Για τη συλλογή μικροαφηγημάτων του Παναγιώτη Σ. Χατζημωυσιάδη «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (εκδ. Κίχλη).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Οι απόψεις διχάζονται. Μερικοί λένε, πως όταν γράφεις, μπορείς να δεις καλύτερα το πρόσωπό σου. Και άλλοι το θεωρούν μάταιο όλο αυτό· καθώς το πρόσωπο καθρεφτίζεται στο νερό, βλέπουμε ναρκισσιστικά αυτό που θέλουμε να δούμε.
Ο Χατζημωυσιάδης πειραματίζεται με τη μικρομυθοπλασία ως νέο είδος, ίσως το πιο απαιτητικό είδος πρόζας αυτή τη στιγμή. Καταφέρνει, ωστόσο, με επιτυχία να συμπυκνώσει ολόκληρες ιστορίες με τέτοιο αφηγηματικό πλάτος που χωράνε μέσα σε 120 με 150 λέξεις το πολύ.
Ο Χατζημωυσιάδης, σαρκάζοντας την περιχαράκωση της λογοτεχνίας στη σφαίρα του ιδιωτικού, γίνεται τόσο αυτοαναφορικός όσο χρειάζεται, ώστε μιλώντας για τον πολλαπλό «εγώ» που καθημερινά αναμετριέται με τις λέξεις, να μιλά συχνά με σπαραγμό για τον άλλο «εγώ», στον οποίο ο καθένας μπορεί να δει το άμορφο πλάσμα που εγκυμονεί. Αυτό που άλλοτε μοιάζει με μεταλλαγμένο βάτραχο, άλλοτε με ξωτικό του δάσους κι άλλοτε με φοβισμένο παιδάκι που αποζητά την αγκαλιά της μάνας του, μεγαλώνοντας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης σε ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο ανασυστήνεται διά της γραφής, κάπου στη μεθόριο της μεθορίου.
Ο Χατζημωυσιάδης πειραματίζεται με τη μικρομυθοπλασία ως νέο είδος, ίσως το πιο απαιτητικό είδος πρόζας αυτή τη στιγμή. Καταφέρνει, ωστόσο, με επιτυχία να συμπυκνώσει ολόκληρες ιστορίες με τέτοιο αφηγηματικό πλάτος που χωράνε μέσα σε 120 με 150 λέξεις το πολύ. Άλλωστε το πιο «εκτενές» πεζό αποτελείται μόλις από 471 λέξεις. 145 μικρά πεζά χαμηλής φωνής και εξαντλητικών αφαιρέσεων, κατανεμημένα σε εννέα ενότητες, όσα και τα είδη των αντωνυμιών, μινιατούρες που ανασύρονται από τα συρταράκια και τις παράνομες χωματερές της μνήμης, που σαν τον επιδέξιο ρακοσυλλέκτη ο συγγραφέας ξέρει να διαλέγει ό,τι πολύτιμο οφείλει να διασώσει ανάμεσα σε τόνους μνημονικών απορριμμάτων.
Κείμενα που μπορούν να εγγραφούν στον λογοτεχνικό κανόνα εφόσον διαθέτουν σαφή αφηγηματική διάθεση (έστω με στοιχειώδη πλοκή, δράση, χαρακτήρες) ή/και χρησιμοποιώντας αφηγηματικές τεχνικές όπως το παιχνίδι, την ειρωνεία, το χιούμορ, την ανατροπή, το παράδοξο, τη διακειμενικότητα. Κείμενα που θυμίζουν ενίοτε τα γκράφιτι τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, καθώς συνδυάζουν βραχύτητα, ευφυΐα και κριτική κοινωνική πρακτική. Κείμενα που δεν διολισθαίνουν σε έναν στείρο αυτοβιογραφισμό ή σε μια επαναλαμβανόμενα κουραστική μανιέρα, κείμενα –σε μεγάλο μέρος τους– αυτοαναφορικά και αναστοχαστικά για τον ρόλο της γραφής. Μια συνεχής έκθεση, μια αδιάκοπη περιφορά του βλέμματος τις νύχτες, μια ασέλγεια στα πιο αγαπημένα πτώματα και τους σκοτωμένους γιους που επιστρέφουν ύστερα από τριάντα χρόνια. Μια απόπειρα ανασύστασης προσώπων που ποτέ δεν πέθαναν, αλλά ζουν κουρνιάζοντας πίσω από τα αποσιωπητικά.
