Για τον συλλογικό τόμο «Η υποκειμενικότητα σε δοκιμασία στον σύγχρονο κοινωνικό δεσμό: Ερωτήματα της Ψυχανάλυσης» σε επιστημονική επιμέλεια της Βασιλικής Λίσσυ Κανελλοπούλου (εκδ. Πεδίο).
Του Χρήστου Ν. Τσαμπρούνη
Ογδόντα χρόνια από τον θάνατο του Φρόυντ και σχεδόν σαράντα από τον θάνατο του Λακάν, η Ψυχανάλυση φαίνεται ότι έχει βρει τη θεσμική της θέση, αφού πλέον αναγνωρίζεται ως μια άκρως επιτυχημένη μέθοδος μέριμνας για την ψυχική οδύνη, τον πόνο και τα πάθη. Ωστόσο, είναι η επιστημολογική της συγκρότηση τέτοια που, αφενός, δεν επιτρέπει την εργαστηριακή επίδειξη των αποτελεσμάτων της, αφετέρου, υποχρεώνει τους ψυχαναλυτές που την ασκούν σε μια διαρκή αναμέτρηση με τις προστακτικές της εποχής τους, καθώς αυτές συγκροτούν τα συμπτώματα και τη βάσανο των υποκειμένων.
Οι συγγραφείς αναλαμβάνουν να θέσουν τους άξονες των νέων προκλήσεων με όρους πολιτικής: αναψηλαφούν τα συμπτώματα, ενώ παράλληλα ακολουθούν ένα πρόγραμμα, ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών επιστημών με αφετηρία την ψυχαναλυτική θεωρία του διχασμένου υποκειμένου.
Οι συγγραφείς του συλλογικού έργου Η Υποκειμενικότητα σε δοκιμασία, όπως δηλώνεται ρητά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αναλαμβάνουν να θέσουν τους άξονες των νέων προκλήσεων με όρους πολιτικής: αναψηλαφούν τα συμπτώματα, ενώ παράλληλα ακολουθούν ένα πρόγραμμα, ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών επιστημών με αφετηρία την ψυχαναλυτική θεωρία του διχασμένου υποκειμένου. Έτσι, μολονότι ο υπότιτλος του βιβλίου αναφέρεται σε Ερωτήματα της Ψυχανάλυσης, το βεληνεκές και οι προθέσεις των συντελεστών είναι ευρύτερες και ορισμένων, τολμώ να πω, πολεμικές.
Η Βασιλική Λίσσυ Κανελλοπούλου, η οποία φέρει την ευθύνη της επιστημονικής επιμέλειας του εγχειρήματος είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και σημαίνουσα ψυχαναλύτρια. Επίσης, υπογράφει τον πρόλογο του τόμου και δύο, επιπλέον, σημαντικά κλινικά δοκίμια. Όπως μας ενημερώνει, το βιβλίο αποτελεί καρπό ενός τριετούς σεμιναρίου στο οποίο συνεργάστηκαν το Ερευνητικό Κέντρο για την Ψυχανάλυση, την Ιατρική και την Κοινωνία (CRPMS) του Πανεπιστημίου Paris VII (Diderot) με το Εργαστήριο Κλινικής Έρευνας: Υποκείμενο και Κοινωνικός Δεσμός του Τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Σε αυτό συμμετείχαν συνολικά δεκαοκτώ συγγραφείς-ψυχαναλυτές, υπογράφοντας ένα πυκνογραμμένο σώμα 414 σελίδων, ενώ οι τίτλοι διαχωρισμού των (τριών) ενοτήτων ακολουθούν τα σημαίνοντα: πολιτική, σώμα, ψυχικό όργανο, υποκειμενικότητα και κοινωνικός δεσμός.
