
Για το βιβλίο των Sue Donaldson και Will Kymlicka «Ζωόπολις, Μια πολιτική θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων» (μτφρ. Γρηγόρης Μολύβας, εκδ. Πόλις).
Του Κώστα Αλεξίου
Άρχισα να σκέφτομαι τι θα γράψω για τη Ζωόπολις από τη μέρα που ανακοινώθηκε ο προγραμματισμός της έκδοσης. Δεδομένου ότι πρωτοδιάβασα το βιβλίο λίγο μετά την κυκλοφορία της αγγλικής έκδοσης (2011) και από τότε παρακολουθώ τη ζήτηση που προκάλεσε, αρχικά είχα κατά νου να παρουσιάσω τις θέσεις του βιβλίου, να αναπτύξω τις διάφορες εμπεριστατωμένες κριτικές που έχει δεχτεί κατά καιρούς και να αναδείξω εκ νέου την οπτική του καταργητισμού. Εν τέλει όμως νομίζω πως ένα ακόμα κείμενο εσωτερικής κατανάλωσης δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο και ότι αντί να γράψω για το βιβλίο ίσως είναι προτιμότερο να γράψω κάποια πράγματα με αφορμή το βιβλίο.
(...) γιατί ο βασικός υπεύθυνος πίσω από έναν σπουδαίο εκδοτικό οίκο αποφάσισε όχι μόνο να βγάλει ένα βιβλίο 500 σελίδων σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας που εστιάζει στο ζήτημα των ζώων, αλλά και να το υποστηρίξει με την προσωπική του υπογραφή;
Θα ξεκινήσω με μια σημειολογική παρατήρηση: Στην 2η σελίδα του βιβλίου υπάρχει μια αφιέρωση, που δεν είναι των συγγραφέων αλλά του εκδότη. Η έκδοση αφιερώνεται όχι σε ένα αλλά σε 11 γατιά, χωρίς τα οποία «η απόφαση για την έκδοση του Ζωόπολις [...] δεν θα είχε ληφθεί». Δεδομένου ότι αποτελεί παρατυπία να γράφουν αφιερώσεις στα βιβλία οι εκδότες, γιατί ο βασικός υπεύθυνος πίσω από έναν σπουδαίο εκδοτικό οίκο αποφάσισε όχι μόνο να βγάλει ένα βιβλίο 500 σελίδων σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας που εστιάζει στο ζήτημα των ζώων, αλλά και να το υποστηρίξει με την προσωπική του υπογραφή; Εικάζω ότι οι λόγοι υπερβαίνουν τη γνωστή πάθηση της γατοπληξίας και αφορούν μια προοπτική του συγκεκριμένου ζητήματος που πηγάζει από την εμπειρία ενός ανθρώπου που τις τελευταίες δεκαετίες έχει εκδώσει σημαντικότατες πραγματείες και έχει αντίληψη των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός της απελευθέρωσης των ζώων; Πολύ αμφιβάλλω, πόσο μάλλον εν καιρώ πανδημίας. Υπάρχει όμως σοβαρή περίπτωση να γίνεται επιτέλους το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο κλάδος της ηθικής έχει εμπλουτιστεί σε βαθμό κορεσμού με σοβαρή παραγωγή βιβλιογραφίας γύρω από το ζήτημα των ζώων, ωστόσο αυτή η ακαδημαϊκή στροφή προς τα ζώα δεν είχε κάποια επίδραση στην οδύνη τους. Ως αιτία γι’ αυτό συχνά αναδεικνύεται (όπως γίνεται και στην εισαγωγή του βιβλίου, σελ. 19-21) η έλλειψη μιας κατάλληλης/ολοκληρωμένης θεωρίας που θα προσφέρει απαντήσεις σε κάθε ηθικό δίλημμα ή που θα πείσει τους πολίτες ότι τα ζώα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως αναλώσιμοι πόροι. Προσωπικά όμως είμαι πεπεισμένος ότι η αλήθεια απέχει από αυτή τη θέση: Καλώς ή κακώς, και ανεξαρτήτως από το τι μπορεί να θεωρούν οι ίδιοι πως κάνουν, οι άνθρωποι δεν συνηθίζουν να παίρνουν αποφάσεις βάσει λογικής. Παράγοντες όπως η ροπή προς την απόλαυση ή η τάση για κοινωνική ενσωμάτωση και αποφυγή της περιθωριοποίησης, παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων του μέσου ανθρώπου από οποιαδήποτε θεωρία, όσο συγκροτημένη κι αν είναι αυτή. Εξάλλου, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι καθημερινά κάνουν πολλά πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει πλήρης ηθική ή λογική κάλυψη. Παράλληλα, εάν η μη εκμετάλλευση των ζώων στερείται μία φορά δυνατού θεωρητικού υποβάθρου, τότε η υφιστάμενη εκμετάλλευση των ζώων το στερείται πολλές περισσότερες.
