμό (thin theism) ονομάζουμε την αποδοχή ενός θεϊσμού που αποδίδει ελάχιστες ιδιότητες στο θείο (ο Θεός ως Πρώτη Αιτία, λόγου χάρη) και αποφεύγει να πει περισσότερα. Στον τόμο αναφέρεται και η περίπτωση του εβραϊκής καταγωγής διανοητή Hans Jonas, ο οποίος υποστήριξε κάποτε πως είναι λογικώς αδύνατον ο Θεός να είναι συγχρόνως πανάγαθος, παντοδύναμος και κατανοητός απ’ τον ανθρώπινο νου. Βασισμένος στο ṣimṣūm της Καμπάλα, επέλεξε ν’ απορρίψει τη θεϊκή παντοδυναμία, με την εξάλειψη της οποίας (λένε οι επικριτές του) χάνεται οριστικά η πίστη στα γεγονότα της Βίβλου και του Ταλμούδ. Τα γεγονότα και τα δόγματα είναι ο «λίθος προσκόμματος» για κάθε ορθολογική θεοδικία, μας δείχνει ο Στέλιος Βιρβιδάκης.
Για τον ίδιο, η Αναλυτική φιλοσοφία της θρησκείας δεν είναι σε θέση να υπερασπισθεί ορθολογικά μια θεοδικία σε αρμονία με τον μεστό θεϊσμό. Αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστική απόρριψη του Θεού της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, αλλά φανερώνει μάλλον την «ισοσθένεια» των εκατέρωθεν απόψεων. Τούτη η προσέγγιση κλείνει κάθε «μεστή» θεολογία σε παρένθεση, προϋποθέτοντας όμως μια κοσμική, καντιανών αποχρώσεων, ηθική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το πρόβλημα τίθεται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης και την ίδια στιγμή απορρίπτονται τα διανοητικά εργαλεία που η ίδια αυτή παράδοση μας έχει προσφέρει για την επίλυσή του. Ο Δρ. Βιρβιδάκης εξετάζει το κακό με την υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πανάγαθο και παντοδύναμο Θεό, όταν αντιμετωπίζει την απάντηση με δυσπιστία επειδή οι προκείμενές της είναι εξ Αποκαλύψεως δόγματα και ως τέτοια μη προσπελάσιμα από τον ορθό λόγο.
Είναι, όμως, λογικά συνεκτική η απάντηση εντός του θρησκευτικού πλαισίου στο οποίο ανήκει; Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το ερώτημα που μπορεί (και ίσως θα πρέπει) να τεθεί από την Αναλυτική φιλοσοφία.
Οι Στωικοί
Ακόμη μία κρίσιμη συνεισφορά στην κατανόηση του κακού, αντιπροσωπεύει η Στωική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τους Στωικούς, το σύμπαν μας δεν είναι άψυχη οντότητα αλλά ένας ζωντανός οργανισμός, έμπλεος λογικής και αρμονίας, ενώ ο άνθρωπος, ως μέρος αυτού του συνόλου, έχει εντός του τα σπέρματα αυτής της γνώσης και τις παρορμήσεις στον έναν ενάρετο τρόπο ζωής. Η γνώση του φυσικού κόσμου αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη λογικότητα που τον διέπει, η οποία με τη σειρά της τον κατευθύνει σε έναν ηθικό τρόπο του βίου. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την ηθική δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, αλλά απλώς αδιάφορο. Στον παρόντα τόμο, τη διάκριση αναλύει η ακαδημαϊκός Μαρία Πρωτοπαπά-Μαρνέλη.
Τα μόνα που εξαρτώνται πραγματικά από μας είναι το καλό και το κακό (τα «ἐφ᾽ ἡμῖν»).
