Για το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης: Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς» (εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Σχεδόν πάνε κάποιοι να μας πείσουν πως δεν υπάρχει πλέον διάκριση μεταξύ προόδου και συντήρησης, μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και πως όλα ανάγονται στο αν μια πολιτική είναι αποτελεσματική ή όχι. Όλοι και όλα στο μπλέντερ της εξομοίωσης. Θα το είχαν πετύχει, αν δεν υπήρχαν κάποιοι συγγραφείς σαν τον Γιάννη Μπαλαμπανίδη, διδάκτορα Συγκριτικής Πολιτικής, οι οποίοι σε πείσμα του κλίματος των ημερών της κεντροποίησης της πολιτικής και του φανατισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιμένουν να γράφουν για το αντίθετο. Και γράφουν αρκετά πειστικά.
Πριν δώδεκα χρόνια ο Κόλιν Κράουτς (Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές) διαπίστωνε πως παρά την αποτυχία του ο νεοφιλελευθερισμός, εξακολουθούσε να είναι ζωντανός πολιτικά. Σήμερα ο Μπαλαμπανίδης διερευνά πως και τα περίφημα trickle down economics (συγκέντρωση του πλούτου στα υψηλά και διάχυσή του μέσω των αγορών προς τα κάτω), παρόλο που ακόμη και ο Μπάιντεν κήρυξε το τέλος τους, εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμη. Και το όχημα που τα μεταφέρει είναι η θεωρία του τέλους της διάκρισης μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς. Διαβάζοντας το βιβλίο του Μπαλαμπανίδη βλέπουμε πως αυτό το όχημα συντηρείται με παλαιά ανταλλακτικά. Και αυτά δεν είναι άλλα από τη διείσδυση της νεοσυντηρητικής ταυτότητας στα λαϊκά και στα μεσαία στρώματα.
Για να έρθει ο συγγραφέας στο κατ’ εμέ μείζον σημείο του έργου του. Εκεί που τονίζει τον βαθύτατα αντιπολιτικό χαρακτήρα της απολυτοποίησης της διάκρισης λαϊκιστές-αντιλαϊκιστές.
Στον 21ο αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο οικοδομείται μια πολιτισμική ηγεμονία συντηρητικού τύπου στα ευρύτερα στρώματα των «χαμένων» και των outsiders της παγκοσμιοποίησης. Η απάντηση κατά τον συγγραφέα δεν βρίσκεται στην προώθηση μιας ατζέντας «αξιοκρατίας» των ελίτ, αλλά σε μια ατζέντα που ακόμη και όταν προωθεί άυλες αξίες, θα εδράζεται στη διεκδίκηση αξιοπρεπούς εργασίας και μισθών. Ως προς αυτό το σημείο διακρίνει πολλά θετικά σημεία στις πολιτικές Μπάιντεν. Η αντοχή του τραμπισμού όμως, αν και είναι χαώδης, στηρίζεται σε μια μέθοδο: Αυτή του δήθεν προστάτη των «χαμένων» της παγκοσμιοποίησης. Για να έρθει ο συγγραφέας στο κατ’ εμέ μείζον σημείο του έργου του. Εκεί που τονίζει τον βαθύτατα αντιπολιτικό χαρακτήρα της απολυτοποίησης της διάκρισης λαϊκιστές-αντιλαϊκιστές. Είναι αντιπολιτική αυτή η ατζέντα και γιατί δεν υπάρχει αμιγής λαϊκισμός ή αντιλαϊκισμός, αλλά και γιατί η πολιτική εμπεριέχει εγγενώς τη σύγκρουση, από την οποία φροντίζουν να την απαλλάξουν οι θεωρίες μιας υποτιθέμενης μεσότητας ή ενός ανεύρετου «Κέντρου» – και οι θεωρίες τύπου «φίλοι» κατά «εχθρών» της Δημοκρατίας θα πρόσθετα.
Αυτό που προτείνει εναλλακτικά ο συγγραφέας είναι να επιστρέψουμε «εντέλει στην απαραμείωτη νεωτερική διάκριση Αριστεράς - Δεξιάς, της προόδου και της συντήρησης, επερωτώντας την και εμπλουτίζοντάς τη με τα νέα περιεχόμενα που αναδύονται εδώ και εκεί στον ρευστό κόσμο μας, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα την εγγενή αντιφατικότητα της ανθρώπινης κατάστασης» (σ. 23). Και αυτός ο εμπλουτισμός του περιεχομένου της διάκρισης πρόοδος - συντήρηση, Αριστερά - Δεξιά αποτελεί τον κορμό αυτού του βιβλίου.
