Για τη μελέτη του Alexander Rosenberg «Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών» (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Η φιλοσοφία και οι επιστήμες του ανθρώπου σήμερα: ένας επίκαιρος διάλογος
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Όπως είπε κάποτε ο Αριστοτέλης: «ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον». Ο άνθρωπος δηλαδή είναι κοινωνικό ον και αποσκοπεί στον συσχετισμό με άλλους ανθρώπους μέσα σε κοινωνίες. Η κατανόηση του ανθρώπου και των σχέσεών του με τους άλλους επιχειρείται από τις διάφορες επιστήμες της κοινωνίας. Το παρόν εγχειρίδιο γράφτηκε γύρω στα 1980 και ως το 2016 έχει υποστεί τέσσερις αναθεωρήσεις, προσφέροντας μια διαυγή παρουσίαση των βασικών θεωρητικών προσεγγίσεων με τη βοήθεια παραδειγμάτων, από την καθημερινή ζωή ως τις φυσικές επιστήμες, που προδίδει όχι μόνο την εκφραστική ευχέρεια του συγγραφέα αλλά και την εκπληκτική ευρυμάθειά του.
Συγκεκριμένα, μέσα στο βιβλίο εξετάζει εκτενώς, μεταξύ άλλων, το μοντέλο ορθολογικής επιλογής, τον μεταμοντερνισμό (τον οποίον απαξιώνει), τον συμπεριφορισμό ως μια σοβαρή απόπειρα αφανισμού της τελολογίας από τις κοινωνικές επιστήμες, τη φεμινιστική κριτική και τη θεωρία της οπτικής γωνίας, καθώς και τα «αφανή νοήματα» (κατά τον εικοστό αιώνα, οι δύο δημοφιλέστερες θεωρίες περί αφανών νοημάτων υπήρξαν ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση). Επιπλέον, θίγονται και ορισμένα ακανθώδη ηθικά διλήμματα που συνδέονται στενά με τις κοινωνικές επιστήμες, όπως αυτό για τα κοινωνικά πειράματα που μας προσφέρουν σημαντική γνώση για τους ανθρώπους παραβιάζοντας συνάμα τη δεοντολογία (π.χ. το πείραμα του Μίλγκραμ [Milgram], το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ από τον Ζιμπάρντο [Zimbardo]), καθώς και κλασικά ζητήματα όπως το «δίλημμα του φυλακισμένου». Φυσικά, από το βιβλίο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το κλασικό ερώτημα του αν μπορούμε να προσδοκούμε στις κοινωνικές επιστήμες την αξιολογική ουδετερότητα, όπως πίστευε ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber), ή μήπως πάντοτε η έρευνα με τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι αναγκαστικά συνυφασμένη με κανονιστικά ιδεώδη;
Σύμφωνα με τον Ρόζενμπεργκ, η σχέση ανάμεσα στη γνώση της φύσης και τη γνώση της κοινωνίας εξαρτάται και από τη σχέση του φιλοσοφείν μαζί τους. Συγκεκριμένα, τουλάχιστον από την εποχή του Νεύτωνα, οι ανακαλύψεις στις φυσικές επιστήμες είχαν σοβαρή επίπτωση στη φιλοσοφική σκέψη. Οι προβληματισμοί σχετικά με την αιτιοκρατία, τον υλισμό, τον μηχανικισμό, και αργότερα με τη σχετικότητα, την τυχαιότητα και την εξέλιξη. Κάθε μεγάλη επανάσταση στη φυσικοεπιστημονική γνώση εγκυμονούσε καινούργια προβλήματα για το φιλοσοφείν. Ενώ λοιπόν από τους Νεώτερους Χρόνους έως και σήμερα οι φυσικές επιστήμες τροφοδοτούν ασταμάτητα τη φιλοσοφία, με τις κοινωνικές επιστήμες ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή οι κοινωνικές επιστήμες τροφοδοτούνται από το φιλοσοφείν: πραγματικά, δεν υπάρχει καμία από τις κυριότερες ιδέες όλων σχεδόν των κοινωνικών επιστημών που να μην μπορεί να ανευρεθεί σε κάποιους φιλοσόφους του 17ου και 18ου αιώνα. Με λίγα λόγια, οι κοινωνικές επιστήμες στην εξέλιξή τους είναι οπωσδήποτε στενότερα συνυφασμένες με το φιλοσοφείν, από ό,τι οι φυσικές, καταλήγει ο Ρόζενμπεργκ.
