
Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Η. Παππά «Θαμπές ζωές» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Το εγχείρημα του Γιάννη Παππά, να αφηγηματοποιήσει μια πολύ πρόσφατη περίοδο, με σκηνικό χώρο την ελληνική επαρχία καθώς και τα όσα διεκτραγωδούνται σ’ αυτήν τις τέσσερις δεκαετίες της μετεμφυλιακής εμπειρίας, εν πρώτοις δείχνει απλοϊκό και εύκολο. Όμως δεν είναι.
H σιωπή και το σαθρό πέπλο μιας επινοημένης αγνότητας που για χρόνια σκέπαζαν με μια κρυπτική αχλή όλο το εύρος της επαρχιώτικης ζωής, δεν άντεξαν για πολύ. Οι νέοι καιροί άνοιξαν ρωγμές στα τείχη των κατάκλειστων και απομονωμένων κοινωνιών, ανασκάλεψαν τα έγκατά τους και έφεραν στην επιφάνεια ό,τι σάπιο υπήρχε.
Ο συγγραφέας, ασκημένος ποιητής, αφήνει στο περιθώριο τα σύνεργα της ποιητικής τέχνης, ανασύρει τον απλό και λιτό λόγο και επιλέγει προσεκτικά τις ψηφίδες με τις οποίες θα ανασυστήσει το μωσαϊκό μιας αδιάψευστης κοινωνικής πραγματικότητας. H σιωπή και το σαθρό πέπλο μιας επινοημένης αγνότητας που για χρόνια σκέπαζαν με μια κρυπτική αχλή όλο το εύρος της επαρχιώτικης ζωής, δεν άντεξαν για πολύ. Οι νέοι καιροί άνοιξαν ρωγμές στα τείχη των κατάκλειστων και απομονωμένων κοινωνιών, ανασκάλεψαν τα έγκατά τους και έφεραν στην επιφάνεια ό,τι σάπιο υπήρχε. Αυτό επέβαλλε η ανάγκη. Η χώρα έπρεπε να απαλλαγεί από τα χρόνια πάθη και τη νοσηρότητα, που την έριξαν στου κακού τη σκάλα, και να τολμήσει να κάνει τα πρώτα βήματα μιας νέας και ελπιδοφόρας πορείας.
Όχι πως τώρα, μισόν αιώνα μετά, όλα είναι αγγελικά πλασμένα. Κάθε άλλο. Όμως, οεπαρχιωτισμός, φαινόμενο που μέχρι πρόσφατα κανοναρχούσε τη ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούσε εξακολουθητικά να κρύβει το λερό του πρόσωπο. Το προνόμιο της δήθεν ηθικής ανωτερότητας κατέρρευσε με πάταγο και όσα βγήκαν –και εξακολουθούν να βγαίνουν– στο φως συγκλονίζουν την ελληνική κοινωνία. Όμως ο επαρχιωτισμός δεν υπήρξε «προνόμιο» μόνο των κοινωνιών της περιφέρειας. Αντίθετα μάλιστα. Μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι λίγα εκείνα που αποκαλύπτουν ότι το φαινόμενο αυτό καταδυναστεύει και τα αστικά κέντρα. Εκείνο που με πολύ θάρρος επεσήμανε ο Ευάγγελος Παπανούτσος για την αθέατη πλευρά της ελληνικής επαρχίας κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, ότι δηλαδή (…) οι άνθρωποι αλληλοϋποβλέπονται και αλληλοβιάζονται, αποδείχτηκε ότι έχει γενικότερη ισχύ.
