
Για τη μελέτη της Χ.Μ. Νιφτανίδου «Περί άλγους – Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (Αυτοβιοφραφία) και Διδώ Σωτηρίου (Οι επισκέπτες)», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press. Στην κεντρική εικόνα, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, όπως την είδε ο Νικόλαος Καντούνης στα 1820.
Γράφει η Λένα Αραμπατζίδου
Στο βιβλίο της Περί άλγους, η κ. Χ.Μ. Νιφτανίδου, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών και το Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Εργασίας, έχει μια υποδειγματική δομή με εισαγωγή, πρόλογο, επίλογο και πολύ αναλυτικές και επεξηγηματικές σημειώσεις. Αυτό όμως που γοητεύει ιδιαίτερα είναι το κύριο τμήμα το οποίο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ, Elise, Ελισαβέτας, Μπέτας Μουτζάν-Μαρτινέγκου, την πρώτη ή μιας από τις πρώτες Ελληνίδες πεζογράφους, μάλιστα φεμινίστριες, τον 19ο αιώνα, όπως την σκιαγραφεί η κ. Νιφτανίδου. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στο μυθιστόρημα Οι επισκέπτες του 20ού αιώνα γραμμένο από τη Διδώ Σωτηρίου, γνωστή περισσότερο από τα Ματωμένα χώματα και το χρονικό της μικρασιατικής καταστροφής. Πώς λοιπόν συνδέονται δύο πεζογραφικά έργα που γράφτηκαν σε δύο διαφορετικούς αιώνες;
Παρακολουθούμε μια διαδρομή, η οποία, καθώς ξεδιπλώνεται, αποκαλύπτει και, όταν φτάνουμε στο τέλος, μας εκπλήσσει με ένα εύρημα.
Ξεκινώντας από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ/Μπέτας, λειτουργική πληροφόρηση είναι ότι η επτανήσια αριστοκράτισσα γεννήθηκε το 1801 και παντρεύτηκε από συνοικέσιο το 1831 έναν αριστοκράτη είκοσι περίπου χρόνια μεγαλύτερό της. Το έργο της σταματάει πριν τον γάμο της και αυτή είναι η τελευταία φορά που την ακούμε να μας μιλάει. Αυτό είναι το τελευταίο επεισόδιο του βιβλίου. Θα πεθάνει το 1832, δεκάξι μέρες μετά τη γέννηση του γιου της Ελισαβέτιου. Πενήντα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1881, ο γιος της, λόγιος πια -ήσσονος σημασίας-, θα εκδώσει το έργο της, με βασικό τίτλο Η μήτηρ μου, λογοκριμένο και περικομμένο. Τι περικόπηκε αποκαλύπτεται στο τέλος.
Η κ. Νιφτανίδου δεν παρουσιάζει το έργο ολόκληρο και αφηγηματικά, δεν περιγράφει το έργο αλλά το σημειολογεί, διαβάζει δηλαδή ενδελεχώς το κείμενο και απομονώνει μια σειρά περιστατικών/επεισοδίων, το καθένα από τα οποία είναι ένας κρίκος σε μια εννοιακή αλυσίδα. Μελετάει δηλαδή στοχευμένα δεκαεφτά επεισόδια που συνιστούν νευραλγικά σημεία, νευραλγικούς κόμβους σε μια ραχοκοκαλιά σημασίας, στην οποία συντίθενται με βάση ένα συνεκτικό στοιχείο. Και ποιο είναι αυτό; Η κατάθλιψη. Το άλγος. Ο πόνος ως δεσπόζουσα μιας ψυχοσωματικής παθολογίας.