Πιο συγκεκριμένα, όλα τα πράγματα του κόσμου γύρω μας είναι είτε εξαρτημένα από την ανθρώπινη βούληση είτε ανεξάρτητα από αυτή: η ηδονή και ο πόνος, η χαρά και η λύπη, η αρρώστια και η υγεία, η ζωή και ο θάνατος είναι όλα ανεξάρτητα από μας και γι’ αυτό είναι ηθικώς αδιάφορα (τα «οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν»).
Από τη βούλησή μας εξαρτώνται αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή μας, δηλαδή μονάχα οι προσωπικές μας επιλογές. Τα μόνα που εξαρτώνται πραγματικά από μας είναι το καλό και το κακό (τα «ἐφ᾽ ἡμῖν»). Αυτά είναι και τα μοναδικά που για τους Στωικούς έχουν αληθινή αξία. Ο εξωτερικός κόσμος αλλά και το ίδιο μας το σώμα μας επηρεάζει στον βαθμό που προσφέρει στην ψυχή μας τις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου.
Σύμφωνα με επιφανείς Στωικούς φιλοσόφους, αυτό που ως μέρος μας φαίνεται κακό, υπηρετεί βαθιά το καλό από την προοπτική του συνόλου
Δεν είναι τα ίδια τα πράγματα που μας επηρεάζουν, λένε οι Στωικοί, αλλά οι ιδέες που έχουμε γι’ αυτά. Αν λοιπόν μπορούσαμε να μεταβάλλουμε τις ιδέες που έχουμε για τα πράγματα, τότε τίποτε δεν θα μπορούσε να μας επηρεάσει αρνητικά. Συναφής με τα παραπάνω είναι και η πραγμάτευση του κακού από τον Χαράλαμπο Βέντη, ο οποίος συγκρίνει Χριστιανισμό με Στωικισμό. Για να κατακτήσει την αρετή, ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με τη φύση, αφού καθετί που συμβαίνει σύμφωνα με τη φύση είναι σωστό. Αυτό υποστήριζαν στεντόρεια οι Στωικοί.
Πού εντάσσεται τότε το κακό; Σύμφωνα με επιφανείς Στωικούς φιλοσόφους, αυτό που ως μέρος μας φαίνεται κακό, υπηρετεί βαθιά το καλό από την προοπτική του συνόλου (ὧδε γὰρ εἰς ἓν πάντα συνήρμοκας ἐσθλὰ κακοῖσιν, έγραφε ο Κλεάνθης). Άρα το κακό, για τον Στωικισμό, δεν είναι παρά μια αναπόφευκτη δύναμη που υπηρετεί τη βαθύτερη αρμονία του έμβιου και λογικού μας σύμπαντος. Ο άνθρωπος πρέπει να το αναγνωρίσει και να αποδεχθεί ό,τι του κλήρωσε η μοίρα. Αυτή η «μοιρολατρική» στάση απέναντι στο κακό είναι στον αντίποδα του χριστιανικού ανθρωποκεντρισμού:
«Ο χριστιανισμός μπορεί να μην είναι σε θέση να ερμηνεύσει πλήρως την ύπαρξη και τη δράση του κακού στον κόσμο, αρνείται όμως κατηγορηματικά τη συνθηκολόγηση μαζί του και σε καμία περίπτωση δεν βλέπει το κακό ως κάτι το αναγκαίο και απαραίτητο για την εύτακτη λειτουργία της φύσης».
Ο Βέντης ισχυρίζεται πως η Ορθοδοξία είναι μια κοσμοθεωρία υπό διαμόρφωση και θα είναι υπό διαμόρφωση έως τους έσχατους χρόνους.
Μπορεί ο Απόστολος Παύλος να παραθέτει μια φράση απ’ τον «Ὕμνον εἰς Δία» του Στωικού Κλεάνθη, η χριστιανική θεολογία όμως προσδίδει νέες σημασίες στις παλιές ορολογίες. Οι Χριστιανοί συμφώνησαν ότι πρέπει να δείχνουμε εγκαρτέρηση στις συμφορές, μονάχα επειδή είχαν τη στέρεα ελπίδα πως όλα οι συμφορές θα καταργηθούν στα έσχατα. Αυτή η αρνούμενη να συμφιλιωθεί με το κακό εσχατολογία, είναι που λείπει εντελώς απ’ το Στωικό σύστημα.