Ο Γιάννης Παππάς με την εμμονή του να ξεσκεπάσει, μέσα από τις αφηγήσεις των ηρώων του, το φτιασιδωμένο πρόσωπο με το οποίο η Ελλάδα έμπαινε στη νέα εποχή, τελικά επιτυγχάνει τον σκοπό του. Ο συγγραφέας στα περισσότερα μικροαφηγήματα της συλλογής ακολουθεί μια διαδρομή στην οποία προεξάρχει η τεχνική των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, με τις οποίες δημιουργείται η αίσθηση του προσωπικού βιώματος. Αλλά και όπου επιλέγει να δώσει τον λόγο σε τρίτα πρόσωπα, για να μιλήσουν μέσα από τη δική τους οπτική, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Κατορθώνει, κι ας μη φαίνεται αυτό εξαρχής, να αναγάγει και να αναδείξει το προσωπικό και το ατομικό σε συλλογική εμπειρία. Μάλιστα, ο καταιγισμός των αποκαλύψεων είναι τόσο μεγάλος, που παραμερίζει τις όποιες στιγμιαίες ενστάσεις για τυχόν υπερβάσεις, από την πλευρά του συγγραφέα, των κανόνων του κλασικού διηγήματος. Η δομική σύσταση των τριών βασικών πτυχών –δέση, κορύφωση, λύση– υποχωρεί, και εκείνο που αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ο εσκεμμένα λιτός λόγος, στοιχείο που συνάδει με το σκοπούμενο: να φωτιστεί άπλετα το σκηνικό περιβάλλον και να αποκαλυφθούν όλες οι πλευρές της νόσου που για χρόνια κατέλυε και αποσάθρωνε τη ζωή. Από τη μια, τα εγκλήματα πάθους, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, η στερημένη εφηβεία και οι μοναχικοί ήρωες που αναμετρώνται με τη μοίρα και φτάνουν στα όρια της παράκρουσης. Από την άλλη, οι αποτυπώσεις του εμφυλίου –εξορίες, φυλακίσεις, εκτελέσεις– συνθέτουν το ανθρώπινο δράμα που για χρόνια παιζόταν στη χώρα και αποστράγγιζε τη ζωή της επαρχίας και των ανθρώπων της.
Από τη μια, τα εγκλήματα πάθους, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, η στερημένη εφηβεία και οι μοναχικοί ήρωες που αναμετρώνται με τη μοίρα και φτάνουν στα όρια της παράκρουσης. Από την άλλη, οι αποτυπώσεις του εμφυλίου –εξορίες, φυλακίσεις, εκτελέσεις– συνθέτουν το ανθρώπινο δράμα που για χρόνια παιζόταν στη χώρα και αποστράγγιζε τη ζωή της επαρχίας και των ανθρώπων της.
Από τα τριάντα τρία μικροαφηγήματα της συλλογής, τα κορυφαία, για λόγους εύκολα αναγνωρίσιμους, είναι τα δύο τελευταία, που τιτλοφορούνται «Το χιτώνιο ή “Ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;”» και «Η τελευταία φωτογραφία».
Την αφορμή για το πρώτο την έδωσε μια βιωματική εμπειρία του συγγραφέα όταν βρέθηκε στην Ουγγαρία, προσκεκλημένος για να μιλήσει για τον Δημήτρη Χατζή. Η συνάντησή του με έναν Έλληνα, γιο ενός από εκείνα τα παιδιά που μεταφέρθηκαν σε βαλκανικές χώρες την εποχή του εμφυλίου, μεταβάλλεται σε σπινθήρα που ενεργοποιεί τη λογοτεχνική γραφίδα του συγγραφέα. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα-μαρτυρία. Θαυμάσια δείγματα αυτού του αφηγηματικού είδους έχουμε από κορυφαίους συγγραφείς, όπως είναι ο Στρατής Δούκας με το ανεπανάληπτο Ιστορία ενός αιχμαλώτου και, στα νεότερα χρόνια, ο Θανάσης Βαλτινός με το έργο του Η κάθοδος των εννιά.
Την αφορμή για το δεύτερο αφήγημα («Η τελευταία φωτογραφία») την προσφέρει ένα δημοτικό τραγούδι που άκουσε ο Γιάννης Παππάς στα Γρεβενά, για τον ληστή Θωμά Καντάρα, ο οποίος, αφού συνελήφθη το 1919 και φυλακίστηκε, κατόρθωσε να δραπετεύσει, γι’ αυτό και επικηρύχθηκε από τις τότε Αρχές (1922). Το πιο ενδιαφέρον μέρος του αφηγήματος αρχίζει από το σημείο που ο ληστής εκφράζει την επιθυμία του να φωτογραφηθεί στο λημέρι του. Ήδη, τα σημάδια που «διαβάζει» προμηνύουν το τέλος του.
Προσωπική πεποίθηση παραμένει το ότι ο συγγραφέας θα μπορούσε να αναπλάσει δημιουργικά όλες τις πληροφορίες που κατόρθωσε να συγκεντρώσει για τον ληστή Καντάρα. Το υλικό που ήδη παραθέτει και ιδίως η μαρτυρία του λόγιου μοναχού Νικηφόρου Ζαβορδινού «υπόσχεται» ένα καθ’ όλα ζηλευτό εκτεταμένο αφήγημα.
Η επιλογή αυτών των δύο αφηγημάτων είναι προσωπική και καθόλου δεν αντιδικεί με άλλες διαφορετικές που ίσως προκύψουν. Κυρίως δεν υποτιμά τις υπόλοιπες γραφές που συναποτελούν το έργο του Γιάννη Παππά Θαμπές ζωές.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι ποιητής και πεζογράφος.