O Γιάννης Μπαλαμπανίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1980. Σπούδασε νομικά και πολιτική επιστήμη στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Σύγχρονα Θέματα και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η έκδοση «Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά» αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής. |
Ο λαϊκισμός πάει με όλα
Η χρήση και η επίκληση του λαϊκισμού γίνεται για να ερμηνευτούν φαινόμενα εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους. Ο λαϊκισμός μετατρέπεται σε συνονθύλευμα που μέσα του στοιβάζονται ετερόκλητα κοινωνικά φαινόμενα, στρατηγικές και προγράμματα αλλά και κόμματα και ηγέτες. Αποδίδεται τόσο σε δεξιόστροφα όσο και σε αριστερόστροφα κόμματα χωρίς να γίνεται καμία διάκριση ανάμεσα στον νατιβιστικό και τον συμπεριληπτικό λαϊκισμό. Αποδίδεται ακόμη και σε κόμματα που αρνούνται τη διάκριση Αριστερά - Δεξιά. Οι διαφορές, οι ομοιότητες, οι ιστορικές διαδρομές σβήνονται για να διασωθεί εντέλει το «Κέντρο» ως εναλλακτική λύση. Να διασωθεί δηλαδή η Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Ο λαϊκισμός δια των πιο επίσημων χειλέων ανακηρύσσεται στην μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη. Έτσι ο πλούσιος σε αντιφάσεις και συγκρούσεις κόσμος της πολιτικής απισχναίνεται από το περιεχόμενό του και καταντά σκελετός χωρίς δέρμα. Ο διαχωρισμός μεταξύ λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού δεν έχει ούτε ιστορικό βάθος, ούτε συνοχή. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτός δεν κατέχει κεντρική θέση στην αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μόνο που μετατρέπει αυτήν την αντιπαράθεση σε αντιπολιτική.
Παρόλο που ο λαϊκισμός παρουσιάζει τον λαό ως ενιαίο σύνολο που στέκεται απέναντι στις ελίτ, αυτός εξομοιώνοντας τις αντιφάσεις, ταξικές διαιρέσεις, ανταγωνισμούς και ανισότητες εντός τους λαού στρέφεται και κατά του αντίθετου των ελίτ, κατά των «απέξω» μεταναστών αλλά και κατά όλων όσοι ζουν από την πρόνοια. Ο ενιαίος λαός στον νατιβιστικό λαϊκισμό δεν είναι και τόσο ενιαίος. Το πολεμικό δίπολο λαϊκισμός - αντιλαϊκισμός συσκοτίζει τις πραγματικές ταξικές και κοινωνικές διαφορές και διευκολύνει έτσι πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, αντί να τις μειώνουν. Το πεθαμένο «trickle down economy» βρικολακιάζει και επιστρέφει ως μόνη λύση, την οποία βεβαίως υπόσχεται η κεντροποίηση του πολιτικού. Υπό αυτήν την έννοια κατά τον Μπαλαμπανίδη αυτό το δίπολο ή μάλλον η χρήση που του γίνεται απειλούν τη δημοκρατική πλουραλιστική κουλτούρα. Γι’ αυτόν η δημοκρατία δεν είναι μια ελαφριά κατάσταση όπου συναντώνται οι πολίτες για να «τα βρουν» μεταξύ τους. Ή μάλλον για να «τα βρουν» οι πολίτες, χρειάζεται πρώτα να συγκρουστούν σε διαφορετικές πολιτικές πλατφόρμες.
Ο συγγραφέας φυσικά δεν αποφεύγει να αναφερθεί και στον αριστερό ριζοσπαστισμό, ο οποίος ξεχνώντας τον πραγματικό πολιτικό εαυτό του υιοθέτησε, κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, ένα αντισυστημικό και λαϊκίστικο ύφος.