Η δεσπόζουσα του πόνου
Πώς δομείται ως επικυρίαρχη αυτή η δεσπόζουσα του πόνου; Για αρχή, μέσα από τον εγκλεισμό και την απομόνωση της Ελισάβετ στο σπίτι, ακόμα κι αν πρόκειται για το αριστοκρατικό μέγαρο όπου ζούσε. Σε ένα επεισόδιο, για παράδειγμα, όπου απολαμβάνει την εξαίρεση να έχει βγει για λίγο έξω από το σπίτι και συνομιλεί με μια χωριατοπούλα, η κοπέλα του λαού μιλάει με λόγια θαυμασμού για το αρχοντικό της Ελισάβετ, ενώ η ίδια το αναλογίζεται ως γεμάτο με σκοτάδι και αναρωτιέται πώς μπόρεσε να ζήσει εκεί τόσα χρόνια. Το επίπεδο βλέμμα της αποτυπώνει την αλλοτρίωση, μια αλλοτρίωση που δεν σχετίζεται μόνο με την απαγόρευση εξόδου από το σπίτι της αλλά με την απαγόρευση πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή παιδείας. Επεισόδιο που συγκλονίζει είναι η προσπάθειά της να σπουδάσει με κατ’ οίκον δάσκαλο αλλά κυρίως η φυγή της προς τη μορφωτική ελευθερία στην Ιταλία, προσπάθειες που καταπίπτουν στο κενό. Συνταραγμένη η κοπέλα επιστρέφει στην οικία της, γεγονός που επιδεινώνει την ψυχοσωματική της κατάσταση.
Κεντρική μορφή στον απαγορευτικό κώδικα που της επιβάλλεται και παράγοντας αντίστασης στη μορφωτική της ανάγκη είναι ο άτεγκτος αριστοκράτης πατέρας της, ισχυρός πολιτικός παράγοντας, που αποκλείει τη μελέτη ως προοπτική για τη γυναίκα, αντίληψη που τον οδηγεί σε συγκρούσεις με την κόρη του. Όλα αυτά τα επεισόδια λειτουργούν σωρευτικά, μαζί με το θάνατο μιας νέας κοπέλας από κεραυνό και μιας άλλης νέας, από το συγγενικό περιβάλλον της Ελισάβετ, από αιμορραγία μετά τον θάνατο του πεντάχρονου γιου της. Όλα αυτά τα γεγονότα δημιουργούν ισχυρούς κραδασμούς στο νευρικό σύστημα της Ελισάβετ και επηρεάζουν καταλυτικά την ψυχική της κατάσταση, η οποία παγιώνει μια μονιμότητα θλίψης και οδύνης, μελαγχολία ή, με τους σημερινούς όρους, κατάθλιψη, όπως την καταγράφει η κ. Νιφτανίδου.
Έτσι, ο χώρος του άλγους που εξουθενώνει την Ελισάβετ, το πεδίο του πόνου μέσα στο οποίο αναλώνεται η νεανική ζωή μιας γυναίκας μπορεί να δώσει ερείσματα, ώστε η πεζογραφία να γίνει χώρος συνάντησης με την ιατρική.
Καθώς σκιαγραφείται το πορτρέτο της Ελισάβετ με λεπτά τεχνουργημένες κινήσεις ως μια μελαγχολική φυσιογνωμία που βίωσε μια επώδυνη ψυχοσωματική κατάσταση, αναδύεται ταυτόχρονα μια συμπτωματολογία της συγκεκριμένης κατάστασης. Έτσι, ο χώρος του άλγους που εξουθενώνει την Ελισάβετ, το πεδίο του πόνου μέσα στο οποίο αναλώνεται η νεανική ζωή μιας γυναίκας μπορεί να δώσει ερείσματα, ώστε η πεζογραφία να γίνει χώρος συνάντησης με την ιατρική. Έτσι όπως βλέπουμε να καταγράφονται πάνω στο σώμα συμπτώματα όχι μόνο βιολογικής αλλά και ψυχικής παθολογίας, το πεζογραφικό κείμενο ανοίγει ίσως και ως πολύτιμο ιατρικό ανάγνωσμα. Η αναγνώριση των συμπτωμάτων οδηγεί και στην αναγνώριση/ανάγνωση της νόσου, τη διάγνωση. Έτσι, το παρόν βιβλίο δεν προσφέρεται μόνο για φιλολόγους αλλά και για γιατρούς. Σήμερα που η διεπιστημονικότητα, ο διάλογος των επιστημών, επικρατεί ως η πιο παραγωγική επιστημονική διαδικασία, οι ιατρικές ανθρωπιστικές σπουδές είναι ένα τέτοιο διεπιστημονικό πεδίο διαλόγου λογοτεχνίας και ιατρικής ή φιλολογίας και ιατρικής. Και μέσα σε αυτό το διεπιστημονικό πεδίο, ένας διακριτός χώρος είναι η αφηγηματική ιατρική, δηλαδή η καταγραφή ιατρικών πράξεων με όρους λογοτεχνίας αλλά και αντίστροφα, η ανίχνευση και ανάγνωση ιατρικών δεδομένων, όπως για παράδειγμα τα συμπτώματα μιας ασθένειας, μέσα σε λογοτεχνικά ή γενικότερα γραμματειακά κείμενα.