Κάθε μεγάλη επανάσταση στη φυσικοεπιστημονική γνώση εγκυμονούσε καινούργια προβλήματα για το φιλοσοφείν. Ενώ λοιπόν από τους Νεώτερους Χρόνους έως και σήμερα οι φυσικές επιστήμες τροφοδοτούν ασταμάτητα τη φιλοσοφία, με τις κοινωνικές επιστήμες ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή οι κοινωνικές επιστήμες τροφοδοτούνται από το φιλοσοφείν.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο λογικός θετικισμός και η ακμή της σχολής του συμπεριφορισμού στην ψυχολογία, την κοινωνιολογία και τα οικονομικά, ώθησε τους ερευνητές να μην ασχολούνται με τον μεθοδολογικό αναστοχασμό της οικείας τους επιστήμης, αλλά αντίθετα, να απαξιώνουν τη φιλοσοφία των επιστημών ως το τελευταίο καταφύγιο εκείνων που είναι ανήμποροι να συνεισφέρουν στον κλάδο τους με καινούργια γνώση. Ωστόσο, μετά το 1975 η απογοήτευση από τον συμπεριφορισμό ώθησε αρκετούς κοινωνικούς επιστήμονες να στραφούν ξανά στη φιλοσοφία, και έτσι σήμερα οι κοινωνικοί ερευνητές ενδιαφέρονται γι’ αυτήν ίσως περισσότερο από ποτέ.
Συχνά, οι επιστήμονες παίρνουν ασύνειδα θέση σε φιλοσοφικά ζητήματα, απλώς και μόνο επιλέγοντας το ερευνητικό ερώτημα με το οποίο θα ασχοληθούν στη συνέχεια. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η σύγκριση των κοινωνικών επιστημών με τις φυσικές επιστήμες, όπου φαίνεται χαρακτηριστικά ότι η προσχηματισμένη (φιλοσοφική) επιλογή του εκάστοτε κοινωνικού επιστήμονα είναι αυτή που προσδιορίζει κυρίως τον τρόπο που συλλαμβάνει τη γνώση του οικείου του κλάδου. Συγκεκριμένα, το πρώτιστο ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι φιλόσοφοι στις κοινωνικές επιστήμες είναι το αν και κατά πόσον θα πρέπει να αναμένουν το ίδιο είδος κατανόησης των ανθρωπίνων πραγμάτων με αυτό που μας παρέχουν οι φυσικές επιστήμες. Γιατί άραγε οι κοινωνικές επιστήμες (στις οποίες συγκαταλέγονται η πολιτική, η ιστορία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και τα οικονομικά) δεν έχουν σημειώσει αντίστοιχη πρόοδο με τη φυσική, τη χημεία και τη βιολογία; Πρόκειται για το μεθοδολογικό χάσμα ανάμεσά τους και, ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα, οι δύο αντίπαλες σχολές είναι οι φυσιοκρατικές και οι ερμηνευτικές.
Η ιστορία των φυσικών επιστημών στη Δύση μαρτυρεί τη σταδιακή απεξάρτηση από ιδέες περί νοημάτων και σκοπών στη φύση, μια απεξάρτηση που όσο μεγάλωνε τόσο μεγαλύτερη επιστημονική πρόοδος σημειωνόταν.