Με γνώμονα το είδος της στόχευσης και τον (πολιτικό) χαρακτήρα που αντιπροσωπεύει το συλλογικό εγχείρημα, ξεχωρίζω τις συμβολές της Κατερίνας Μαλίχιν και του Νίκου Σχορετσανίτη. Είναι δύο ομόηχα κείμενα, το ειδικό βάρος των οποίων αφορά, εν τέλει, τη σύντμηση του ιστορικού χρόνου. Πραγματεύονται το γεγονός ότι ως υποκείμενα της ανάλυσης, σήμερα, βρίσκονται άνθρωποι/φορείς απρόσμενων και ετερογενών κοινωνικών περιεχομένων, άνθρωποι οι ζωές των οποίων ακολούθησαν ιστορικές τροχιές ασύμπτωτες με το ψυχαναλυτικό κίνημα και το ιστορικό του συγκείμενο. Το κείμενο της Κατερίνας Μαλίχιν («Ο αναλυτής ακούει την ιστορία οπουδήποτε...»), πραγματεύεται περιστατικά από μια κλινική των άκρων, όπως αποκάλεσε ευφυώς ο M. Benhaim την εργασία με πρόσφυγες και μετανάστες.
Την ίδια πρώτη ύλη βρίσκουμε και στη συμβολή του Νίκου Σχορετσανίτη («Κλινική με πρόσφυγες»), όπου αναφέρεται στο περιστατικό ενός εφήβου, θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο όνομα εθιμικής παράδοσης του τόπου καταγωγής του. Δεν πρόκειται για κλασικές κλινικές παρουσιάσεις. Η μελέτη τους αφορά περιστατικά όπου η «ομιλία ξεπετάγεται σαν χείμαρρος», όπου τα υποκείμενα εκόντα άκοντα συναντούν την ενόρμηση στη θηριωδία της: πόλεμοι, βασανιστήρια, διώξεις, σύγχρονες Οδύσσειες, εμπειρίες υπό το βάρος των οποίων αυτά μοιάζουν εγκλωβισμένα, ψυχικά απολιθωμένα, και σε μια παύση του μαρτυρίου τους συναντούν την αναλυτική ακρόαση. Σε τι μπορεί να αποβλέπει μια ψυχανάλυση, τότε; Μπορεί άραγε να συντελεστεί η επιθυμητή ψυχική επαφή; Αρκεί να εγγυηθεί η μεταβίβαση ένα άνοιγμα προς τον εξωτερικό κόσμο; Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα περιστατικά αποτελούν καθημερινή πρόκληση, ιδίως για εμάς, στη Μεσόγειο, όπου, ήδη από τη δεκαετία του 1990, γινόμαστε μάρτυρες ενός μεταναστευτικού κύματος μεγάλης διάρκειας.
Το δοκίμιο του Markos Zafiropoulos («Η Ψυχαναλυτική ανθρωπολογία από τον Freud στον Lacan: Τι είναι ένας πατέρας και τι θέλει η γυναίκα; [..]»), λειτουργεί ως η κεντρομόλος δύναμη του τόμου. Με το σύνολο του έργου του, μπορεί να πει κανείς ότι αποσκοπεί προγραμματικά στον αναπροσανατολισμό των κοινωνικών επιστημών. Σύμφωνα με τον Zafiropoulos, η (ανθρωπολογική) θεωρία του συλλογικού θεμελιώθηκε από τον Φρόυντ και ανανεωνόταν διαρκώς από τον Λακάν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης το ότι εναντιώνεται ρητά στην ηττοπαθή μεταμοντέρνα πρόκληση των δεκαετιών του ογδόντα και του ενενήντα (τις «μετανεωτερικές ανοησίες» γράφει, παραπέμποντας στη χρήση του όρου από τον Bourdieu), η οποία αποτυπώνεται στην ψυχοπαθολογία της ψυχανάλυσης μέσω της κατάργησης της φροϋδικής θεωρίας για τον πατέρα (η περίφημη «διάγνωση της εξόδου από την εποχή του πατέρα», όπως υπογραμμίζει σε μια του σημείωση) ή την ανακάλυψη μιας «νέας ψυχικής οικονομίας»∙ πρόκειται για μεταμοντέρνες στιγμές που θα επέτρεπαν την μεθοδολογική παλινδρόμηση σε έναν χύδην ταξινομικό εμπειρισμό (βλέπε λ.