Επιπλέον, μια ιατρική ανάγνωση μπορεί να διασταυρωθεί ή να συνδυαστεί με μια κοινωνιολογική ανάγνωση, η οποία βέβαια μπορεί να σταθεί και μόνη της. Για παράδειγμα, βλέπει κανείς πόσο η ψυχική κατάσταση της Ελισάβετ είναι συνάρτηση της κοινωνικής, ανελεύθερης κατάστασης που βιώνει. Επομένως, συνάγεται ως συμπέρασμα ότι η κατάσταση της υγείας του ατόμου συνέχεται με την κοινωνική κατάσταση και τις κοινωνικές συνθήκες που βιώνει. Συνεπώς, η λογοτεχνία και η γραμματεία μπορεί να διαλέγονται και με ένα άλλο, χωριστό πεδίο της ιατρικής που προσδιορίζεται ως κοινωνική ιατρική ή ιατρική σε σχέση με τη δημόσια υγεία.
Άλλωστε, η γραφή για την Ελισάβετ αποτελούσε πτυχή της δημιουργικής της δραστηριότητας, παράλληλα με την εκμάθηση ξένων γλωσσών όπως της ιταλικής και της γαλλικής.
Ένα άλλο κοινωνιολογικό αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον που εγείρει το συγκεκριμένο πεζογράφημα είναι ότι αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την πνευματική και κοινωνική ζωή της Επτανήσου τον 19ο αιώνα. Άρα, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική πηγή και για ιστορικούς ή κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες. Και είναι ιδιαίτερα ευρηματική η παρεμβολή κειμένων στα ιταλικά, από την αντίστοιχη ιταλική μετάφραση του έργου, ώστε να σκιαγραφηθεί το πολιτισμικό κλίμα της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται μια αίσθηση μετάβασης στην εποχή γραφής του έργου αλλά και τον τρόπο βίωσης της περιπέτειας της γραφής από την ίδια την Ελισάβετ. Άλλωστε, η γραφή για την Ελισάβετ αποτελούσε πτυχή της δημιουργικής της δραστηριότητας, παράλληλα με την εκμάθηση ξένων γλωσσών όπως της ιταλικής και της γαλλικής. Η προσήλωσή της στη σπουδή που συμπεριλαμβάνει αρχαία ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, πραγματωνόταν «με όρους πάθους», όπως μας λέει η κ. Νιφτανίδου, και συνιστά μια πράξη ανεξαρτησίας που συνδέεται με την ανεξαρτησία του Διαφωτισμού. Προτείνεται έτσι μια σαφής και ευέλικτη προσέγγιση στο θέμα της απομόνωσης και της αποσταθεροποίησης, που είναι η αντισταθμιστική πράξη της διεκδίκησης του δικαιώματος και της ενδυνάμωσης της γυναίκας. Ο σιωπηλός πόνος κραυγάζει ως αίτημα εξυγίανσης μέσα από τη συμμετοχή της γυναίκας στην παιδεία και την κοινωνική ζωή.
