Για το μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη «Ο δύτης» (εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Τι ζητά ο αναγνώστης από ένα βιβλίο, ώστε να πει ότι το διάβασε με ενδιαφέρον αλλά και με αίσθηση του βάθους που θα τον καλύψει; Πρώτα απ’ όλα μια αφήγηση που να τροχοδρομεί, να εξάπτει την περιέργεια και να οδηγεί με σταθερά βήματα στο προσδοκώμενα απρόοπτο τέλος. Αλλά και στοιχεία αισθητικής ποιότητας, όπως είναι η γλώσσα η οποία δεν πρέπει να παίζει διεκπεραιωτικό ρόλο, αλλά να κουβαλά μέσα της τη σκέψη τόσο για την ίδια τη γλώσσα όσο και για την πραγματικότητα γύρω της. Μα κι ένα κοινωνικοπολιτικό ή υπαρξιακό ή ψυχολογικό υπόβαθρο, που να αφήνει την εντύπωση ότι η λογοτεχνία αναζητεί κάτω από τα σχήματα και τα αφηγήματα τη ζωή. Φυσικά κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Η παρακολούθηση των ενδείξεων οδηγεί τον αφηγητή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Αίγιο· τα κομμάτια ωστόσο δεν φαίνονται διατεθειμένα να συναρμόσουν μεταξύ τους εύκολα, ώστε να αποκαλυφθεί το ευρύτερο παζλ της υπόθεσης.
Το βιβλίο του Μίνωα Ευσταθιάδη δεν σε κερδίζει εξ αρχής μόνο με την αινιγματική φύση του –αστυνομικό γαρ–, που στηρίζεται στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Κρις Πάπας, ο οποίος ζει κι εργάζεται στο Αμβούργο. Η δουλειά που του ανέθεσε ένας υπερήλικας άντρας, να παρακολουθεί δηλαδή τη νεαρή Εύα Ντέμπλιγκ, δεν φαινόταν τόσο δύσκολη όσο ανιαρή, αλλά γρήγορα δύο πτώματα έδειξαν ότι τα πράγματα πέρα από γριφώδη είναι και σοβαρά – ή και επικίνδυνα. Η παρακολούθηση των ενδείξεων οδηγεί τον αφηγητή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Αίγιο· τα κομμάτια ωστόσο δεν φαίνονται διατεθειμένα να συναρμόσουν μεταξύ τους εύκολα, ώστε να αποκαλυφθεί το ευρύτερο παζλ της υπόθεσης («Ο κόσμος είναι σπασμένος. Πάντα ήταν. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να αλληθωρίζουμε προς τα σκόρπια κομμάτια στο πάτωμα ή στον ουρανό», σελ. 175). Ο αναγνώστης ζει με την περιέργεια, όσο αυτά τα κομμάτια πορεύονται αυτόνομα και εκπλήσσουν βήμα βήμα.
Είπα, όμως, και προηγουμένως ότι δεν είναι αυτό το μόνο δυνατό χαρτί στην τράπουλα του Δύτη. Από τις πρώτες παραγράφους ο αναγνώστης νιώθει ότι δεν διαβάζει ένα συμβατικό αστυνομικό, που επιμένει στη δράση και στο σασπένς. Η γλώσσα του δεν είναι μια διαφανής τζαμαρία, αλλά μια ουσιαστική σήμανση η οποία ορίζει τα γεγονότα και ταυτόχρονα –και ουσιαστικότερα– υποδεικνύει το δεύτερο επίπεδο κατανόησης του κόσμου. Κι ακόμη περισσότερο, η αφήγηση δεν τρέχει πίσω από τα συμβάντα, αλλά σχολιάζει, αυτοστοχάζεται και εν μέρει προχωρά δίπλα στη δράση. Τέλος, δεν λείπουν στοιχεία διακειμενικότητας με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, νύξεις για σύγκριση της γερμανικής και της ελληνικής πραγματικότητας, ίχνη ανθρωπιστικής αλληλεγγύης και κοινωνικής κριτικής κάτω από το σεντόνι της αναζήτησης του ενόχου…
Ο Μίνωας Ευσταθιάδης οδηγεί τον αστυνομικό γρίφο σε πολύ πιο πολύπλοκα μονοπάτια, αυτά της ατομικής ευθύνης, της Ιστορίας και των κελευσμάτων της, των εφιαλτών που στοιχειώνουν την ανθρώπινη συνείδηση κι οδηγούν σε αυτοχειρίες. Ο άνθρωπος προσπαθεί να το παίξει σκηνοθέτης, αλλά τελικά αποδεικνύεται ανδρείκελο μιας υπέρτερης πλοκής.
Η αστυνομική επιφάνεια εύκολα παραπέμπει στο τραγικό ξετύλιγμα της ανθρώπινης ζωής. Οι θάνατοι, που πολλαπλασιάζονται, είναι αυτοκτονίες κι επομένως δεν αναζητάμε –ούτε ο ντετέκτιβ ούτε εμείς– τον φυσικό αυτουργό, αλλά την αλήθεια, η οποία θα οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς. Επομένως ο Δύτης είναι περισσότερο τραγωδία με τους αρχαιοελληνικούς όρους, τυλιγμένη σε μορφή μυθιστορήματος, όπου η μοίρα, η ανθρώπινη δραματικότητα, τα πολλαπλά διλήμματα και το κόστος που το καθένα έχει, η διπλή υπόσταση του ατόμου ως θύτη και θύματος, η ματαιότητα κάθε αναζήτησης, η νέμεσις ως απάντηση σε ανύπαρκτα εγκλήματα, η προσωπική φρίκη κ.λπ. κανοναρχούν τη ζωή και τις ατραπούς της.
Ο Μίνωας Ευσταθιάδης οδηγεί τον αστυνομικό γρίφο σε πολύ πιο πολύπλοκα μονοπάτια, αυτά της ατομικής ευθύνης, της Ιστορίας και των κελευσμάτων της, των εφιαλτών που στοιχειώνουν την ανθρώπινη συνείδηση κι οδηγούν σε αυτοχειρίες. Ο άνθρωπος προσπαθεί να το παίξει σκηνοθέτης, αλλά τελικά αποδεικνύεται ανδρείκελο μιας υπέρτερης πλοκής. Τα κομμάτια τελικά μπαίνουν στη θέση τους, αλλά πάντα μένει εκκρεμής η ψυχική ένταση όλων των εμπλεκόμενων που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Μέσα από τον εγκιβωτισμό του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου και του «Δύτη», ομώνυμου βιβλίου του μυθοπλαστικού Άντον Ροτ, ο Δύτης του Μίνωα Ευσταθιάδη παίζει με τους αντικατοπτρισμούς του ατομικού στο ιστορικό, των κινήσεων των άλλων στο εγώ και του μοιραίου στις επιλογές μας.
Σίγουρα πρόκειται για χορταστικό και πυκνό ανάγνωσμα, όσο κι αν ο συγγραφέας θέλησε να περιλάβει ίσως περισσότερα απ’ όσα αντέχουν οι διακόσιες πενήντα σελίδες του. Αποδεικνύει ότι το ποιοτικό αστυνομικό αφήγημα ξεπερνά τη φύση του και καταδύεται (!) στον πυρήνα της ζωής και της σχέσης της με τους άλλους αλλά και με το παρελθόν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Ο δύτης
Μίνως Ευσταθιάδης
Ίκαρος 2018
Σελ. 248, τιμή εκδότη €13,50
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΝΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