Για το βιβλίο του Γιάννη Πάσχου «Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο» (εκδ. Περισπωμένη).
Του Νίκου Ξένιου
Οι Μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο του Γιάννη Πάσχου κυκλοφόρησαν με το τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Το στοιχείο της έμπνευσης είναι το κύριο γνώρισμα του μπορχεσικού Δον Ντομίνγκο, που αποτυπώνει με μακάβριο τρόπο την αληθινή εμπειρία των κατοίκων ενός επινοημένου τόπου, «τραγουδώντας» είκοσι μία αλληγορικές ιστορίες σαν άριες: ένα απόσταγμα καταβύθισης στη λογοτεχνική ουσία, σε τεχνοτροπία υπερρεαλιστική, που αφήνει τον αναγνώστη με μιαν αίσθηση μετεωρισμού αριστοτεχνικά εξυφασμένη.
Μια άλλη πραγματικότητα
Η οξύτατη, δραστική, δηλητηριώδης σύνθεση των εικόνων, η μεταστοιχείωση των λέξεων σε διαφορετικά συγκείμενα, η απογύμνωση των νοημάτων, όλα προσλαμβάνουν διάσταση εμπράγματη στα διηγήματα του Δον Ντομίνγκο.
Η οξύτατη, δραστική, δηλητηριώδης σύνθεση των εικόνων, η μεταστοιχείωση των λέξεων σε διαφορετικά συγκείμενα, η απογύμνωση των νοημάτων, όλα προσλαμβάνουν διάσταση εμπράγματη στα διηγήματα του Δον Ντομίνγκο. Ονειρική κατάθεση μαγικού ρεαλισμού που ενσωματώνει, ποιητική αδεία, την ελευθεριότητα σύνθεσης ενός ανθρώπου πραγματικά χειραφετημένου από ιδεολογικές καθηλώσεις και άκρως ευαισθητοποιημένου στον ανθρώπινο πόνο, του οποίου η γενναιόδωρη εγρήγορση προσιδιάζει σ’ εκείνην ενός «απεσταλμένου» ή Σωτήρα, σ’ εκείνην ενός μυούμενου προφήτη που έχει περιηγηθεί τον κόσμο και έχει ανασυνθέσει τις στρεβλωμένες του εκφάνσεις σε έναν καλειδοσκοπικό πίνακα.
«Οι δρόμοι στέγνωσαν, τερμάτισαν, σαν να αποκόπηκε η γειτονιά από τον υπόλοιπο κόσμο. Καθένας έμοιαζε να ήθελε να προφυλαχθεί από ένα αδιόρατο, υπόγειο πένθος που ερχόταν από το άγνωστο»: υπάρχει κάτι το επαπειλούμενο στον αγερμό αυτόν που ο Γιάννης Πάσχος κατασκευάζει από τα υλικά της τόσο παραγωγικής του φαντασίας, απειλή που επικρέμαται, και που σταδιακά υποστασιοποιείται όσο εξελίσσονται οι αφηγήσεις. Ήδη από την παιδική ηλικία, με φόντο τη Νέα Υόρκη, το κορμί εγκαταλείπει τον αφηγητή. Η καθημερινότητα, ως αυτόνομη οντότητα, τον «αιφνιδιάζει», ενώ οι γονείς υπερίπτανται μαζί με την παιδική συνείδηση πάνω από τα τετριμμένα, όπως οι ήρωες της αποκηρυγμένης «Τριλογίας της Ζωής» του Παζολίνι. Οι αναφορές στο λυρικό τραγούδι και η υποκατάσταση της ακοής από την όραση παράγουν την αίσθηση μιας «τρίτης» ματιάς στα πράγματα: ο συγγραφέας αγγίζει τα υλικά αντικείμενα του έξω κόσμου δημιουργώντας, με τις ανακλάσεις τους, μιαν υπερρεαλιστική σύνθεση.
Η γλώσσα είναι αιμάσσουσα και παράγει μαγεία. Το υπαρξιακό καθεστώς του βιβλίου άπτεται της ονειρικής πραγματικότητας, πάνω απ’ όλα. Για την ακρίβεια, μιας πραγματικότητας εμβολιασμένης με μεταφυσικές ποιότητες: έτσι, το φεγγάρι στο στερέωμα μετατρέπεται, στο βιβλίο του Γιάννη Πάσχου, σε «ουράνιον δρέπανον, λευκόν, εστιλπνωμένον», όπως θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, ενώ η άγνοια ταυτότητας, η πολλαπλότητα ταυτοτήτων, η ποικιλία των κοινωνικών ρόλων και η εκκεντρική αφήγηση επιτρέπουν συνεχείς κατοπτρισμούς και μεταμορφώσεις στις απλές καταγραφές της πραγματικότητας.
Ένας άλλος Εαυτός
Η ποίηση του Πάσχου διασταυρώνεται με την ποίηση του Σαχτούρη, στην πιο σωματοποιημένη της εκδοχή, για να ακολουθήσει ένα ερωτικό πρότυπο ποθούμενης έφηβης αντλημένο από τον Ελύτη.
