Για το δοκίμιο του Ξενοφώντα Κοντιάδη «Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα – Ο κόσμος μετά τον Covid-19» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Καραβοκύρη
Η πανδημία του Covid-19 δεν δοκίμασε μόνο τα σωματικά και ψυχικά μας όρια, αλλά και τα διανοητικά μας αντανακλαστικά, καθώς η υποδοχή και η ένταση της απειλής εκτονώθηκε σε μια πλούσια, διεπιστημονική και ανεξάντλητη διαμάχη των ερμηνειών της.
Τον έρημο δημόσιο χώρο κάλυψε αμέσως ο ηχηρός λόγος των επιστημόνων, κάθε συναφούς και μη γνωστικού αντικειμένου, και η πολιτική επικοινωνία, η αδιάλειπτη ενημέρωση και ενίοτε η πολεμική αντιπαράθεση για την προοπτική της νόσου και τις δημόσιες πολιτικές της. Στο συνταγματικό πεδίο, ο διάλογος επικεντρώθηκε στις επιπτώσεις των μέτρων στα ατομικά μας δικαιώματα και στις ενδεχόμενες θεσμικές και πολιτειακές αναταράξεις, εφόσον οι πρωτοφανείς περιορισμοί και η έκτακτη νομοθέτησή τους δεν παρέμεναν στη σφαίρα της προσωρινότητας – ωστόσο, τούτο δεν συνέβη και οι μάλλον υπερβολικές εικασίες και προβολές γρήγορα διαψεύστηκαν.
Όμως, η αγωνία μας για τον κόσμο μετά τον Covid-19 δεν εξαντλείται στην ελευθερία κίνησης ή τις σχέσεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και αυτό μοιάζει προσφυώς να μας εξηγεί στο τελευταίο δοκίμιό του ο Ξενοφών Κοντιάδης. Εκκινώντας από τη φιλοσοφία της «υποψίας» του M. Φουκώ και τη θεωρία της «διακινδύνευσης» του O. Μπεκ, ο συγγραφέας συλλαμβάνει τον Covid-19 ως ένα κυρίαρχο βιοπολιτικό γεγονός που ρυθμίζει καθολικά τη ζωή μας, καθημερινά και σε έκταση που δεν αφορά μόνο τη συμβολική διαχείριση του θανάτου ή της γέννησής μας, αλλά τέμνει και τα ίδια τα θεμέλια της νεωτερικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζοντας το δημόσιο και το ιδιωτικό και τη μεταξύ μας επικοινωνία. Έτσι, προτεραιότητα του Κοντιάδη δεν είναι η μικροχειρουργική ανατομία του (συνταγματικού) δικαίου της υγειονομικής κρίσης, αλλά η πλήρης ερμηνευτική κατανόηση του συγκειμένου της πανδημίας.
Εκκινώντας από τη φιλοσοφία της «υποψίας» του M. Φουκώ και τη θεωρία της «διακινδύνευσης» του O. Μπεκ, ο συγγραφέας συλλαμβάνει τον Covid-19 ως ένα κυρίαρχο βιοπολιτικό γεγονός που ρυθμίζει καθολικά τη ζωή μας, καθημερινά και σε έκταση που δεν αφορά μόνο τη συμβολική διαχείριση του θανάτου ή της γέννησής μας, αλλά τέμνει και τα ίδια τα θεμέλια της νεωτερικής κοινωνίας.