Ο Ρόζενμπεργκ σκιαγραφεί τη «διανοητική γεωγραφία» των κοινωνικών επιστημών: όπως υποστηρίζει, στο ένα άκρο βρίσκονται εκείνοι οι (ολιγάριθμοι) ερευνητές που ισχυρίζονται ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν πρέπει να επικεντρώνονται σε νοήματα αλλά οφείλουν να είναι αιτιακές (δηλ. να είναι ικανές να προβλέπουν τα φαινόμενα όπως το κάνουν οι φυσικές επιστήμες). Στο αντίθετο άκρο βρίσκονται οι (σαφώς περισσότεροι) κοινωνικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι που θεωρούν ότι τα νοήματα προσφέρουν γνώση αλλά μη αιτιακή (δηλ. αντίθετα από τις φυσικές επιστήμες), οπότε οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να στηρίζονται εκεί και να μην υιοθετούν φυσικοεπιστημονικές μεθόδους. Οι πρώτοι υποστηρίζουν την πρόγνωση και είναι φυσιοκράτες, ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν περισσότερο στην κατανοησιμότητα και γι’ αυτό ονομάζονται ερμηνευτικοί. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο παρατάξεις συναντάμε και ορισμένους συγγραφείς που επιχειρούν μια διαμεσολάβηση, θεωρώντας ότι δεν υφίσταται ασυμβατότητα ανάμεσα στα νοήματα και στα αίτια. Οι φυσιοκράτες, δηλαδή οι οπαδοί της άποψης πως οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να αποκτήσουν τη βέβαιη γνώση των φυσικών επιστημών, προβάλλουν ως όραμα του μέλλοντος το ιδεώδες της ακριβούς πρόγνωσης των κοινωνικών φαινομένων από τους επιστήμονες. Άλλωστε, η ιστορία των φυσικών επιστημών στη Δύση μαρτυρεί τη σταδιακή απεξάρτηση από ιδέες περί νοημάτων και σκοπών στη φύση, μια απεξάρτηση που όσο μεγάλωνε τόσο μεγαλύτερη επιστημονική πρόοδος σημειωνόταν. Το πεδίο εφαρμογής των εξηγήσεων που επικαλούνταν σκοπούς ολοένα συρρικνώνεται. Στην ουσία, το μόνο πεδίο όπου εξακολουθούμε να μιλάμε για σκοπό και νόημα είναι η ανθρώπινη δράση. Φυσικά, η μηχανιστική εξήγηση κυριάρχησε λόγω του ότι επιτρέπει πολύ καλύτερη πρόγνωση των φαινομένων, σε σχέση με τις τελολογικές εξηγήσεις.
«Γιατί άραγε οι κοινωνικές επιστήμες (στις οποίες συγκαταλέγονται η πολιτική, η ιστορία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και τα οικονομικά) δεν έχουν σημειώσει αντίστοιχη πρόοδο με τη φυσική, τη χημεία και τη βιολογία; Πρόκειται για το μεθοδολογικό χάσμα ανάμεσά τους και, ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα, οι δύο αντίπαλες σχολές είναι οι φυσιοκρατικές και οι ερμηνευτικές». |
Τα φυσικά φαινόμενα εξηγούνται σαφώς καλύτερα με την επίκληση φυσικών νόμων που τα προκαλούν, παρά με την επίκληση επιμέρους σκοπών. Για παράδειγμα, είναι δυσκολότερο να εξηγήσουμε επιστημονικά τη βροχή με την τελολογική εξήγηση ότι γίνεται για να ποτιστούν τα χωράφια μας, παρά με την εξήγηση του αιτιακού μηχανισμού που την προκαλεί (ατμοσφαιρική πίεση, ψύχρανση του αέρα κλπ.). Οι φυσιοκράτες θεωρούν πως μια ενδεχόμενη απεξάρτηση των κοινωνικών επιστημών από τέτοιες έννοιες όχι μονάχα μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά θα ήταν και ευεργετική. Οι φυσικές επιστήμες (ακόμη και η βιολογία, λόγω της εξελικτικής θεωρίας) είναι προσηλωμένες στην αναζήτηση νόμων που λειτουργούν ως αιτιακές εξηγήσεις των φαινομένων. Αρκετοί εκπρόσωποι της φυσιοκρατίας (οι συμπεριφοριστές, λόγου χάρη) επιδιώκουν την εφαρμογή τέτοιων εξηγήσεων και στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, με στόχο την απαλλαγή τους από κάθε τελολογία. Προχωρούν λοιπόν στην πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς.