Ο «κοινωνικός εαυτός» του αφηγητή έρχεται να καταθέσει μια διαφορετική καταγραφή των αντικειμένων, που ποιητική αδεία αποκτά εκβλαστήσεις και διαστάσεις απρόβλεπτες. Στις αφηγήσεις που ακολουθούν το σκηνικό περνά από το Αζερμπαϊτζάν, αναζητώντας πολιτισμικές καταβολές στα υλικά της καυτής γης. Ακολουθεί μια οντολογία του ερωτικού φιλιού που αποτελεί τη φυσική συνέχεια του αμέσως προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα. Στην Αργεντινή διενεργείται μια μοναδική στην αξιοπρέπειά της «επαιτεία συναισθήματος», που θα μεταστοιχειωθεί γρήγορα σε ερωτική ωριμότητα στο πρόσωπο της Σονόρα. Στην κορυφή «Ιζαμπέλ» (που θα μπορούσε να είναι το υψηλότερο σημείο του κορμιού μιας θελκτικής στρουθοκαμήλου, όσο και μια κορυφή των Άλπεων), η ποίηση του Πάσχου διασταυρώνεται με την ποίηση του Σαχτούρη, στην πιο σωματοποιημένη της εκδοχή, για να ακολουθήσει ένα ερωτικό πρότυπο ποθούμενης έφηβης αντλημένο από τον Ελύτη. Η εξερεύνηση των ποιοτήτων (χρωματικών, ηχητικών, οσφραντικών) θα περάσει από την εποπτεία ενός παντόπτη Πατέρα για να απολήξει σε μια πλατωνική συνεύρεση που θα αποδώσει καρπούς. Και σε αυτό το σημείο εισβάλλει ο Μπόρχες.
Η ανθρώπινη ψυχή συνάπτει μια παραμυθική συμφωνία με τους θρύλους, τους εξερευνητές, τους πρωταγωνιστές θαυμαστών ιστοριών της νιότης μας, τους τόπους όπου βρίσκονται βυθισμένα τα νησιά Affectatas, διατηρώντας μιαν ακροθιγή –αρχικά– σχέση με το γυναικείο κορμί και επιχειρώντας –κατόπιν– μιαν υπαρξιακή καταβύθιση σ’ αυτό. Ψηφίδες από τα sagas που αγαπά, οσμές και υποψίες και ίχνη από ημερολόγια, μια σειρά από ντίβες του θεάτρου, ενίοτε οι θαμώνες καπηλειών των πιο οργιαστικών, εξωστρεφών, λατινογενών παραδόσεων οινοποσίας, μνήμες από τους αγαπημένους ζωγράφους της ευρωπαϊκής παράδοσης, οι επαναστάσεις των χωρών της Νότιας Αμερικής και ο έρωτας για έναν σκιώδη πιανίστα: να η μήτρα όπου κυοφορείται το κρίσιμο, κομβικό σημείο όπου η Μάνα συναντά τη Μήδεια του μύθου και η ανθισμένη Άνοιξη φρενάρει μπρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η κάθαρση έρχεται με τις αφηγήσεις όπου η μορφή του άταφου Πολυνείκη γίνεται αντικείμενο σύρραξης, όπου το κύμα και το Φουτζιγιάμα του Ιάπωνα Χοκουσάι πολλαπλασιάζονται και όπου, τέλος, η όραση του μετριόφρονα ποιητή τού υπαγορεύει τη βεβαιότητα πως ακόμη βρίσκεται στο άνευρο, διστακτικό, πρώτο σκαλί της Τέχνης. Η μυθοπλασία του βιβλίου διατηρεί τις ποιητικές της καταβολές, χωρίς να της λείπει η σχολαστική αποτύπωση ενός φυσιοδίφη. Ο τόνος της δημιουργίας του Γιάννη Πάσχου είναι παιγνιώδης, αποκαλυπτικός και προκλητικά αισιόδοξος, παρηγορητικός και λυτρωτικός από το βάρος της χρονικότητας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
1. «Από τότε, την ίδια πτήση, χωρίς το σώμα μου, ακολουθώ πολλές φορές, όταν η ζωή κουλουριάζεται εκδικητικά γύρω μου. Κανέναν δεν συναντώ σε αυτή τη διαδρομή κι έτσι χωρίς να παρεξηγηθώ, διανύω την καθημερινότητά από τον πιο σύντομο δρόμο, αιφνιδιάζοντας τον κοινωνικό εαυτό μου».
2. «Το μεγαλύτερο μαρτύριό μου ήταν όταν άρχισα να βλέπω. Όταν άρχισα να βλέπω τα λόγια των ανθρώπων. Τα λόγια σταμάτησα να τα ακούω και άρχισα να τα βλέπω. Τα έβλεπα να φυτρώνουν ταχύτατα, χωρίς δισταγμό, ή αργά, με μεγάλη επιφύλαξη, να διακλαδίζονται απροσδόκητα. [...] Έβλεπα την απότομη μεταμόρφωσή τους από φρικιαστικά δηλητηριώδη στόματα με γλώσσες φιδιών σε υπέροχα, αρωματικά άνθη που σε προκαλούσαν να υποκλιθείς μπροστά στην εξωπραγματική ομορφιά, σε μάγευαν, λαχταρούσες να τα αγγίξεις, να ρουφήξεις τα αρώματά τους και μετά, απότομα, να μεταμορφώνονται ξανά σε φρικιαστικές, δηλητηριώδεις παγίδες».