χ. το πρόσφατο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο DSM). Τέλος, δείχνει πώς μπορεί κανείς να ανατάμει το φροϋδικό πεδίο, αναζωογονώντας την ερμηνεία του πατρικού συμπλέγματος (μέσα από τη λακανική συμβολή, προς τον Λεβί-Στρως, προς τον Ντυρκέμ, διακρίνοντας τον ιστορικό πατέρα της πατριαρχίας, τον πατέρα της Ανθρωπολογίας και τον πατέρα του λόγου -γράφει, η μεταφράστρια [;] της ρητορικής), αλλά και πώς, ο φαλλός και η λειτουργία του, στην (λακανική πάντα) ψυχανάλυση επιτρέπουν να αναπτυχθεί μια διαλεκτική του είναι και του έχειν, βάσει της οποίας αντιδιαστέλλονται η επιθυμία της γυναίκας προς αυτήν της μητέρας, δίνοντας, έτσι, μια πειστική απάντηση στο φροϋδικό ερώτημα για το γυναικείο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, τελικώς, όχι τόσο αν η εποχή μας είναι διαφορετική από εκείνη του Φρόυντ (κάτι το αυταπόδεικτο) όσο αν στην εποχή μας μπορεί να επενεργήσει, να συμβάλλει στη διάγνωση και τη θεραπεία ο φροϋδικός λόγος ή/και τι πρέπει, εν τέλει, να διασωθεί από αυτόν τον τελευταίο.
Ανάμεσα στα πολλά σημαντικά κείμενα του τόμου, εκτιμώ ότι αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης, ιδίως ο μη ειδικός, σε εκείνα της Βασιλικής Λίσσυ Κανελλοπούλου, «Είναι πολιτικό ζήτημα η αγάπη προς τα παιδιά [;]» και του Αντώνη Βαδόλα «Εξυβρίζοντας τον Άλλο: Η βωμολοχική απόλαυση και η ρητορική μίσους». Ως βασική προκείμενη τοποθετείται και από τους δύο συγγραφείς το εξόχως πολιτικό ερώτημα: τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει η ψυχανάλυση, σε πολιτικούς όρους, σε δύο καυτά θέματα που αφορούν το αγαθό της ζωής: την αναπαραγωγή της και την εκφρασμένη πρόθεση βλάβης της; Σε έναν μετα-εθνικό αστερισμό, όπου η τεχνοεπιστήμη επιτρέπει τον έλεγχο των γεννήσεων (εξωσωματική, παρένθετη μητρότητα, αργοπορημένη σύλληψη), όπου τα εθνικά κράτη, εντός των οποίων δομήθηκε το νεωτερικό δικαϊκό ιδεώδες, αμφισβητούνται ως προς την ισχύ τους, όπου η αγορά εργασίας ανατρέπεται σε εθνική και πλανητική κλίμακα –βλέπε λ.χ. την εντατικοποίηση της γυναικείας εργασίας, το κοινωνικό dumbing, την πλανητική κυριαρχία εντελώς απρόσωπων, υπερ-εθνικών, αμιγώς κεφαλαιοκρατικών οργανισμών– το ερώτημα που τίθεται είναι, τελικώς, όχι τόσο αν η εποχή μας είναι διαφορετική από εκείνη του Φρόυντ (κάτι το αυταπόδεικτο) όσο αν στην εποχή μας μπορεί να επενεργήσει, να συμβάλλει στη διάγνωση και τη θεραπεία ο φροϋδικός λόγος ή/και τι πρέπει, εν τέλει, να διασωθεί από αυτόν τον τελευταίο.