Τέτοιες φιλοδοξίες εξέφρασε ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα η σχολή του λογικού θετικισμού, η οποία όμως παρήκμασε κατά τη δεκαετία του 1970, χωρίς όμως να εξαφανίσει τη φυσιοκρατία, η οποία έλαβε στη συνέχεια νέες μορφές: ειδικότερα, κατά τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες μαρτυρείται μια έντονη απόπειρα «εκδαρβινισμού» των κοινωνικών επιστημών. Η κοινωνιοβιολογία και οι διάφορες θεωρίες περί μιμιδίων (φορείς πολιτισμικού υλικού, σε αντιδιαστολή με τα γονίδια) είναι απόδειξη προς τούτο. Γεγονός είναι ότι η νευροεπιστήμη έχει να επιδείξει λαμπρά επιτεύγματα στον χώρο της, ωστόσο όσοι σήμερα την επικαλούνται για να εξηγήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά βρίσκονται αντιμέτωποι με τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει και ο συμπεριφορισμός.
Αυτό που ξεχωρίζει την «πράξη» από την απλή «συμπεριφορά» είναι το ότι η πρώτη χαρακτηρίζεται από προθετικότητα, δηλαδή από την τάση μας να κάνουμε κάτι ωθούμενοι από επιθυμίες και πίστεις. Για παράδειγμα, ένα χασμουρητό συνιστά συμπεριφορά, αλλά όταν κανείς χασμουριέται με σκοπό να δείξει σε κάποιον πως όσα λέει είναι πληκτικά, τότε πρόκειται για πράξη.
Αντίθετα, οι υποστηρικτές της ερμηνευτικής ισχυρίζονται ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν αποβλέπουν καν στο να είναι «επιστημονικές» (με τον τρόπο π.χ. της φυσικής ή της χημείας) και αντιπροτείνουν στην πρόγνωση των φυσικών επιστημών μια διαφορετική μέθοδο γνώσης, που δεν είναι άλλη από την ερμηνεία. Η ερμηνεία επιχειρεί να κατανοεί τα ανθρώπινα υποκείμενα μέσω του τρόπου που αυτά νοηματοδοτούν τις πράξεις και τις συνέπειές τους. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι επικριτές της φυσιοκρατίας προέρχονταν από διάφορες πλευρές: ιδεαλισμός, φαινομενολογία, δομισμός και μεταμοντερνισμός, είναι μονάχα μερικές από τις πηγές προέλευσης της κριτικής τους στη φυσιοκρατία. Καθώς οι ερμηνευτικοί υποστηρίζουν ότι έργο των κοινωνικών επιστημόνων είναι όχι η αιτιακή έρευνα αλλά η ερμηνεία, στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι ανθρώπινες πράξεις εξηγούνται όχι από μηχανικά αίτια παρά από νοήματα των υποκειμένων που τις διαπράττουν. Αυτό που ξεχωρίζει την «πράξη» από την απλή «συμπεριφορά» είναι το ότι η πρώτη χαρακτηρίζεται από προθετικότητα, δηλαδή από την τάση μας να κάνουμε κάτι ωθούμενοι από επιθυμίες και πίστεις. Για παράδειγμα, ένα χασμουρητό συνιστά συμπεριφορά, αλλά όταν κανείς χασμουριέται με σκοπό να δείξει σε κάποιον πως όσα λέει είναι πληκτικά, τότε πρόκειται για πράξη.
Μια μομφή απέναντι στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις είναι ότι η μελέτη νοημάτων δεν προσφέρει στον ερευνητή παρά μόνο κοινοτοπίες. Σε αυτό μπορούν να έρθουν ως απάντηση οι ερμηνευτικές παραδόσεις που προβάλλουν αφανή νοήματα (π.χ. ο μαρξισμός, η φροϋδική ψυχανάλυση). Αυτές οι παραδόσεις όμως συχνά υφίστανται την κριτική ότι δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένες επιστημονικά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Ρόζενμπεργκ, ο μαρξισμός, εκτός από την επιστημονική του ανάλυση, περιλαμβάνει και μια ηθική εκτίμηση: αυτό φαίνεται ειδικότερα στην καταγγελτική του στάση απέναντι στην αδικία του καπιταλιστικού συστήματος, την οποία συμπεριλαμβάνουν μαρξιστικοί όροι όπως «αλλοτρίωση» και «υπεραξία».