Πολλοί θα πουν ότι το νέο αυτό είδος αφορά σε επιπόλαια λεκτικά πυροτεχνήματα. Ωστόσο, τα 145 μικροαφηγήματα του Χατζημωυσιάδη απαιτούν οξύνοια, απόλυτη συγκέντρωση και ευρυμάθεια. Ειδάλλως, η πλούσια διακειμενικότητα, η υπαινικτικότητα και η νοηματική συμπύκνωση δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον μη επαρκή και επιπόλαιο αναγνώστη. Και εδώ βρίσκεται ο όποιος σκεπτικισμός μου. Τα «μικρά πεζά», όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο εξώφυλλο του βιβλίου του, απαιτούν «αργή», προσεκτική και πολλαπλή ανάγνωση· όχι τη φευγαλέα ματιά της ψηφιακής ανάγνωσης που αντιλαμβάνεται μονάχα τα ρητά μέρη ενός κειμένου, ανίκανη όμως να διαβάσει ανάμεσα στα διάκενα και πίσω από τις λέξεις τις σύνοδες σιωπές, που συχνά είναι πιο ηχηρές και από αυτό που λέγεται ρητά. Οι αμφιβολίες μου εκκινούν από το αν είμαστε εξοικειωμένοι και έτοιμοι να διαβάσουμε και να απολαύσουμε παρόμοια κείμενα, λόγω της ανεξέλεγκτης διαδικτυακής παραγωγής που συχνά τρέφει φιλοδοξίες λογοτεχνικής και εκδοτικής καταξίωσης.
Μια γλώσσα ποιητικής πρόζας και ανάλογου ήθους, που η κατάκτησή της μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας είναι το μόνιμο και διαρκές διακύβευμα του συγγραφέα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται αν κανείς έχει υπόψη του το σύνολο έργο του.
Άφησα κάπου στη μέση του σημειώματός μου να μιλήσω για τη γλώσσα. Επιλέγοντας αναπόφευκτα την πρωτοπρόσωπη, ως επί το πλείστον, αφήγηση και το αθώο ή και αφελές βλέμμα του μικρού παιδιού που σταδιακά ενηλικιώνεται τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο συγγραφέας μάς χαρίζει κείμενα επιτηδευμένα απροσποίητου λόγου ή εντέχνως ακκιζόμενου καλλιεργημένου λόγου που η χρήση του παραπέμπει ευθέως στη θεωρία περί πολυγλωσσισμού του Μπαχτίν, δίχως να διολισθαίνει σε μια ιδιωματικού τύπου γλωσσική επιλογή ως δείγμα «ηθογραφισμού». Μια γλώσσα ποιητικής πρόζας και ανάλογου ήθους, που η κατάκτησή της μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας είναι το μόνιμο και διαρκές διακύβευμα του συγγραφέα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται αν κανείς έχει υπόψη του το σύνολο έργο του. Ενός γλωσσικού ήθους που προσωπικά μου θυμίζει τη γραφή του Ιωάννου και του Χάκκα, «μια μοναχική ανάβαση στις πιο απάτητες κορφές» (σ. 28) ή σαν εκείνους «τους τσακισμένους χαρταετούς που παίρνουν συνέχεια ύψος και πετάνε επιτέλους στον αέρα» (σ. 24).
Μια μικρή αλλά σημαντική παρέκβαση. Ο Johan Huizinga από το 1956 διατύπωσε την ανθρωπολογική άποψη ότι όλες οι εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν όψεις και παράλληλα μεταμορφώσεις της ανθρώπινης τάσης για παιχνίδι που το διέπουν ορισμένες αρχές. Το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία, που οι δικοί της κανόνες δεν είναι σταθεροί αλλά τροποποιούνται από εποχή σε εποχή από τους ίδιους τους παίκτες. Και το παιχνίδι αυτό ονομάζεται «διηγούμαι ιστορίες». Ο άνθρωπος είναι πρωτίστως, κατά τον Fischer, homo narrans· διηγείται συνεχώς ιστορίες για τον κόσμο και τον εαυτό του. Ζει δηλαδή μέσα σε ένα πλέγμα αφηγήσεων και γι’ αυτό η σχέση του με τον κόσμο είναι κατεξοχήν γλωσσική. Λέμε ιστορίες για να κυλήσει ευχάριστα ο χρόνος· για να διώξουμε τον φόβο· για να νοηματοδοτήσουμε την αταξία που μας περιβάλλει με μια συμβολική τάξη· ή αντίθετα, για να αναποδογυρίσουμε τον κόσμο και να σπάσουμε την ευθραυστότητα των βεβαιοτήτων ή και να προκαλέσουμε φόβο προβάλλοντας δυστοπικά οράματα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η γραφή του Χατζημωυσιάδη στο βιβλίο αυτό επιβεβαιώνει τον βασικό του ρόλο ως ενός δεξιοτέχνη homo narrans: ένα σύνολο συμπυκνωμένων ιστοριών συχνά χιουμοριστικών ή και δραματικά γοητευτικών για τα πιο ασήμαντα πολλές φορές πράγματα που με έναν «μαγικό» τρόπο τα κάνει να φαίνονται σημαντικά, ιστορίες για τον εαυτό του/μας και για την Ελλάδα/κόσμο, ενώ παράλληλα ο λόγος της γραφής του διατηρεί στενές σχέσεις με τους άλλους «λόγους» (discourses) που διηγείται ο άνθρωπος, ώστε τελικά αυτός ο λόγος να καθίσταται ένα ιδιαίτερο μοντέλο συλλογικής μνήμης και μήτρα παραγωγής νέων ιδεών, από τη στιγμή που διαρκώς, με έναν ευφάνταστα παιγνιώδη τρόπο, εκεί που δεν το περιμένεις, με μια επιδέξια στροφή του λόγου, ανατρέπει καθιερωμένους κώδικες επικοινωνίας υπονομεύοντας τις αναγνωστικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις μας.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αναφερόμενος στον ποιητικό λόγο, έχει πει πως ένα καλό ποίημα μοιάζει λίγο πολύ με τον Οδυσσέα: προτού πει την αλήθεια του, λέει τα ψέματά του· αν το πιέσουμε, τα «ψέματά» του πλησιάζουν προοδευτικά την αλήθεια του· προτού αφεθεί στον αναγνωρισμό του, υποδύεται άλλο πρόσωπο, για να μας δοκιμάσει· στον ώριμο καιρό δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αναφερόμενος στον ποιητικό λόγο, έχει πει πως ένα καλό ποίημα μοιάζει λίγο πολύ με τον Οδυσσέα: προτού πει την αλήθεια του, λέει τα ψέματά του· αν το πιέσουμε, τα «ψέματά» του πλησιάζουν προοδευτικά την αλήθεια του· προτού αφεθεί στον αναγνωρισμό του, υποδύεται άλλο πρόσωπο, για να μας δοκιμάσει· στον ώριμο καιρό δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Σαν τον Οδυσσέα, λοιπόν, αυτά τα 145 «μικρά πεζά» καλούν τον υπομονετικό αναγνώστη να τα διαβάσει όχι μία, αλλά πολλές φορές, με ένταση, καθαρό βλέμμα και προσοχή, για να ανακαλύψει πρώτα τούς καλά κρυμμένους υπαινιγμούς κι έπειτα στο πλούσιο υπέδαφος τα σιωπηλά κοιτάσματα [«είναι και κάποιες άλλες αταξινόμητες, ανένταχτες κι εντελώς ιδιωτικές σιωπές», σ. 48 «The sound of silence»], ό,τι συνιστά την οικονομημένη, γι’ αυτό οικονομική, γλώσσα του συγγραφέα, δηλαδή την ποιητική – τη μέγιστη κατάκτηση. Μόνο τότε θα αποκαλύψει και την αλήθεια που κρύβουν πίσω από τα «ψέματά» τους· τις κρυφές ζωές που κυοφορούνται μες στις πιο ερμητικές σιωπές μιας γιαγιάκας· ή τα υπόκωφα κλικ πίσω από τις σιωπές ενός πληκτρολογίου.
Για το τέλος. Λένε ότι η Ιστορία καταξιώνεται όταν γίνεται δημόσια. Το ίδιο και η Λογοτεχνία. Αξίζει πραγματικά όταν κατορθώνει –με ποικίλους τρόπους– να αποκτήσει δημόσιο/πολιτικό χαρακτήρα, όταν –στην περίπτωσή μας– η Ιδιωτική Αντωνυμία συναντά τη Συλλογική μας Αντωνυμία. Και η Λογοτεχνία που για χρόνια υπηρετεί με παρρησία και συνέπεια ο Χατζημωυσιάδης, ως αξιανάγνωστη που είναι, προσφέρει τη μέγιστη αναγνωστική τέρψη με όποιο είδος κι αν καταπιάνεται ο συγγραφέας. Αυτή τη φορά – στο ελάχιστό της πληθωρική και αρκούντως μαχόμενη για την κατάληψη των ήδη αλωμένων από τους επαναστάτες χειμερινών ανακτόρων. Γράφω πάει να πει εκτίθεμαι…
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Χρήστου Τσιμάρη «A film star».
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα
Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε ἕνα σῶμα. Δηλαδὴ ὄχι ἀκριβῶς σὰν σῶμα, ἀλλὰ σὰν ἀπροσδιόριστη ἰδέα ἑνὸς σώματος ἀπὸ ἀνυπότακτα χέρια καὶ πόδια καὶ λαιμὸ καὶ κεφάλι καὶ πέος, ποὺ κήρυξε τὴν ὁρμονική του ἐπανάσταση γιὰ νὰ γίνει καλοσχηματισμένο, στητὸ καὶ αὐτοδιάθετο καὶ γιὰ δεκαετίες ὁλόκληρες προσέβλεπε σὲ ἄλλα σώματα γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐθνική του ὁλοκλήρωση. Καὶ ἦρθαν πράγματι καιροὶ ποὺ νόμιζε ὅτι σειόταν ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὸν περήφανο βηματισμό του, ἔστω καὶ ἂν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποδείχτηκε ὅτι βρισκόταν συνέχεια στὸ σημειωτόν, ἐνόσω μάλιστα οἱ ἐνδόμυχες δυνάμεις του ἐξύφαιναν ἐθνικὲς μειοδοσίες. Τὰ λοιπὰ εἶναι λίγο πολὺ γνωστά».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