Οι επισκέπτες της Διδώς Σωτηρίου
Επομένως, ο πόνος δεν έχει μόνο ιατρική αλλά και κοινωνική και πολιτική διάσταση. Και μέσω αυτής της διάστασης ρίχνει τις γέφυρες προς το δεύτερο πεζογράφημα, το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου με τίτλο Οι επισκέπτες του 1979, 100 περίπου χρόνια μετά. Εδώ η κεντρική ηρωίδα Δωροθέα ή Ντορίτα είναι δεκαεπτά χρονών. Έχουμε δηλαδή πάλι μια νέα γυναίκα, η οποία όμως πλέον απολαμβάνει την ελευθερία μιας πολύπλευρης διαμόρφωσης: πνευματικής, πολιτικής και ερωτικής. Κόρη διανοουμένων και εγγονή πανεπιστημιακού δοκιμάζει την πένα της σε όλα τα είδη του λόγου και διευρύνει τους συναισθηματικούς και διανοητικούς της ορίζοντες μέσα από την ερωτική σχέση της με τον Δημήτρη, έναν πολιτικοποιημένο φοιτητή του Πολυτεχνείου. Η κοινωνική δράση της Ντορίτας και τα κείμενα κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα που γράφει, όπως αυτό για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την φέρνουν σε επικοινωνία με την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ.
Όμως, η καινούρια φιλολογία, η φιλολογία του σήμερα, απευθύνεται σε περισσότερες επιστήμες και περισσότερους ανθρώπους, όχι στενά και μόνο στους φιλολόγους.
Η δίοδος ή, ορθότερα, η λειτουργία που συνδέει τα δύο κείμενα είναι η ακόλουθη: το κείμενο του 20ού αιώνα διαβάζει και μελετάει το κείμενο του 19ου αιώνα. Φανταζόμαστε πόση εντύπωση θα προκάλεσε στην Διδώ Σωτηρίου η φυσιογνωμία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, αφού το 1965 της αφιέρωσε στην Αυγή άρθρο με τίτλο «Η μοίρα μιας γυναίκας. Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος». Τώρα, 14 χρόνια μετά, το 1979, μέσα από τη δική της γραφή έχουμε αυτό που ονομάστηκε διαλογικότητα (κατά Bachktin), δηλαδή ένα διάλογο των δύο κειμένων, μια επικοινωνία των δύο κειμένων. Για να χρησιμοποιήσουμε έναν άλλον όρο, έχουμε διακειμενικότητα, δηλαδή σύμπτωση δύο κειμενικών επιφανειών στον ίδιο κειμενικό χώρο (κατά Kristeva). Με την ορολογία του Genette το ένα κείμενο ως βάση είναι το υποκείμενο, ενώ το άλλο είναι το υπερκείμενο. Δεν θα γίνει εδώ λόγος για τη θεωρία του Genette ούτε για τη θεωρία του δομισμού σε σχέση με την αφηγηματολογία. Αυτά ίσως θα θεωρούσε κανείς ότι αφορούν μόνο τους φιλολόγους. Όμως, η καινούρια φιλολογία, η φιλολογία του σήμερα, απευθύνεται σε περισσότερες επιστήμες και περισσότερους ανθρώπους, όχι στενά και μόνο στους φιλολόγους.
Από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, ας δούμε πώς το κείμενο του 20ού αιώνα διαβάζει το κείμενο του 19ου αιώνα. Δεν το διαβάζει απλώς, αλλά το μελετά διεξοδικά και όχι μόνο το μελετά αλλά το αποκαθιστά. Με καταλύτη μια ενοραματική συνάντηση των δύο ηρωίδων, της Ελισάβετ/Μπέτας με την Δωροθέα/Ντορίτα, ανακαλύπτεται ή, καλύτερα, αποκαλύπτεται το κομμάτι που λογοκρίθηκε και περικόπηκε. Είναι το κομμάτι που περιέγραφε τον έρωτά της με έναν ποπολάρο, ένα νέο άντρα της κατώτερης κοινωνικής τάξης.
Συνοψίζοντας λοιπόν βλέπουμε δύο παραδείγματα (κατά Kuhn):
-το αρχέτυπο μιας πνευματικής γυναίκας του 19ου αιώνα που ανθίσταται στο στερεότυπο της εποχής της με τη διεκδίκηση του δικαιώματος της μόρφωσης και της εξωστρέφειας αλλά συνθλίβεται μέσα στην κατάθλιψη.