Η Κανελλοπούλου δίνει μια αμφίσημη και μάλλον απαισιόδοξη απάντηση: μετά τη γέννηση τη νέας ζωής (κόρη ή γιος ο καθένας, «του τάδε»), ο μικρός άνθρωπος «θα στηριχτεί στις λειτουργίες της μητέρας και του πατέρα για να βγει από την οικογένεια και να πάει προς το σεξουαλικό, τον άλλο, τη γνώση, τον κοινωνικό δεσμό…[ελέγχοντας έτσι] τις λύσεις που κατασκεύασε από την παιδική του νεύρωση: φαντασίωση και σύμπτωμα». Το κρίσιμο σε αυτήν την έξοδο βρίσκεται στην ανάληψη της θέσης (του καθενός) έναντι της δομής και σε αυτό το ενέργημα η πατρική λειτουργία παίζει καθοριστικό ρόλο. Δίχως να μπω σε βαθύτερα ερμηνευτικά μονοπάτια, η πατρική λειτουργία, στο κείμενο της Κανελλοπούλου ορίζεται μέσα από τη διαλεκτική των δύο έμφυλων θέσεων (της ανδρικής και της γυναικείας), οριοθετεί τόσο τη μητρική όσο και την πατρική διαστροφή (πατρο-στροφικά) και, τέλος, προετοιμάζει τη διαδοχή των γενεών: τα παιδιά να γίνουν γονείς των παιδιών τους. Η απαισιοδοξία της βρίσκεται στη διάγνωσή της: σε (μια σειρά από) γενιές για τις οποίες ο Θεός είναι νεκρός, όπου ο τελευταίος περνά στον «πατέρα του ασυνειδήτου», όπου ο καπιταλισμός εκπλήρωσε τον αφορισμό του Roland Barthes και πλούτισε τον εργάτη, στην εποχή της επιλογής/super market, η ανάληψη της πατρικής (επί της ουσίας, της γονεϊκής) θέσης, το ζήτημα της ρύθμισης, το κατά πόσον ο άνθρωπος θα κατορθώσει να επινοήσει λύσεις που θα του επιτρέψουν να βρει την «αιτία» [για την] ύπαρξή του», χάνεται στην απόλαυση. Οπότε, συμπεραίνει η συγγραφέας, η αγάπη μας για τα παιδιά, η αγάπη μας για τη συνέχιση της ζωής μαραζώνει.
Ο Βαδόλας μιλά πάλι για την εποχή της «απόλαυσης του ηλιθίου» και κατ’ επέκταση αποκαλεί, δικαιολογημένα, τη «βωμολοχική ρητορική –όπως είναι par excellence η ρητορική μίσους– [ως] ηλίθια ρητορική» ενώ, στην ίδια συνάφεια, ορίζει τη βωμολοχία ως λειτουργία της απόλαυσης στο κοινωνικό πεδίο. Η συμβολή του έχει επίσης την χάρη της επικαιρότητας: δείχνει με ποιο τρόπο στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις του Brexit, η ρητορική μίσους ικανοποιεί την απαγορευμένη απόλαυση και την αποφυγή της ανάληψης ευθύνης. Ταυτόχρονα κατορθώνει να δείξει την εργαλειακή χρήση του τρέχοντος πολιτικού λόγου ο οποίος (μέσω συνθημάτων πόλωσης) υποθάλπει την πολιτική συσπείρωση και χειραγώγηση. Χρησιμοποιεί για αυτό μια λακανική θεώρηση του (ενορμητικού) αντικειμένου και της έλλειψης. Η χυδαία βρισιά (η λέξη που συλλαμβάνεται από τη φωνή) εξαλείφει την απόσταση ανάμεσα σε φαντασίωση και πραγματικό (reél) και αυτή η εγγύτητα διαπερνά το υποκείμενο, πλήττοντας το συμβολικό. Αυτό για το οποίο ο υβριστής/μισητής κατηγορεί τον άλλο (μετανάστη, ξένο, πρόσφυγα, πολιτικό αντίπαλο) είναι αυτό που καθιστά τον μεγάλο/σημαίνον Άλλο ατελή και στον οποίο, στην πραγματικότητα, επιτίθεται. Έτσι εξηγείται η δυσκολία της νομικής αντιμετώπισης του φαινομένου αλλά και η υψηλή επικινδυνότητα ενός μονοπατιού που αν αφεθεί στο μίσος οδηγεί, δίχως όρια, προς την (αυτό-) καταστροφή. Το επιχείρημά του το υποστηρίζει –κάτι που νομίζω ότι αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αρετές της μελέτης του– με κλινικά περιστατικά από τη νευροβιολογία και την ιστορία της νεότερης ψυχοπαθολογίας.