![]() |
"Γραμμένο με επιστημονική ακρίβεια και λαμπρό ύφος, το Ζωόπολις είναι ένα θαρραλέο βιβλίο, ένα μεγάλο διανοητικό επίτευγμα, το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο στον τομέα του, από την εποχή που δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Peter Singer Animal Liberation. Θα εμπνεύσει όλους εκείνους που διαμαρτύρονται για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μεταχειρίζονται τα ζώα." (Richard Keshen, Literary Review of Canada) |
Δυστυχώς, τα ζώα δεν βρίσκονται στη δεινή θέση που βρίσκονται για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την ηθική τάξη – θα ήταν πολύ βολικό για όλους μας εάν ίσχυε αυτό. Τα ζώα βιώνουν την κόλαση επί της γης επειδή, πολύ απλά, η εκμετάλλευσή τους είναι επωφελής και, όπως είχε πει κάποτε ο Μπέρτραντ Ράσελ εξετάζοντας αυτό το γεγονός, έχουμε την ικανότητα να τα καταστρέψουμε ευκολότερα από ό,τι μπορούν αυτά να καταστρέψουν εμάς. Εάν επιδιώκουμε μια καλύτερη μέρα για τα άλλα ζώα, αυτή η ικανότητα είναι που πρέπει να αναχαιτιστεί. Το κύριο ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η αποδόμηση της εκμετάλλευσης των ζώων σε ηθικό επίπεδο, αλλά το να εδραιωθεί ως υπαρκτό, σημαντικό και επείγον ζήτημα σε έναν άλλον κλάδο: αυτόν της πολιτικής επιστήμης.
Εδώ θα κάνω μία δεύτερη παρατήρηση: Στη σελίδα 503 του βιβλίου ο Γρηγόρης Μολύβας, που εκτός από εξαιρετικός μεταφραστής τυγχάνει να είναι και καθηγητής πολιτικών επιστημών, παραδέχεται ότι, ως αναγνώστης, και παρότι ενήμερος για τις αντιπαραθέσεις γύρω από τα δικαιώματα των ζώων, το βιβλίο τον έκανε να αναλογιστεί πράγματα που δεν τα είχε δει με αυτό τον τρόπο. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, πώς γίνεται ένας τόσο καταρτισμένος άνθρωπος να μην μπήκε ποτέ σε αυτή τη διαδικασία; Πιστεύω ότι η απάντηση είναι πολύ απλή: Δεν μπήκε ποτέ σε αυτή τη διαδικασία γιατί δεν υπήρχε λόγος να μπει. Και δεν υπήρχε λόγος να μπει, γιατί το ζήτημα των ζώων κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται εκτός των προσωπικών του ενδιαφερόντων και, επί της ουσίας μέχρι πρότινος, εκτός του γνωστικού αντικειμένου του, της πολιτικής. Όπως πολύ ορθά παρατηρούν και οι συγγραφείς του βιβλίου, «οι ιδέες [της θεωρίας των δικαιωμάτων των ζώων] κυκλοφορούν σε έναν στενό κύκλο ακτιβιστών [... α]λλά δεν έχουν ουσιαστικά κάποια απήχηση στο ευρύ κοινό» (σελ. 17).
Ό,τι όμως δεν κατάφεραν οι υφιστάμενες ηθικές θεωρίες, αυτό ακριβώς είναι που καταφέρνει να κάνει η εν λόγω καινοτόμα κανονιστική πραγματεία, δεδομένου ότι εντάσσει τα άλλα ζώα στη σφαίρα της πολιτικής. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται να προκαλεί αμηχανία στους εμπλεκόμενους φορείς και στα εμπλεκόμενα υποκείμενα. Πρόκειται όμως μια αντίδραση μάλλον αναμενόμενη, καθώς κατ’ αυτό τον τρόπο αποδομείται το κυρίαρχο παράδειγμα που έχουν όλοι κατά νου όσον αφορά την υπεράσπιση των ζώων (δηλαδή, η φιλοζωία), το οποίο αν και φίλα προσκείμενο προς τα ζώα δεν παύει να τα αντιμετωπίζει ως πόρους που μπορούν να αξιοποιηθούν για ανθρώπινους σκοπούς, και αντικαθίσταται από ένα νέο μοντέλο κατά το οποίο τα ζώα δεν είναι πλέον αντικείμενα, αλλά καταπιεσμένα υποκείμενα. Αυτή η αντικατάσταση υποχρεώνει με τη σειρά της σε μια ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού πεδίου και δημιουργεί την ανάγκη εξεύρεσης καινούργιων εννοιολογικών εργαλείων που να μπορούν να χειριστούν τα νέα δεδομένα (κάτι στο οποίο, μέχρι ενός βαθμού, συμβάλλει και η πραγματεία των Ντόναλτσον και Κίμλικα εφαρμόζοντας τη θεωρία της ιδιότητας του πολίτη στους μη ανθρώπους). Αυτή η διαδικασία είναι μακρά, αποτελεί ωστόσο μονόδρομο για ένα μέλλον χωρίς εκμετάλλευση των ζώων σε δομικό επίπεδο. Η πολιτική, ως η συνδιαλλακτική δραστηριότητα που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο διάγουμε τον βίο μας, μας παρέχει τη δυνατότητα να θεσπίσουμε τους κανόνες που θα καταστήσουν δυνατή τη χειραφέτηση των άλλων ζώων.