Γεγονός είναι επίσης ότι οι σημαντικότερες προβλέψεις του μαρξισμού δεν έχουν επαληθευτεί στην πραγματικότητα. Επιπλέον, η μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας είναι μια έννοια που στα οικονομικά δεν επαληθεύεται επιστημονικά. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ ο Μαρξ και ο Φρόιντ είχαν γοητευτεί από τον επιστημονισμό της εποχής τους, οι σημερινοί υποστηρικτές τους είναι αναγκασμένοι να τον αρνούνται, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν να αναγνωριστούν οι θεωρίες τους (μαρξισμός και ψυχανάλυση αντίστοιχα) ως ψευδοεπιστήμες, καθότι οι εμπειρικά ελέγξιμες μέθοδοι δείχνουν να τις αμφισβητούν σθεναρά, καταλήγει ο Ρόζενμπεργκ. Πριν εμφανιστούν οι κοινωνικές επιστήμες και η συστηματική έρευνά τους, ο κοινός νους προσέφερε μια γνώμη για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτή η προεπιστημονική ιδέα ήταν ανέκαθεν η φυσική αφετηρία για τις εξηγήσεις που έχουν κατά καιρούς δώσει οι κοινωνικοί επιστήμονες. Ο Ρόζενμπεργκ την αποκαλεί «δημώδη ψυχολογία» και τη συνοψίζει στην ακόλουθη υπεραπλουστευτική πρόταση, την οποία ονομάζει [Ν]: «Αν ένα δρων υποκείμενο, x, επιθυμεί ένα αποτέλεσμα d, και πιστεύει ότι μια πράξη, a, είναι μέσον για την επίτευξη του αποτελέσματος d, στις εκάστοτε περιστάσεις, τότε το υποκείμενο x επιτελεί την πράξη a». Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Ρόζενμπεργκ επεξεργάζεται αυτή την ιδέα.
Σύμφωνα με τον Ρόζενμπεργκ, ο μαρξισμός, εκτός από την επιστημονική του ανάλυση, περιλαμβάνει και μια ηθική εκτίμηση: αυτό φαίνεται ειδικότερα στην καταγγελτική του στάση απέναντι στην αδικία του καπιταλιστικού συστήματος, την οποία συμπεριλαμβάνουν μαρξιστικοί όροι όπως «αλλοτρίωση» και «υπεραξία».
Μια άλλη σημαντική διαμάχη στις κοινωνικές σπουδές είναι αυτή ανάμεσα σε μεθοδολογικό ολισμό και ατομικισμό. Τις δύο προσεγγίσεις διακρίνει η απάντηση στο ερώτημα αν η κοινωνία αποτελεί κάτι παραπάνω από το άθροισμα των επιμέρους ατόμων που τη συνθέτουν ή όχι. Σχηματικά, οι ολιστές θεωρούν ότι υπάρχουν κοινωνικά γεγονότα, ενώ οι ατομοκράτες το αρνούνται. Ο ολισμός διαμορφώθηκε πολύ νωρίς, από τον Ντιρκέμ (Emile Durkheim, ο οποίος έπλασε και τον όρο «κοινωνικά γεγονότα» στα τέλη του 19ου αιώνα και βάσισε τα επιχειρήματά του στα στατιστικά δεδομένα των αυτοκτονιών), προκειμένου να αναγνωριστεί η κοινωνιολογία ως αυτόνομη επιστήμη, διακριτή και ανεξάρτητη από την ψυχολογία. Μια πιο ήπια μορφή του είναι ο μεθοδολογικός (ή εργαλειακός) ολισμός, κατά τον οποίο η αυτονομία ενός επιστημονικού κλάδου στηρίζεται όχι στην ανεξάρτητη ύπαρξη γεγονότων αλλά στη δυνατότητα σημαντικών και ενδιαφερουσών γενικεύσεων εκ μέρους του συγκεκριμένου κλάδου.