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί τη συστηματική και ευρύτερη ενασχόλησή του την τελευταία εικοσαετία με τις κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία του Κράτους, για να διατυπώσει την κεντρική και τολμηρή του ιδέα: η πανδημία δεν συνιστά, στην πραγματικότητα, από μόνη της μια απροσδόκητη αλλαγή παραδείγματος, αλλά τον καταλύτη της, λειτουργεί δηλαδή ως δραματικός επιταχυντής της κρίσης της νεωτερικής δημοκρατίας, της οποίας τα πρώτα και εμβληματικά κρούσματα, για να μείνουμε πιστοί στην ορολογία της εποχής, ήταν η τρομοκρατική έκρηξη της 11ης Σεπτεμβρίου και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Συνεπώς, όπως εύστοχα αναφέρει, δεν πρόκειται για την έλευση ενός θαυμαστού νέου κόσμου, αλλά «για ένα κατακερματισμένο κόσμο που ήταν ήδη εκεί και που με την πλανητική υγειονομική κρίση αποκαλύφθηκε ενιαίος μπροστά στα μάτια μας εκδιπλώνοντας όλες τις πτυχές του». Η πανδημία καθιστά πλέον απολύτως ορατή την ισχυρή βιοπολιτική παρέμβαση του Λεβιάθαν, μέσω ενός ατυπικού «δικαίου της ανάγκης» (σε κάποιες χώρες δε με την κατά γράμμα εφαρμογή του), και εξωθεί τη διακινδύνευση των παραδοσιακών δικαιωμάτων μας στα άκρα, με την ακλόνητη επίκληση τελικά του (ορθολογικού) φόβου, αυτού που συνέχει τον κοινωνικό μας ιστό και δικαιολογεί την υπεροχή του δικαιώματός μας στην υγεία και την ασφάλεια.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου - Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου. Είναι συγγραφέας 23 βιβλίων και περισσότερων από 150 μελετών στα ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. |
Αυτή ακριβώς η διασφάλιση της δημόσιας υγείας, ως ανώτερης αξίας, είναι που καλεί σε εγρήγορση και ετοιμότητα σήμερα το Κράτος πρόληψης και το κοινωνικό Κράτος, το οποίο μας στέλνει, μέσα στην κρίση, αντιφατικά μηνύματα: από τη μια θεσμικά αναδεικνύονται οι αδυναμίες του και η μετάπτωσή του σε ένα υβριδικό «κοινωνικό Κράτος πρόληψης» και, από την άλλη, μας εκπλήσσουν ευχάριστα οι εξαιρετικές δυνατότητες και η αφοσίωση του ανθρώπινου δυναμικού του (στο ιατρικό προσωπικό αφιερώνει εξάλλου ο συγγραφέας το πόνημά του). Η έμφαση και προσαρμογή των δημοσίων πολιτικών, κυρίως με την επιβολή του lockdown, στην πρόληψη της διασποράς της νόσου λειτούργησε, ειδικά στη χώρα μας, ευεργετικά στον περιορισμό των οδυνηρών συνεπειών της, τις οποίες βίωσαν οι χώρες που ολιγώρησαν και υπερέβησαν μοιραία τις αντοχές των συστημάτων υγείας τους. Εντούτοις, η καθολική και αποτελεσματική πρόληψη συνεπάγεται και την ενεργοποίηση αμφιλεγόμενων διαδικασιών πειθαρχίας και επιτήρησης, υπολαμβάνει δηλαδή, ως δεδομένες, σημαντικές εκπτώσεις στην προστασία των ατομικών μας δικαιωμάτων και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Στη μεγάλη εικόνα, η πανδημία σηματοδοτεί την επιστροφή της κρατικής κυριαρχίας και αναζωπυρώνει το (κλασικό) ερώτημα για το ποιος κατέχει την τελευταία λέξη της, ενώ εντός της παγκοσμιοποιημένης κοινότητας προβάλλουν νέοι συσχετισμοί και αβέβαιες γεωπολιτικές διεργασίες.
