Σειρά σημειώσεων και προβληματισμού πάνω σε επίκαιρα θέματα φιλοσοφικού διαλόγου στις μέρες του κατ' οίκον περιορισμού, συνδεδεμένες με κλασικές ή και νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές, για την πληρέστερη θεώρηση κάθε ζητήματος.
Του Άλκη Γούναρη
Τι έκαναν οι φιλόσοφοι στην καραντίνα; Μπορεί να μη βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός για την καταπολέμηση της πανδημίας, όμως προσέφεραν θεραπεία με αντίδοτα ιδεών, καθώς η κρίση συνέβαλε στον ανορθολογισμό και ανέδειξε παλαιότερα και νέα προβλήματα θέτοντας σε δοκιμασία το ηθικό, πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα. Σε αυτήν τη σειρά σημειώσεων, κατέγραψα ορισμένα επίκαιρα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο φιλοσοφικού διαλόγου στις μέρες του κατ’ οίκον περιορισμού, συνδέοντάς τα με κλασικές ή και νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές βάσης, αν θέλει κάποιος να αποκτήσει μια πληρέστερη θεωρητική αντίληψη κάθε θέματος.
Keywords
θνητότητα / υπαρξισμός / νόημα
Σε μια εποχή όπου πολλοί οραματίζονται ένα μέλλον στο οποίο, χάρη στην επιστήμη και την τεχνολογία, θα υπερβούν τα όρια της φύσης τους, κερδίζοντας τη μάχη της βιολογικής φθοράς, των γηρατειών και της θνητότητας, ένας μικροσκοπικός ιός, ένα αόρατο στο γυμνό μάτι ασήμαντο σωματίδιο, έρχεται να υπενθυμίσει με τον πιο σκληρό και ταυτόχρονα ειρωνικό τρόπο στην ανθρωπότητα την ευθραυστότητα της ζωής. Οι σύγχρονοι υπερασπιστές της αθανασίας, οι τρανσουμανιστές[i], υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ιστορίας των ιδεών κατέφευγαν συχνά σε θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες η μεταφυσική του θανάτου έδινε νόημα και αξία στη ζωή. Αυτή η «θανατοφιλική» όπως τη χαρακτηρίζουν προσέγγιση του νοήματος της ζωής δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απέλπιδα και ηττοπαθής προσπάθεια να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τη μοναδική βεβαιότητα: Τη θνητότητά του.
Bλέποντας πάντα τους «άλλους» να πεθαίνουν, οι άνθρωποι δημιουργούν μια ψευδαίσθηση αθανασίας, ωσάν ο θάνατος να μην αφορά τους ίδιους. Αυτή η ψευδαίσθηση τους απαλλάσσει μεν από την υπαρξιακή αγωνία, τους καθιστά όμως αναβλητικούς, καθώς απομακρύνονται από τα ιδανικά και τους στόχους τους, γεμίζοντας τη ζωή τους με έναν σωρό ανούσια πράγματα γιατί νομίζουν ότι θα ζουν αιώνια.
Ο Σάιμον Κρίτσλεϊ, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους των ημερών μας και εξαιρετικά αγαπητός στο ελληνικό κοινό, αποφασίζει να μιλήσει για τη φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου στους New York Times,[ii] τη στιγμή που η Αμερική θρηνεί για την απώλεια χιλιάδων ανθρώπινων ζωών κάθε μέρα από Covid-19. Ο Κρίτσλεϊ διερωτάται αν, ακόμα και παρηγορητικά, η φιλοσοφία θα μπορούσε να βοηθήσει το ανθρώπινο είδος σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Επικαλούμενος τον Μοντένιο, υπογραμμίζει την ελευθερία που κερδίζει όποιος καταφέρνει να νικήσει τον φόβο του θανάτου. «Το να φιλοσοφείς σημαίνει να ξέρεις να πεθαίνεις» [1] και όποιος το γνωρίζει, αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του καθορίζεται από αυτό το αναπόδραστο γεγονός, στο οποίο, κάθε στιγμή που περνάει, πλησιάζουμε ολοένα και περισσότερο.
Ο Κρίτσλεϊ, που έχει καταδυθεί στο παρελθόν στο σύμπαν των νεκρών φιλοσόφων [2] για να αναδείξει τον ρόλο της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, γνωρίζει ότι βλέποντας πάντα τους «άλλους» να πεθαίνουν, οι άνθρωποι δημιουργούν μια ψευδαίσθηση αθανασίας, ωσάν ο θάνατος να μην αφορά τους ίδιους. Αυτή η ψευδαίσθηση τους απαλλάσσει μεν από την υπαρξιακή αγωνία, τους καθιστά όμως αναβλητικούς, καθώς απομακρύνονται από τα ιδανικά και τους στόχους τους, γεμίζοντας τη ζωή τους με έναν σωρό ανούσια πράγματα γιατί νομίζουν ότι θα ζουν αιώνια. Αντιθέτως, αν αναγνωρίσουν το γεγονός ότι η ζωή τους είναι πεπερασμένη και «προβάλλουν» τον εαυτό τους στο μέλλον μέχρι τον δικό τους θάνατο, οι άνθρωποι, ίσως έχουν τη ευκαιρία να δημιουργήσουν μια ζωή «άξια να τη ζεις», μια ζωή πέρα από την «ευτέλεια» της επιβίωσης, δίνοντας νόημα στον κόσμο που τους περιβάλλει.
