
Μια ακόμη ανάγνωση του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Μακριδάκη
Της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου
Ναι, λοιπόν, η κρίση είναι εδώ, οικονομική, πολιτιστική, ιδεών, αξιών, όπως την αντιλαμβάνεται
και/ή την ορίζει ο καθένας μας. Συμφωνούμε όλοι στη διαπίστωση, μα καθώς είμαστε διαφορετικοί, διαλέγει ο καθένας τον δικό του τρόπο να σταθεί και να αντιδράσει. Εγώ διαλέγω να μιλώ και όταν διαφωνώ να αντιπαρατάσσω τη δική μου σκέψη και συναίσθηση στο στίβο των επαϊόντων και των κατ’ επάγγελμα δημόσιων ομιλητών. Για ένα βιβλίο ο λόγος, λοιπόν.
Ένα βιβλίο, όπως ένα μουσικό κομμάτι ή ένας πίνακας ζωγραφικής, για να "λειτουργήσει" προϋποθέτει το δίπολο δημιουργός - αποδέκτης. Σε ιδανικές συνθήκες (που στην τέχνη δεν σπανίζουν) η σχέση αυτών των δύο αποκτά έντονη δυναμική αλληλεπίδρασης με το έργο να γίνεται το όχημα μέσω του οποίου επι-κοινωνούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους και εξελίσσονται ταυτόχρονα. Άλλοτε πάλι το έργο, εν προκειμένω το βιβλίο, δεν μοιάζει σημαντικό είτε επειδή ο συγγραφέας του δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να καταθέσει ή επειδή ο αναγνώστης του δεν ήταν «ανοιχτός» ώστε να προσλάβει το εκπεμπόμενο σήμα. Ακριβώς σε αυτή την κατηγορία συγγραφέων και βιβλίων κατατάσσει ο κ. Δ. Κούρτοβικ τον Γιάννη Μακριδάκη και το «Ήλιος με δόντια» σε κριτική του στο Βιβλιοδρόμιο της εφημερίδας Τα Νέα.
Ως αναγνώστες, σίγουρα δεν συμφωνούμε ο κριτικός κι εγώ, τουλάχιστον όσον αφορά τον συγκεκριμένο συγγραφέα και το έργο του. Εκείνος αναφέρεται εκτενέστατα στις αξίες, λογοτεχνικές και σημασιολογικές, που δεν εντόπισε οπότε και καυτηριάζει βιβλίο και συγγραφέα. Εγώ, αντίθετα, εκτίμησα κάποια θέματα που προβάλλουν εντονότατα μέσα από το έργο του Μακριδάκη, τα οποία ίσως να αφορούν και άλλους αναγνώστες και έτσι να εξηγούν την «παραδοξότητα» της επιτυχίας του. Ενδεικτικά αναφέρω:
Το ζήτημα της ταυτότητας, που απασχολεί άμεσα ή έμμεσα τα λογοτεχνικά πρόσωπα του Μακριδάκη, είναι κομβικό στο έργο του. Οι ήρωες αναζητούν ενσυνείδητα, ή και όχι, να βρουν τα στοιχεία εκείνα που θα τους οδηγήσουν στον ορισμό της ταυτότητας (της δικής τους ή των γύρω τους) και μέσω αυτής στην κατανόηση και την γαλήνη. Πάνω σε αυτή τη θεμελιώδη αναζήτηση τίθενται σωρός επιμέρους ερωτημάτων: η ταυτότητα είναι αυτοπροσδιορισμός ή ετεροπροσδιορισμός; η δυνατότητα επιλογής και σύνθεσης υπάρχει και σε ποιο βαθμό; οι ιδιαιτερότητες καλώς ορίζονται ως τέτοιες και τελικά εγκλωβίζουν ή απελευθερώνουν; οι συλλογικές ταυτότητες υπάρχουν πράγματι και αν ναι, πόσες ατομικές χωρούν;
Ένα δεύτερο θέμα παρόν στα βιβλία του Μακριδάκη είναι η ιστορία/εξιστόρηση του παρελθόντος σε όλες τις εκφάνσεις κι εκδοχές της. Η επίσημη ιστορία, η τοπική ιστορία, οι προσωπικές ιστορίες, οι θρυλικές ιστορίες, οι υποτιθέμενες ιστορίες. Ποια είναι η σχέση κι η ισορροπία μεταξύ τους; ποια η βαρύτητα της κάθε μιας στις ζωές των ανθρώπων; οι άνθρωποι τις διαμορφώνουν ή αυτές εκείνους; είναι εξέλιξη ερμηνεύσιμων διαδικασιών μεταξύ αιτίων-αποτελεσμάτων ή εμπλέκονται καθοριστικά αστάθμητοι παράγοντες όπως συναίσθημα, τυχαίο, υποκειμενικότητα; Η ‘υποκειμενικότητα’ της λογοτεχνίας συγγενεύει κάποτε και πόσο με την ‘αντικειμενικότητα’ της ιστορίας;
Ακόμα, σημαντικός για τον συγγραφέα αναδεικνύεται ο λόγος, η ομιλία, η προφορικότητα, ως μέσον κατανόησης κι επικοινωνίας, καταγραφής και διάσωσης. Εργαλείο εύχρηστο για τον καθένα και χαρακτηριστικό όχι ενός «αγνού, ελληνικού, παρελθόντος και μιας χαμένης κοινοτικής συνοχής» μα μιας εποχής που υπήρχε μια περισσότερο δηλωτική και καθαρή σχέση ανάμεσα στις λέξεις και το νόημά του ομιλούντος.