Ο Alex Rosenberg είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Duke, στην έδρα R. Taylor Cole. Διδάσκει επίσης στο Τμήμα Βιολογίας και στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ίδιου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας,στο Πανεπιστήμιο του Bristol κ.ά. Έχει συγγράψει περισσότερα από διακόσια επιστημονικά άρθρα και περισσότερα από δώδεκα βιβλία. Για το έργο “Economics ―Mathematical Politics or Science of Diminishimg Returns” τιμήθηκε το 1993 με το βραβείο Lakatos που απονέμεται για εξέχουσες συμβολές στη Φιλοσοφία των επιστημών από τo London School of Economics and Political Science. |
Αντίθετα, ο ισχυρισμός ότι η κοινωνιολογία δεν είναι αυτόνομη αλλά μπορεί να αναχθεί στα δεδομένα κάποιου άλλου επιστημονικού κλάδου (π.χ. ψυχολογία), προϋποθέτει ότι τα κοινωνικά γεγονότα μπορούν να εξηγηθούν από τους νόμους του άλλου κλάδου. Όσοι υιοθετούν αυτή την άποψη τονίζουν ότι οι επιστημονικές θεωρίες είναι αλληλένδετες και αποτελούν μια ιεραρχία, όπου παράγωγες πηγάζουν από τις πιο θεμελιώδεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεθοδολογικού ολισμού αποτελεί ο λειτουργισμός του πρωτοπόρου κοινωνιολόγου Ντιρκέμ, τον οποίο ο τελευταίος μεταχειρίστηκε για να θεμελιώσει την πρόσφατη τότε επιστήμη της κοινωνιολογίας, προστατεύοντάς την από αναγωγές σε άλλες, ήδη υπάρχουσες, επιστήμες. Ωστόσο, με την έμφαση που δίνει στις επιμέρους λειτουργίες των ατόμων και θεσμών, ο λειτουργισμός ευνοεί μια μάλλον «συντηρητική» σκοπιά θεώρησης των κοινωνιών, υστερώντας όσον αφορά τις αιφνίδιες αλλαγές και επαναστάσεις. Ο Καρλ Πόπερ (Karl Popper}, μας λέει ο Ρόζενμπεργκ, υπήρξε σφοδρός επικριτής του ολισμού, καθώς θεωρούσε πως δίνει μια οργανική διάσταση στην κατανόηση της κοινωνίας, ανοίγοντας έτσι την πόρτα στον ολοκληρωτισμό. Επιπλέον, το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα του λειτουργισμού στην κοινωνιολογία, όπως αντίστοιχα και της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής στα οικονομικά, είναι το πρόβλημα της «αυθόρμητης τάξης», όπως το ονομάζει ο Ρόζενμπεργκ. Οτιδήποτε λειτουργεί πρέπει να μπορεί να εξηγηθεί το γιατί λειτουργεί. Αν οι περισσότερες λειτουργίες που έχουν τα πρόσωπα και οι θεσμοί μέσα σε μια κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα σκόπιμου και συνειδητού σχεδιασμού, τότε πώς εξηγείται η ομαλή διατήρησή τους;
Προχωρώντας σε ηθικά ζητήματα, ο Ρόζενμπεργκ εξηγεί πως η άποψη ότι σημαντικές κοινωνικές ιδιότητές μας (π.χ. επιθετικότητα) είναι γενετικά καθορισμένες και παραμένουν σχετικά αναλλοίωτες σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, κάτι που συνήθως ονομάζεται γενετική αιτιοκρατία και μοιάζει να κερδίζει χώρο τα τελευταία χρόνια, ενδέχεται να οδηγήσει σε απαισιόδοξα συμπεράσματα σχετικά με την κοινωνική πρόοδο. Η απάντηση που θα δώσουμε στο γνωστό δίλημμα «φύση ή ανατροφή» παρουσιάζει εδώ σοβαρά ηθικά διλήμματα. Πάντως, κάθε κοινωνικός επιστήμων είναι και ώς έναν βαθμό ηθικός φιλόσοφος και αυτό του είναι απαραίτητο για να μετέχει στις σχετικές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι κοινωνικές επιστήμες ήταν κάποτε γνωστές ως «ηθικές επιστήμες».