Η χυδαία βρισιά εξαλείφει την απόσταση ανάμεσα σε φαντασίωση και πραγματικό (reél) και αυτή η εγγύτητα διαπερνά το υποκείμενο, πλήττοντας το συμβολικό.
Η Υποκειμενικότητα σε δοκιμασία, είναι ένα έργο που απευθύνεται, κατά κύριο λόγο, σε ειδικούς, αναλυτές και αναλυόμενους, δοκιμασμένους στη δύσκολη ορολογία της μεταλακανικής παράδοσης. Ξεφεύγει όμως από τον ξύλινο, ιδιωματικό λόγο της τελευταίας, ίσως διότι επιδρά το ερασμιακό ανθρωπιστικό σημαίνον του πανεπιστημίου, της διαφώτισης και της παιδαγωγικής, υπό την ευρεία σημασία. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι το αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ψυχανάλυση και την ώσμωση των ανθρωπιστικών λόγων είναι πλέον αρκετά ευρύ και στη χώρα μας, αφενός, και της ιδιαίτερης πολυσυλλεκτικότητας του εγχειρήματος, αφετέρου, εκτιμώ ότι το προϊόν του τριετούς αυτού σεμιναρίου θα έχει απήχηση πέραν των ειδικών.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΤΣΑΜΠΡΟΥΝΗΣ είναι κοινωνιολόγος.
→ Στην κεντρική εικόνα και σε όλη την ανάρτηση χρησιμοποιήθηκαν έργα της Micaela Lattanzio.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αφού οι θεοί εγκατέλειψαν τον ουρανό και πήγαν στο ασυνείδητο, το εγκαταλείπουν και αυτό και παρασύρουν ίσως και τον πατέρα σε αυτή την απώλεια (..). [Η] επιθετικότητα και η σεξουαλικότητα εξαπολύονται κυριολεκτικά και, λόγω έλλειψης προσφυγής στην πατρική λειτουργία, είναι «χωρίς λόγο», «χωρίς αιτία», δεν έχουν σημείο αναφοράς. (..) Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα γενικευμένο πέρασμα στην πράξη όπου η ερμηνεία γίνεται αδύνατη και όπου το υποκείμενο απευθύνει το ερώτημά του στο πραγματικό. Είναι δύσκολο πλέον να εγκαταλείψει κανείς τη θέση του γιου για να αναλάβει τη θέση του γονιού, λόγω της απώλειας της υπεροχής της πατρικής λειτουργίας και λόγω της κυριαρχίας του ανταγωνισμού των ομοίων». Β.-Λ. Κανελλοπούλου, «Είναι πολιτικό ζήτημα η αγάπη για τα παιδιά;», σ. 372
Η υποκειμενικότητα σε δοκιμασία στον σύγχρονο κοινωνικό δεσμό
Ερωτήματα της Ψυχανάλυσης
Συλλογικό
Επιστημονική επιμέλεια Βασιλική Λίσσυ Κανελλοπούλου
Πεδίο 2018
Σελ. 414, τιμή εκδότη €24,90