(...) η Ζωόπολις είναι κάτι πολύ περισσότερο από το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς: είναι η αρχή μιας νέας εποχής.
Βεβαίως αυτό το μέλλον δεν θα προκύψει αυτομάτως. Μπορεί η αναγνώριση του ζητήματος των ζώων σε θεσμικό επίπεδο να αποτελεί θεμελιώδες ζητούμενο, χωρίς όμως κοινωνική πίεση είναι μάλλον αδύνατο να συμβεί αυτό. Κάπου εδώ είναι που γίνεται σαφές πως η θεωρία δεν είναι απαραίτητη μόνο στους ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά και στον χώρο των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται εμπράκτως γύρω από τα ζώα, ο οποίος έχει αποδειχτεί κατά πολύ κατώτερος των περιστάσεων. Για την ακρίβεια είναι πρακτικά ανύπαρκτος, δεδομένου ότι δεν έχει καμία μεθοδικότητα στις διεκδικήσεις του, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων που απαρτίζουν το κίνημα αγνοεί στοιχειώδη πράγματα που αφορούν την ταυτότητα, την ιστορία και εν προκειμένω τη θεωρία του κινήματος. Η διαρκής αναπαραγωγή, για παράδειγμα, εννοιών κενών περιεχομένου, όπως ο «καρνισμός», ή πλεονασμών όπως η «ολική απελευθέρωση των ζώων», ή η αντίληψη της βίγκαν κατανάλωσης ως μορφής ακτιβισμού, απεκδύουν το ζήτημα των ζώων από τα εγγενή πολιτικά χαρακτηριστικά του, αλλοιώνουν την περιεκτική του ταυτότητα και ανάγουν την καταπίεση των ζώων σε ένα ζήτημα αποκλειστικώς προσφοράς και ζήτησης. Το αποτέλεσμα από όλα αυτά είναι να ξοδεύεται κόπος και χρόνος σε ενέργειες που είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων άσκοπες, στη χειρότερη πλήρως αντιπαραγωγικές (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκστρατεία για εκτροφεία χωρίς κλουβιά). Ιστορικά το κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων, ακολουθώντας κατ’ εξακολούθηση την προσέγγιση της προώθησης της ευημερίας των ζώων, έχει αποτύχει παταγωδώς στις διεκδικήσεις του, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι συγγραφείς του βιβλίου (βλ. σχετικά σελ. 12-13). Λέγεται ότι το να κάνει κάποιος το ίδιο πράγμα και να περιμένει διαφορετικό αποτέλεσμα αποτελεί παραφροσύνη. Θα μπορέσει άραγε το κίνημα των ζώων να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Ιδού η Ρόδος.
Αυτή τη στιγμή το κίνημα της χειραφέτησης των ζώων βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η τρέχουσα στροφή προς την πολιτική είναι ένα πολλά υποσχόμενο μονοπάτι που δύναται να αναδιαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνουμε την καταπίεση των ζώων, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Σε αυτό το πλαίσιο ίσως σύντομα δούμε την πληκτική δημόσια συζήτηση για τον σκύλο του πρωθυπουργού ή τις γάτες της ΠτΔ να μετατοπίζεται στο τραγικό γεγονός ότι η χώρα είναι παγκόσμια δύναμη στην εκτροφή γουνοφόρων ζώων, στο ότι το κράτος έχει παραχωρήσει τη θηροφύλαξη στην Κυνηγετική Συνομοσπονδία ή στο ότι κάθε Πάσχα δολοφονούνται στην ελληνική ύπαιθρο περί τα 2.000.000 μωρά στο όνομα της παράδοσης. Η δυναμική του συγκεκριμένου βιβλίου έχει τη δυνατότητα να συνδράμει στην αποδόμηση της ρηχής φιλοζωίας και να μετατρέψει την προαναφερθείσα αμηχανία σε συγκροτημένη πολιτική αντίληψη απέναντι στο ζήτημα των ζώων, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο επιτέλους τις προϋποθέσεις να καταρριφθεί το υφιστάμενο πλαίσιο της εκμετάλλευσης των μη ανθρώπων. Υπό το πρίσμα της απελευθέρωσης των ζώων, η Ζωόπολις είναι κάτι πολύ περισσότερο από το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς: είναι η αρχή μιας νέας εποχής.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΛΕΞΙΟΥ είναι εκδότης των εκδόσεων Κυαναυγή.