Ο Βέντης ισχυρίζεται πως η Ορθοδοξία είναι μια κοσμοθεωρία υπό διαμόρφωση και θα είναι υπό διαμόρφωση έως τους έσχατους χρόνους. Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται εδώ, αλλά κατόπιν των επτά Οικουμενικών Συνόδων, μάλλον δεν αναμένεται να προστεθούν νέα θεολογικά δόγματα.
Όταν λέει πως δεν ερμηνεύεται πλήρως το κακό, ο Βέντης εννοεί ότι η εξήγηση της αμαρτίας δεν αρκεί για την εξήγησή του. Πώς γίνεται ο άνθρωπος να είναι χρονικά τόσο ύστερος σε σχέση με άλλα έμβια είδη και, το κυριότερο, πώς γίνεται αυτά να έχουν πεθάνει προτού εκείνος εμφανισθεί στη ζωή; Κολοσσιαίες φυσικές καταστροφές έχουν λάβει χώρα εκατομμύρια έτη πριν (για παράδειγμα, ο κρατήρας Chicxulub είναι 66 εκατομμυρίων ετών) και γνωρίζουμε πως ο φυσικός θάνατος χρονικά προϋπήρξε του ανθρώπου. Η απάντηση του Βέντη, αν δεν τον έχουμε παρανοήσει, είναι πως με την ανθρώπινη αμαρτία το κακό, η φθορά, οριστικοποιείται και εδραιώνεται για τα καλά στον φυσικό κόσμο, αν και ήταν ήδη παρόν ως τάση. Ίσως να μην υφίστανται πλέον τα πράγματα όπως ήταν προπτωτικά, επειδή οι φυσικοί νόμοι μεταβλήθηκαν.
Το Καθαρτήριο
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης υποστηρίζει ότι έφτασε ο καιρός να συζητήσουμε στην Ορθοδοξία για το ρωμαιοκαθολικό δόγμα του Καθαρτηρίου. Το Καθαρτήριο έχει τη δυνατότητα να απαλλάξει φιλάνθρωπα από την κόλαση. Είναι όντως έτσι; Κατά τη γνώμη μας, όχι. Η έννοια του Καθαρτηρίου (ενν. πυρός) μαρτυρεί μια δικονομική θεολογική αντίληψη, που θέλει να γίνονται μεταθανάτια βασανιστήρια στον αμαρτωλό μέχρι να «ξεχρεώσει» και να γίνει κατάλληλος να περάσει στον παράδεισο.
Στην Ορθοδοξία, η συγχώρεση δίνεται στον ειλικρινώς μετανοούντα άνθρωπο, γι’ αυτό άλλωστε και στα Ευαγγέλια ο Χριστός υποσχέθηκε τον Παράδεισο στον εκ δεξιών ληστή, λίγο πριν από τον θάνατό του. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η Εκκλησία πραγματοποιεί ειδικές προσευχές και μνημόσυνα.
Παραδοσιακά, η Ορθόδοξη διδασκαλία δεν αποδέχτηκε κάποια θεϊκή «εκδικητικότητα», αλλά έριξε το βάρος της ευθύνης στην ανθρώπινη ελευθερία επιλογής (αυτεξούσιο), που ανοίγει τόσο τον δρόμο της καταφατικής απάντησης στο κάλεσμα του Ιησού, όσο και της απόρριψης (βλ. τη διδασκαλία για το «καυστικόν πυρ» και το «φωτιστικόν πυρ»). Το Καθαρτήριο, από την άλλη πλευρά, είναι συνυφασμένο με τον «τοπολογικό» διαχωρισμό των μεταθανάτιων καταστάσεων, που στον Ορθόδοξο χώρο είναι ξένος.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.