Ο άνθρωπος, ως Είναι-προς-θάνατον όπως τον χαρακτηρίζει ο Χάιντεγκερ[iii], συνειδητοποιώντας τη βεβαιότητα του μελλοντικού του θανάτου, αποκτά τη δυνατότητα να επαναξιολογήσει τις μέχρι σήμερα επιλογές, τους συμβιβασμούς, τα «πρέπει» που τον κρατούν καταδικασμένο σε ένα σισύφειο έργο χωρίς κανένα απολύτως νόημα, και να τα αναθεωρήσει. Να ξεχωρίσει τι αποτελεί ουτοπική φαντασίωση ή ελπίδα για κάτι αδύνατον και τι ρεαλιστικό όραμα και να χαράξει ξανά την πορεία της ζωής του, επανανοηματοδοτώντας την καθημερινότητά του. Όμως το γεγονός του θανάτου, για τον Γερμανό φιλόσοφο, δεν θεμελιώνει μεταφυσικά το νόημα της ζωής, αλλά ούτε κάποιο αίτημα ζωής μετά θάνατον. Ο θάνατος είναι το τέλος της ύπαρξης και η οριοθέτηση αυτή επιτρέπει στον κάθε άνθρωπο χωριστά να διάγει έναν υπό εξέταση βίο. Έναν βίο κατά τον οποίο η ζωή δύναται να αποκτήσει νόημα.
Το νόημα της ζωής, όπως ενδεχομένως με απογοήτευση και σοφία μπορεί να διαπιστώσει κανείς, δεν βρίσκεται πουθενά, καθώς ο κόσμος, η ζωή και ο θάνατος δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα από μόνα τους.
Ναι, το νόημα της ζωής δεν είναι δεδομένο. Δεν βρίσκεται ούτε στην αθανασία, όπως ενδεχομένως πιστεύουν οι τρανσουμανιστές, αλλά ούτε στον θάνατο, όπως προτείνουν οι «θανατοφιλικές» θρησκευτικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Ορισμένως, το νόημα καθ’ εαυτό δεν βρίσκεται «εκεί έξω» στον κόσμο, στη ζωή ή στον θάνατο. Δεν κρύβεται στον κοπιαστικό ανήφορο του Σίσυφου, ούτε στο ατελέσφορο έργο του. Δεν αποτελεί μυστικό που περιμένει να αποκαλυφθεί στον έρωτα, στη φιλία, στον οικογενειακό, πολιτικό ή κοινωνικό βίο. Δεν αγοράζεται με πλούτο, ούτε προϋποθέτει την ύπαρξη υλικών ή άυλων αγαθών, ούτε καν της υγείας. Δεν είναι κάτι το οποίο το βρίσκεις ή το χάνεις [3]. Το νόημα της ζωής, όπως ενδεχομένως με απογοήτευση και σοφία μπορεί να διαπιστώσει κανείς, δεν βρίσκεται πουθενά, καθώς ο κόσμος, η ζωή και ο θάνατος δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα από μόνα τους.
Ο Κρίτσλεϊ κλείνει το «καραντινικό» κείμενό του με το συμπέρασμα ότι η υπεροχή της ανθρώπινης φύσης κρύβεται στην αδυναμία της. Οι άνθρωποι είναι όντα τρωτά, θνητά, εύθραυστα, που ακόμα και ένα μικροσκοπικό σωματίδιο μπορεί να τα αφανίσει. Θα συμπληρώσω, όμως, ότι διαθέτουν και μια μοναδική υπερδύναμη. Την υπερδύναμη να δίνουν νόημα σε όσα συμβαίνουν. Να νοηματοδοτούν μια χωρίς νόημα ζωή, έναν χωρίς νόημα θάνατο σε ένα χωρίς νόημα σύμπαν. Ο άνθρωπος, αυτό το α-τελές, όπως το ονομάζει ο Σαρτρ, ον, μέσα από τις καθημερινές του επιλογές, τις στάσεις του απέναντι στα γεγονότα και τις πράξεις στις οποίες προβαίνει, δημιουργεί καθημερινά τον εαυτό του, ολοκληρώνοντας την πορεία της τελείωσής του. Σε αυτήν την πορεία, μπορεί να επιλέξει να ζει μια ζωή που δεν έχει κανένα νόημα από μόνη της, ή μια ζωή η οποία μπορεί να αποκτήσει το νόημα που εκείνος της δίνει.
Αυτή η υπερδύναμη του α-τελούς ανθρώπινου όντος, να δημιουργεί τον εαυτό του και να δίνει νόημα στη ζωή του, συνιστά μια δυνατότητα αλλά ταυτόχρονα συνεπάγεται και μια υποχρέωση απέναντι στον ίδιο: Την υποχρέωση να διαμορφώσει τον κόσμο του έτσι ώστε να αξίζει να ζει μέσα σε αυτόν, μέχρι να πεθάνει.
* Ο ΑΛΚΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας, επιστημονικός συνεργάτης
και ερευνητής στο ΕΚΠΑ - https://alkisgounaris.gr/.
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του John Everett Millais «Ophelia» (1851).
ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
[1] | [2] | [3] |
Όπως γελάμε και κλαίμε για το ίδιο πράγμα Μονταίνιος Μτφρ. Γιώργος Μανάδης Ποικίλη Στοά |
Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων Simon Critchley Μτφρ. Γιάννης Ε. Ανδρέου Πατάκης |
Κάθε φορά που βρίσκω το νόημα της ζωής το αλλάζουν Η σοφία των μεγάλων φιλοσόφων για τη ζωή Ντάνιελ Κλάιν Μτφρ. Πέτρος Γεωργίου Πατάκης |