Στον πυρήνα του συνταγματικού του επιχειρήματος, ο συγγραφέας δεν υποκύπτει σε εύκολες ή άκριτες καταγγελίες περί αντισυνταγματικότητας των μέτρων διαχείρισης της κρίσης. Η στάθμιση ανάμεσα σε υγεία και ελευθερία κίνησης ή άλλα ατομικά δικαιώματα είναι νομικά και ηθικοπολιτικά προφανής, δεδομένης της προσωρινότητας των μέτρων, της ευρείας συναίνεσης των ειδικών επιστημόνων για την αναγκαιότητα και την καταλληλότητά τους και της κανονιστικής δύναμης του δημοσίου συμφέροντος. Ούτε, όμως, εξωραΐζει αφελώς ο Κοντιάδης τη βιοδικαιική όψη της πανδημίας, αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις που ήδη τίθενται ή θα τεθούν αμείλικτα, αφενός στα δικαιώματα της ιδιωτικότητας και της προσωπικής ελευθερίας (με το νέο «Πανοπτικόν», τις εφαρμογές εντοπισμού στα κινητά τηλέφωνα και τις τεχνικές παρακολούθησης), αφετέρου στα εργασιακά και τα κοινωνικά δικαιώματα (με την απορρύθμιση και τις νέες μορφές τηλεργασίας). Παράλληλα, υπογραμμίζει τον κίνδυνο διολίσθησης, ειδικά σε χώρες με φτωχή δικαιοκρατική παράδοση, της φιλελεύθερης σε ανελεύθερη δημοκρατία (illiberal democracy) και την άνιση έκθεση, ακόμη και στα ευρωπαϊκά Κράτη Δικαίου, των ευάλωτων ομάδων (πρόσφυγες, Ρομά) στα νέα δεδομένα της κοινωνίας του (υψηλού) ρίσκου. Στη μεγάλη εικόνα, η πανδημία σηματοδοτεί την επιστροφή της κρατικής κυριαρχίας και αναζωπυρώνει το (κλασικό) ερώτημα για το ποιος κατέχει την τελευταία λέξη της, ενώ εντός της παγκοσμιοποιημένης κοινότητας προβάλλουν νέοι συσχετισμοί και αβέβαιες γεωπολιτικές διεργασίες. Την ίδια στιγμή, μετασχηματίζεται και ο μηχανισμός της πολιτικής λογοδοσίας και ευθύνης, καθώς ο τεχνοκρατικός λόγος κρατά τα σκήπτρα του ορθολογισμού και κατευθύνει τον πολιτικό: έτσι, η πολιτική ιατρικοποιείται και η ιατρική πολιτικοποιείται.
Γυρνώντας κανείς τις σελίδες του δοκιμίου, αντιλαμβάνεται ότι επαληθεύεται η βασική του θέση και συμβολή: η πανδημία, ως βιοπολιτικό Συμβάν, με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, διατρέχει κάθε μορφή του βίου και τον μεταλλάσσει ανθρωπολογικά και κοινωνικά, με τρόπο ταχύ και διαβρωτικό. Αναλόγως επιτελεί, ωστόσο, και θεσμικά, καθώς απογυμνώνει τις δομικές ατέλειες και ασυμμετρίες των εθνικών Κρατών και, ιδίως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντείνει τις ήδη διευρυμένες, στον σύγχρονο καπιταλισμό, ανισότητες και επιδρά στο βεβαρυμένο, από την κλιματική αλλαγή, περιβάλλον μας. Στο δυστοπικό αυτό πλαίσιο, που αποδίδει την απαισιοδοξία, αλλά και την ολιστική και συνεκτική προσέγγιση του συγγραφέα, ο Covid-19 φαίνεται να καταφέρνει καίριο πλήγμα σε έναν αποδιοργανωμένο και αποχαυνωμένο κόσμο, δημόσια και ιδιωτικά. Οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις λειτουργούν διαλυτικά, στο κενό και την απομάγευση των μεγάλων ιδεολογιών, με κυρίαρχη αξία την ελεύθερη αγορά. Αυτή, λοιπόν, η αναγκαία και πολύτιμη ελευθερία, μας προειδοποιεί ο Κοντιάδης, είναι που πρέπει επειγόντως να συναρθρωθεί με δίκαιους θεσμούς και δημόσιες πολιτικές της ισότητας και της αλληλεγγύης, ώστε την επόμενη φορά, που όλοι αναμένουμε προσεχώς, η προσβολή της υγείας μας να μην εκδηλωθεί ως μια μη αναστρέψιμη κρίση του πολιτισμού μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Το Σύνταγμα και η κρίση» (εκδ. Κριτική).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ Ι. ΚΟΝΤΙΑΔΗ