Όπως γράφει «η πολιτική γεννιέται μέσα στην πολλαπλότητα και τη σύγκρουση, οι διαιρέσεις είναι αναπόσπαστο στοιχείο της, και μόνο όταν βαθαίνουν οι αντιθέσεις μπορεί να αναδεικνύονται πιο καθαρά τα στοιχεία εκείνα που διαμορφώνουν τις αναγκαίες συναινέσεις, χωρίς τις οποίες η πολιτική επίσης δεν υφίσταται» (σ. 48). Δεν χρειάζεται –κατά τον Μπαλαμπανίδη– ούτε να εξοστρακίζουμε τις αντιθέσεις χάριν μια μέσης συναίνεσης ούτε να τις απολυτοποιούμε δημιουργώντας κλειστές ταυτότητες. Και αυτό κάνει η απολυτοποίηση της διάκρισης λαϊκισμός - αντιλαϊκισμός. Εξομοιώνοντας τις διαφορές αφήνει ελεύθερο το πεδίο για το σχέδιο Τραμπ. Ενισχύει την αξιακή συντηρητική παλινόρθωση και τον δεξιόστροφο ριζοσπαστισμό, ο οποίος σε αντίθεση με τον «λαϊκισμό» είναι μια συνεκτική ιδεολογία, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται ο εθνικισμός, το ισχυρό κράτος, ο «νόμος και η τάξη», ο αυταρχισμός και ο αντί-πλουραλισμός. Και όχι σπάνια κι ένας ρηχός αντικαπιταλισμός.
Ο συγγραφέας φυσικά δεν αποφεύγει να αναφερθεί και στον αριστερό ριζοσπαστισμό, ο οποίος ξεχνώντας τον πραγματικό πολιτικό εαυτό του υιοθέτησε, κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, ένα αντισυστημικό και λαϊκίστικο ύφος. Σήμερα η δυναμική που επέτρεψε στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά να διεκδικήσει υψηλότερη πολιτική ορατότητα, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της. Μόνο κόμματα του Νότου (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Μελανσόν) διατηρούν κάτι απ’ αυτή τη δυναμική. Αυτές όμως οι εξελίξεις ταρακούνησαν τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία σταμάτησε να αναζητεί απαντήσεις στη μεσότητα του Κέντρου. Ακόμη όμως δεν έχει κάνει και πολλά προς αυτή την κατεύθυνση. Ο μακρονισμός με τη σειρά του υπήρξε η επαγγελία του «ανεύρετου Κέντρου». Η κεντρώα υπόσχεση αποδείχθηκε πολύ ρηχή και διαψεύστηκε. Ήταν μια υπόσχεση για τους winners που δεν έλεγε τίποτα στους losers. Αντιθέτως τους έβγαζε στους δρόμους. Ήταν μια υπόσχεση για σαρωτική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, περιορισμό του Κράτους Πρόνοιας, μείωση των φόρων περιουσίας και μόνο όσον αφορά την αναζωογόνηση της Ευρώπης είχε κάτι να πει.
Η επίθεση της συντηρητικής ταυτότητας
Τελικά αυτό που απομένει από τη δήθεν κατάργηση της διάκρισης Αριστερά - Δεξιά είναι η άνοδος της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Βεβαίως ο δεξιός ριζοσπαστικός μετασχηματισμός δεν είναι κάτι εντελώς το καινούργιο, αλλά απλώς διαβάζει πιο ριζοσπαστικά κλασικά θέματα της συντηρητικής ατζέντας (διαφθορά, μετανάστευση, ασφάλεια). Η οικονομικά φιλελεύθερη και κοινωνικά συντηρητική ατζέντα του θατσερισμού μετασχηματίστηκε σε εθνικιστική βάση. Το πρόβλημα έγκειται στ’ ότι αυτή η ατζέντα γίνεται και ατζέντα κάποιων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και πολιτικών. Αν μπορεί κανείς –προσθέτω– να ονομάσει σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και σοσιαλδημοκράτες αυτούς που υιοθετούν αυτή την ατζέντα.
Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα με τα κλασικά δεξιά mainstream κόμματα, τα οποία έγιναν πιο νατιβιστικά, αυταρχικά και λαϊκιστικά. Η πελατεία αυτής της ριζοσπαστικής Δεξιάς είναι διπλή. Από τη μια οι εντελώς «από κάτω» και από την άλλη εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης που αναπολούν τον «βιομηχανικό καπιταλισμό». Αυτό που πλέον γίνεται κοινός τόπος είναι η αποδοχή της νεοσυντηρητικής ιδέας της παρακμής. Σύμφωνα με αυτήν στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο κυριαρχούν φαινόμενα όπως η υποβάθμιση της γλώσσας, του έθνους, της εθνικής ταυτότητας, της αυθεντίας. Ιδέες που γράφονται και εκστομίζονται και από πρώην κεντροαριστερούς, πολιτικούς και διανοούμενους σημερινούς οπαδούς της Νέας Δεξιάς. Δυστυχώς. Η σοσιαλδημοκρατία απέτυχε να δημιουργήσει μια δική της ατζέντα που να απαντά στον ριζοσπαστικό συντηρητισμό. Το σύρσιμό της σε μερικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές την εμπόδισε να ανακαλύψει τον δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της παγκοσμιοποίησης ως δική της απάντηση. «Αν λοιπόν μοιάζει να επανακάμπτει μια «κανονική» διαίρεση Αριστεράς - Δεξιάς, παραμένει ανοικτό το ερώτημα αφενός εάν αυτή θα πάρει πιο συγκροτημένη μορφή και αφετέρου αν θα εκφραστεί πρωτίστως από τα μεγάλα κόμματα ή ιδίως οι νεότεροι θα στραφούν σε άλλους πολιτικούς παίκτες» (σ. 118).
Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οκ boomer» ο συγγραφέας καταγράφει εκείνες τις γενεακές διαφορές που οδήγησαν από τα παιδιά του Μαρξ και της Coca Cola της γενιάς των boomers στα παιδιά του Netflix των millennials και κυρίως της γενιάς Z.
Πάντως κατά τον συγγραφέα το χαμένο πρωτείο της προοδευτικής πολιτικής δεν είναι εντελώς χαμένο. Και τέτοια βιβλία συμβάλλουν στην επιστροφή αυτού του πρωτείου. Οι πόλεμοι της κουλτούρας και η επίθεση που γίνεται κατά της πολιτικής ορθότητας και του wokeism, βάσει και των δικών τους υπερβολών, αποτελούν ένα άλλο πεδίο στο οποίο ακόμη και πρώην προοδευτικοί η φιλελεύθεροι καταθέτουν τον οβολό της συντηρητικοποίησής τους. Εξόχως χρήσιμη βρίσκω την ανάλυση του συγγραφέα για τη μεσαία τάξη ως φαντασιακή κατασκευή. Κατασκευή όχι γιατί δεν υπάρχει μεσαία τάξη. Το αντίθετο, υπάρχει και παραϋπάρχει. Αλλά γιατί αυτή της η ύπαρξη εργαλειοποιήθηκε υπέρ μιας αντίληψης που δηλοί πως όλοι είμαστε σε θέση να ανέλθουμε στο κοινωνικό ασανσέρ, όχι μέσα από κοινωνικές πολιτικές, αλλά μ’ έναν αυστηρά εξατομικευμένο τρόπο. Θα περίμενα εδώ ο συγγραφέας να δώσει μεγαλύτερο βάρος, απ’ αυτό που δίνει, στην κριτική της «αξιοκρατίας», η οποία στη σοσιαλδημοκρατία υποσκέλισε την ιδέα της ισότητας. Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οκ boomer» ο συγγραφέας καταγράφει εκείνες τις γενεακές διαφορές που οδήγησαν από τα παιδιά του Μαρξ και της Coca Cola της γενιάς των boomers στα παιδιά του Netflix των millennials και κυρίως της γενιάς Z.
Μια έξοχη κοινωνιολογική ανάλυση που δίνει απαντήσεις στο τι μπορεί να είναι προοδευτική πολιτική και πώς μπορεί να αποκτήσει νέο περιεχόμενο σήμερα η διάκριση Αριστερά - Δεξιά μέσα από την επανεξέταση των δύσκολων εξισώσεων που βάζουν στη σοσιαλδημοκρατία και τη ριζοσπαστική Αριστερά έννοιες όπως το κράτος, το έθνος, το άτομο και η οικουμενικότητα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έτσι, πλάι στην κλασική διχοτομία Αριστερά - Δεξιά διαμορφώνεται σήμερα, χωρίς να την αναιρεί αλλά εμπλουτίζοντάς την, μια σύνθετη δομή πολιτικής σύγκρουσης με επάλληλες διαιρέσεις και επίδικα: υλικά (οι αύξουσες οικονομικές ανισότητες και ο φόβος του κοινωνικού-ταξικού υποβιβασμού έναντι της υπόσχεσης των trickle down economics), γεωπολιτικά (ανοιχτά σύνορα και αγορές ή εθνικό κράτος και προστατευτισμός / ευρωπαϊσμός ή ευρωσκεπτικισμός), αξιακά (φιλελεύθερες αξίες: πολυπολιτισμικότητα, ατομικά δικαιώματα, οικολογία και κλιματική αλλαγή απέναντι σε παραδοσιακές – αυταρχικές: νόμος και τάξη, εθνική ομοιογένεια). Σε αυτά τα σύνθετα διακυβεύματα οι mainstream πολιτικές παράδοσης του συντηρητισμού και της σοσιαλδημοκρατίας δυσκολεύονται να δώσουν επαρκείς απαντήσεις» (σ. 72-73).