Δεν θα μπορούσα να αποδώσω στον Μακριδάκη μια «καταπραϋντική θεώρηση του κόσμου» καθώς πραγματεύεται αυτά και άλλα περίπλοκα και τρόπον τινά φιλοσοφικά, ζητήματα χωρίς να επιλύει, ωθεί, ηθικολογεί, νουθετεί, επεξηγεί, να δείχνει ένα κάποιο δρόμο. Αφήνει την ελευθερία στον αναγνώστη του να περιπλανηθεί όσο ο ίδιος μπορεί και θέλει σε αυτά τα μονοπάτια και να διαλέξει την ερμηνεία-άποψη που νιώθει πως τον περιλαμβάνει. Ούτε το λογοτεχνικό ύφος του Μακριδάκη βρίσκω «χλιαρό, μειλίχιο, ευπρεπισμένο». Αντί να κραυγάζει και να μεγαλοστομεί συμπορευόμενος με την πλειοψηφία των εχόντων βήμα των ημερών μας, χαμηλόφωνα κι αισθαντικά, αλλάζοντας στυλ γραφής σε κάθε βιβλίο, ακόμα και μέσα στο ίδιο βιβλίο, φτιάχνει γοητευτικούς ήρωες και εμβαθύνει στην ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία τους.
Όσον αφορά την πλοκή του «Ήλιος με δόντια», είναι, κατά τη γνώμη μου, πραγματικά ενδιαφέρουσα, πολύ απέχει από «ατσαλοσύνες και πλαδαρότητες». Το ιστορικό πλαίσιο δίνεται ξεκάθαρα, τα μυθιστορηματικά πρόσωπα και συμβάντα συνυπάρχουν αρμονικότατα με τα πραγματικά, το στοιχείο της έκπληξης και των ανατροπών λειτουργεί επιδέξια προς τέρψιν του αναγνώστη.
Τέλος, ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω άστοχη και ξεπερασμένη την προσπάθεια μας, ως αναγνώστες και γενικότερα ως αποδέκτες προϊόντων τέχνης, να εντάξουμε τα λογοτεχνικά έργα στα στενά μέτρα των ρεαλιστικών εφαρμογών της καθημερινής μας ζωής. Πώς γίνεται ένας συγγραφέας να χωράει σε μια μπομπίνα ακριβώς μια φάση της ζωής-διήγησης του ήρωά του ή ένας άλλος να χωρίζει το βιβλίο του σε κεφάλαια τόσα όσες οι ώρες της ημέρας που αφηγείται; Κι όμως, γίνεται, λογοτεχνική αδεία, εξάλλου εκτός από μεμονωμένα λογοτεχνικά εφευρήματα, ολόκληρα κινήματα βασίστηκαν στην παραδοξότητα, χωρίς αυτό να μειώνει την απήχηση ή αξία τους.
Καταλαβαίνω πως όλοι εμείς που στεκόμαστε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτούμε μέσα του, είμαστε εκεί για διαφορετικούς λόγους, έχουμε φτάσει από άλλους δρόμους και βλέπουμε ο καθένας ξεχωριστή εικόνα. Και ο ήλιος μέσα στον καθρέφτη; Ε, αυτός είναι αυθύπαρκτος, θα βρίσκεται εκεί, μετά από μας και μετά από τον καθρέφτη.