Η φιλοσοφία, λέει ο Ρόζενμπεργκ, προφυλάσσει τον κοινωνικό ερευνητή από την ανορθολογική αποδοχή λογικώς ασυμβίβαστων προϋποθέσεων ως θεμελίων στη σκέψη του. Για παράδειγμα, ένας κοινωνιολόγος που δέχεται τη φυσιοκρατία, δεν μπορεί να υιοθετεί συνάμα την ιδέα της προθετικότητας, όσον αφορά τα ανθρώπινα όντα μέσα στην κοινωνία.
Με εξίσου διεισδυτικό τρόπο ο Ρόζενμπεργκ περιδιαβαίνει και στις υπόλοιπες θεωρίες των κοινωνικών επιστημών, εντοπίζοντας τα τρωτά τους σημεία και ασκώντας τους κριτική, με την προοπτική της λογικής συνέπειας και των σχετικών τεκμηρίων υπέρ ή σε βάρος τους. Καθώς όμως το βιβλίο του απευθύνεται πρωτίστως στους κοινωνικούς επιστήμονες, κύριο μέλημά του είναι να αναδείξει το γεγονός ότι τα προβλήματα με τα οποία παλεύει η φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών δεν είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά από τα γνωστά και κλασικά που απασχολούν τους φιλοσόφους από την πρώτη εμφάνισή τους στον κόσμο, τουλάχιστον δύο χιλιετίες τώρα. Η φιλοσοφία, λέει ο Ρόζενμπεργκ, προφυλάσσει τον κοινωνικό ερευνητή από την ανορθολογική αποδοχή λογικώς ασυμβίβαστων προϋποθέσεων ως θεμελίων στη σκέψη του. Για παράδειγμα, ένας κοινωνιολόγος που δέχεται τη φυσιοκρατία, δεν μπορεί να υιοθετεί συνάμα την ιδέα της προθετικότητας, όσον αφορά τα ανθρώπινα όντα μέσα στην κοινωνία.
Αναπόφευκτα ο κοινωνικός επιστήμονας λαμβάνει θέση σχετικά με γνωσιοθεωρητικά (δηλ. σχετικά με το τι συνιστά έγκυρη γνώση), καθώς και μεταφυσικά ζητήματα (δηλ. σχετικά με το ποια είναι η δομή της πραγματικότητας). Από τη στιγμή που τα παραπάνω ερωτήματα και οι απαντήσεις που οι ίδιοι έχουν δώσει σε αυτά, συνειδητά και μη, έχουν επιπτώσεις στον προσανατολισμό των ερευνών τους, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν μπορούν να λένε πως η φιλοσοφία δεν τους αφορά καθόλου. Οποιαδήποτε στάση και αν λάβει κανείς, δεν εκλείπει η ανάγκη για λογική αιτιολόγηση της ειλημμένης στάσης. Η πλήρης ουδετερότητα σε φιλοσοφικά ζητήματα είναι ανέφικτη.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών
ALEXANDER ROSENBERG
Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ 2017
Σελ. 504, τιμή εκδότη €25,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ALEXANDER ROSENBERG
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα προβλήματα στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών είναι προβλήματα τόσο για τη φιλοσοφία όσο και για τις κοινωνικές επιστήμες. Είναι φιλοσοφικά επειδή η έσχατη λύση τους συνδέεται με την απάντηση σε φιλοσοφικές προκλήσεις που μας συνοδεύουν από την εποχή του Πλάτωνα. Είναι προβλήματα για τις κοινωνικές επιστήμες, επειδή οι κοινωνικοί επιστήμονες αναπόφευκτα παίρνουν θέση επ’ αυτών, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Εκτός αυτού, οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ανταγωνιστικές και διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους προσεγγίσεις στους οικείους τους κλάδους, επικαλούμενοι φιλοσοφικές θεωρίες».