-το αρχέτυπο της γυναίκας του 20ού αιώνα η οποία απολαμβάνει κατακτήσεις που τον προηγούμενο αιώνα είχαν χαρακτηριστεί ως προκλήσεις αλλά είναι και ανοιχτή σε καινούριες προκλήσεις, στις οποίες την καλεί η δική της εποχή: δικαιώματα, ενδυνάμωση, ισότητα που θα ανοίγουν για τη γυναίκα όλο και περισσότερους δρόμους στην επιστήμη, την εκπαίδευση, την πολιτική και την κοινωνία.
Παρακολουθούμε, λοιπόν, πώς μέσα από τη λογοτεχνία καταδεικνύεται η αλλαγή της θέσης της γυναίκας και, γενικότερα, οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές
Παρακολουθούμε, λοιπόν, πώς μέσα από τη λογοτεχνία καταδεικνύεται η αλλαγή της θέσης της γυναίκας και, γενικότερα, οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές μέσα από την ακριβή αποτύπωση των εποχών στα κείμενα. Έπειτα, βλέπουμε πώς η κοινωνική συνθήκη που βιώνει ο άνθρωπος κάθε εποχής έχει αντίκτυπο στη σωματική αλλά και ψυχολογική του υγεία. Έτσι, αυτό το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας φέρνει τη φιλολογία σε συνομιλία με την ιατρική, την ψυχολογία/ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία, τις πολιτικές και τις πολιτισμικές σπουδές.
Η συνείδηση που διοδεύεται και εμπεδώνεται μέσα από τα κείμενα λογοτεχνίας/γραμματείας είναι ότι η υπόμνηση ακόμη και ενός μακρινού παρελθόντος εγείρει σε διαρκή επαγρύπνηση και εγρήγορση ως υπενθύμιση της ευθύνης του σημερινού κόσμου για μια κοινωνία πιο δίκαιη, συμπεριληπτική και χωρίς αποκλεισμούς.
*Η Λένα Αραμπατζίδου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Το τελευταίο της βιβλίο «Γ.Θ. Βαφόπουλος, Αλληλογραφία και Κριτική: ανάμεσα στα (λογοτεχνικά) πρόσωπα και πράγματα» κυκλοφορεί από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Χ.Μ. Νιφτανίδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Εργασίας (πρώην Π.Τ.Δ.Ε.) του Πανεπιστημίου Πατρών (Λέκτορας στο ίδιο Τμήμα από το 2005).
Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1991, βαθμός «Άριστα»), Θεωρία της Λογοτεχνίας και Συγκριτική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Paris III – Sorbonne Nouvelle, όπου εκπόνησε μεταπτυχιακή και διδακτορική διατριβή (D.E.A., 1992, βαθμός «Άριστα» – Doctorat, 2000, βαθμός «Άριστα με Συγχαρητήρια ομοφώνως»).
Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής της δίδαξε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού και στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Λυών, ενώ, μετά από την απόκτηση του διδακτορικού της διπλώματος, δίδαξε στα Τμήματα Φιλολογίας και Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, στα Τμήματα Ελληνικών και Γαλλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, καθώς και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Είναι η συγγραφέας των βιβλίων Georges Perec et Nikos-Gabriel Pentzikis: Une poétique du minimal (εκδ. «L’Harmattan», Παρίσι 2004) και Περί άλγους: Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία & Διδώ Σωτηρίου, Οι επισκέπτες (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2023), καθώς και η επιστημονική επιμελήτρια του συλλογικού τόμου Η διδασκαλία της λογοτεχνίας. Ιστορική και συγχρονική προοπτική (εκδ. «Περί Τεχνών», Πάτρα 2008). Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα ως νεοελληνίστριας εστιάζονται στα πεδία της θεωρίας και της διδασκαλίας της λογοτεχνίας, της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, όπως και σε αυτό της συγκριτικής γραμματολογίας, κεφάλαια των φιλολογικών σπουδών για ζητήματα των οποίων έχει δημοσιεύσει μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων.