Για το βιβλίο του Ανδρέα Φιλιππόπουλου-Μιχαλόπουλου «Το βιβλίο του νερού» (εκδ. Θίνες).
Της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου
Η ζωή στο σύμπαν δημιουργήθηκε μέσα στο νερό. Η περιπλάνηση του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη Γη σήμανε και το ταξίδι της αναζήτησής του για το νόημα της ζωής. Για τη θέαση της εσώτατης φύσης των πραγμάτων. Μια αναζήτηση που φαίνεται να είναι επιστροφή. Στην ολότητα της αρχής. Θα μπορούσαμε λοιπόν, να το ονομάσουμε και νόστο του νερού. Αυτή τη νοσταλγία αλλά και προσδοκία εκφράζει το Βιβλίο του νερού του Ανδρέα Φιλιππόπουλου-Μιχαλόπουλου. Είκοσι αφηγήματα σε μορφή ποιητικών πεζών συγκλίνουν και συνομιλούν με εννιά φωτογραφίες του συγγραφέα, που έχουν συλλάβει στιγμές αποκαλυπτικές του υδάτινου κόσμου που δονείται τόσο δίπλα μας όσο και μέσα μας.
Καθώς προχωρά η αφήγηση, τα πρόσωπα και εμείς οι αναγνώστες μαζί, μπαίνουμε σιγά σιγά μέσα σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο που ενυπάρχει των πραγμάτων. Στον ρευστό κόσμο της φαντασίας που όμως άπτεται της πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει συχνά με ένα ξάφνιασμα.
Οι αφηγήσεις ξεκινούν με καθημερινά, απλά περιστατικά. Μια συνηθισμένη μέρα, σε μια επαναλαμβανόμενη κανονικότητα. Όλα τυπικά, τίποτα διαφορετικό. Σαν την επιφάνεια μιας ήρεμης λίμνης. Και με την ενότητα «λίμνη είναι οι άλλοι» ξεκινά το βιβλίο του ο Ανδρέας Φιλιππόπουλος-Μιχαλόπουλος. Καθώς προχωρά η αφήγηση, τα πρόσωπα και εμείς οι αναγνώστες μαζί, μπαίνουμε σιγά σιγά μέσα σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο που ενυπάρχει των πραγμάτων. Στον ρευστό κόσμο της φαντασίας που όμως άπτεται της πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει συχνά με ένα ξάφνιασμα. Όπως φαίνεται να αιφνιδιάζεται και να εκπλήσσεται κι ο ίδιος ο συγγραφέας όταν σε μια καθημερινή βόλτα, σε μια παύση, καθώς πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, ή περπατάει να πάει στη δουλειά, τυχαία τού αποκαλύπτονται στα μάτια του σκηνές από αυτόν τον άλλον κόσμο. Έναν κόσμο που μπορεί να είναι αθέατος αλλά που εξαρτάται από το κοίταγμα. Που είναι απόλυτα συνυφασμένος με το βλέμμα. Όπως σταματάς ξαφνικά, επειδή κάτι σου τράβηξε το βλέμμα σου, για να πατήσεις το κλικ στο κινητό που έχεις στην τσέπη σου, να τραβήξεις μια φωτογραφία μ’ ένα «κλείσιμο του ματιού». Για να αποτυπώσεις τη χωρητικότητα του βλέμματος. Για να την κρατήσεις στον χρόνο. Να την κάνεις ιστορία. Με κάποιον τρόπο να την αφηγηθείς.
Στις είκοσι ιστορίες του Βιβλίου του νερού, ο αναγνώστης δεν θα συναντηθεί με μια γραμμική δομή συμβατικής αφήγησης. Αν και το σκηνικό είναι ρεαλιστικό, σύντομα στη ροή των αφηγημάτων γλιστρούμε χωρίς να το καταλάβουμε καλά καλά σε ένα υδάτινο σύμπαν. Με δεξιοτεχνία ο συγγραφέας μπολιάζει την πραγματικότητα με εξω-αισθητά και εξω-λογικά στοιχεία που εκπλήσσουν και γοητεύουν τον αναγνώστη. Στο Βιβλίο του νερού παρουσιάζεται ο αισθητός μας κόσμος διαθλασμένος. Έτσι, οι ιστορίες, οι εικόνες, όπως και οι φωτογραφίες του βιβλίου, θα μπορούσαν να ιδωθούν ως αναδύσεις του υποσυνείδητου, ατομικού και συλλογικού, μεταμορφωμένες σε οράματα ή όνειρα, με τη μεταμόρφωση να εκφράζει τόσο τη ρευστότητα των ορίων της αισθητής πραγματικότητας όσο και τη δυναμική της ανατροπής της. Κι εδώ παίζουν διττό ρόλο και οι φωτογραφίες που συμπλέουν με τις ιστορίες. Ο φιλόσοφος Walter Benjamin, στη «Σύντομη Ιστορία της Φωτογραφίας» (Δοκίμια για την τέχνη, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κάλβος), θεωρεί ότι η φωτογραφία έχει τη δύναμη να αλλάζει την αντίληψή μας για τον χρόνο και τον χώρο. Να προσφέρει νέες γωνίες οράσεως και τη δυνατότητα να δούμε πτυχές της πραγματικότητας πολύ πέραν αυτών που αντιλαμβάνεται φυσιολογικά το ανθρώπινο μάτι. Μέσω της φωτογραφίας, ο εσωτερικός μονόλογος ξεπερνά την ατομικότητα του ονείρου και διαμορφώνει ως φαντασιακή εικόνα μια πραγματικά συλλογική σκέψη. Αγγίζει το συλλογικό ασυνείδητο. Το «οπτικό ασυνείδητο» κατά Benjamin. Ως ασυνείδητο, τόσο συλλογικό όσο και ατομικό, το νερό διατρέχει όλα τα αφηγήματα στο Βιβλίο του νερού. Ως μια υποδόρια υδάτινη φλέβα, μια σήραγγα οξυγόνου κάτω από τα ορατά επίπεδα των πραγμάτων. Σαν το οξυγόνο που εισπνέει το νεογέννητο μωρό βγαίνοντας από το αμνιακό υγρό της μήτρας. Εισπνοή της αρχής και εκπνοή του τέλους. Αλλά και το νερό ως η ανάσα της ζωής.
Μυστήριο, μελαγχολία, αλλά και χιούμορ και τρυφερότητα εκπνέουν τα αφηγήματα του βιβλίου, που περιγράφουν την ουτοπία της υδάτινης πολιτείας. Της πόλης με τη διπλή αλήθεια του αντικειμένου.
Μυστήριο, μελαγχολία, αλλά και χιούμορ και τρυφερότητα εκπνέουν τα αφηγήματα του βιβλίου, που περιγράφουν την ουτοπία της υδάτινης πολιτείας. Της πόλης με τη διπλή αλήθεια του αντικειμένου. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, φυτά, ζώα, σπίτια, δρόμοι, συνοικίες, παιδικές χαρές, μουσεία, ζώα, κήποι, καταστήματα, περνούν μπροστά μας μέσα σε πόλεις που μισοβυθίζονται στο ρευστό σύμπαν του νερού, σε μια διαρκή προσπάθεια να αναδυθούν καθαρές και φρέσκιες. Νέες πολιτείες, όπου τα πάντα θα αναπνέουν ιδανικά στον κόσμο του ήθους. Με υδατική συνείδηση. Με ζωογόνα οικολογική, πολιτική, ατομική και κοινωνική ηθική. Άνθρωποι σε κοινωνίες όπου το ὕδωρ, το δώρο της βροχής, θα γίνει νηρόν ὕδωρ, νερό. Καθαρό, φρέσκο δώρο εξ ουρανού. Αγαθό κοινωνικό.
Θεοί, θρησκείες αρχαίες αλλά και θεότητες του σύγχρονου κόσμου συχνά καταπνίγουν κοινωνίες σε βωμούς. Και τότε η θάλασσα δείχνει την πληγή της φουσκώνοντας σαν παλίρροια που μπαίνει μέσα στο Βιβλίο του νερού από τα ανοιγμένα του παράθυρα. Σαν τους σίφουνες που γνωρίζει καλά το Αιγαίο από τις περιπέτειες της προσφυγιάς, όπως γράφει στο αφήγημα «Σίφουνες» και που μας κάνει να αναλογιστούμε το μέλλον όλων μας. Ιστορικά αδιέξοδα, πολιτικές και οικονομικές πλεκτάνες συχνά αποξηραίνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα σε τεχνητά δίκτυα αβίωτων κοινωνιών. Η ζωή αγωνίζεται να αναπνεύσει. Να διαχειριστούμε με φροντίδα και να διαφυλάξουμε τους υδάτινους πόρους του πλανήτη μας έρχεται να μας πει το βιβλίο του Ανδρέα Φιλιππόπουλου-Μιχαλόπουλου. Είναι οι πόροι του δέρματός μας απ’ όπου περνάει το οξυγόνο για να αναπνέουμε. Είναι τα περάσματα προς τον χώρο της φαντασίας. Είναι οι δρόμοι προς την ενότητα του ιδανικού. Το νερό είναι μάθημα˙ μπορεί να μας δείξει πώς να διαχειριζόμαστε το σύμπαν, τα πάντα.
Ενώ κάποιος θα περίμενε ότι το Βιβλίο του νερού θα περιλάμβανε κατεξοχήν περιγραφές φυσικών τοπίων, ωστόσο το βιβλίο κινείται κυρίως σε αστικούς χώρους. Το νερό μορφοποιείται ως ο συνεκτικός υμένας των κοινωνιών. Έτσι, εμφανίζεται μέσα σε ποτήρια, στον νεροχύτη, σε φλιτζανάκια του καφέ, στο μπάνιο, μέσα σε δρόμους, σε παιδικές χαρές, σε λιμνούλες στην άκρη του δρόμου, σε κήπους γύρω από σπίτια, πισίνες, δεξαμενές. Ως ποτιστικό νερό, ξεδιψά ανθρώπους και φυτά, αναβιώνει ξεραμένα και στεγνά υποκείμενα, την ίδια τη γη, την ίδια τη ζωή τελικά. Είναι πρόταση κοινωνικής συμβίωσης όλων των όντων και αντικειμένων του κόσμου που μας περιέχει. Είναι ηθική διαχείρισης των πλασμάτων όλων. Οι ιστορίες του βιβλίου έρχονται να μας το υπενθυμίσουν. Όπως και οι φωτογραφίες του, που σαν υδάτινες σελίδες υγροποιούν κι αυτές το βιβλίο της ζωής. Ενυδατώνουν για να ενοποιήσουν. Ως εικόνες-σύμβολα δημιουργούν, προβάλλουν και διεκδικούν μια ενωτική εικόνα του κόσμου. Αυτή της συναίσθησης της ομοιότητας και της ολότητας. Όλοι είμαστε ίδιοι αν και διαφορετικοί μέσα στην ισονομία της υδάτινης πολιτείας. Η ενότητα εκπηγάζει από τον βυθό του αρχέγονου ύδατος ως φυσική ισογονία. Η συνειδητοποίηση της ίδιας ενοποιητικής αρχής φέρει και την ευθύνη υπεράσπισής της. Είναι απλό· τα πάντα στο σύμπαν είμαστε πλάσματα του νερού.
Όλοι είμαστε ίδιοι αν και διαφορετικοί μέσα στην ισονομία της υδάτινης πολιτείας. Η ενότητα εκπηγάζει από τον βυθό του αρχέγονου ύδατος ως φυσική ισογονία. Η συνειδητοποίηση της ίδιας ενοποιητικής αρχής φέρει και την ευθύνη υπεράσπισής της. Είναι απλό· τα πάντα στο σύμπαν είμαστε πλάσματα του νερού.
«Η λίμνη είναι οι άλλοι» μας λέει ο Ανδρέας Φιλιππόπουλος-Μιχαλόπουλος, και με αυτόν τον τίτλο ξεκινά την πρώτη από τις τρεις ενότητες του βιβλίου με τρεις φωτογραφίες και έξι αφηγήματα: «Το κατώφλι», «Δυο φορές», «Το βιβλίο του νερού», «Η πόλη», «Το ποτήρι», «Το κύμα». Η δεύτερη ενότητα με τίτλο «το μπλε έχει καρφωθεί και δε φεύγει» αφορά τρεις φωτογραφίες κι οχτώ αφηγήματα: «Σίφουνες», «Τόμοι», «Ο κήπος», «Ανοιχτά», «Στης Λέλας», «Καφές», «Διακοπές», «Πιο κάτω». Χαρακτηριστικός και ο τίτλος της τρίτης ενότητας, «πέρασμα κάτω από τη θάλασσα, μεμβράνη βυθού», περιλαμβάνει έξι αφηγήματα και τρεις φωτογραφίες: «Υπογάστριο», «Η βοσκοπούλα», «Ο συλλέκτης», «Μεμβράνη», «Οι κούκλες», «Αγκαλιά». Στο τελευταίο αφήγημα «Αγκαλιά» ένα νεαρό ζευγάρι με το κοριτσάκι τους, μωρό επτά μηνών, πάνω σ’ ένα σωσίβιο-βαρκούλα, επιστρέφουν στην ιδανική θάλασσα. Για να συνεχιστεί πάλι ο κύκλος της ζωής καθώς θα διευρύνεται μέσα από τον κάθε αναγνώστη, όπως οι ομόκεντροι κύκλοι που δημιουργούνται σε μια λίμνη όταν πετάξεις ένα βότσαλο.
Κι ένα μικρό πεζολογικό ποίημα μετά το τέλος των αφηγήσεων του βιβλίου, στην επόμενη σελίδα, φανερώνει ότι:
Το ποίημα είναι γραμμένο με μικρότερα και μεγαλύτερα γράμματα που δίνουν την οπτική αίσθηση του κυματισμού, εικονοποίηση της ανάσας, έκφραση αξιακής κλιμάκωσης, ξεδίπλωμα και συμπύκνωση, άνοιγμα και κλείσιμο χωρίς τέλος. Θα μπορούσαμε να περικλείσουμε όλο το περιεχόμενο του βιβλίου, ως σύμπαν, ως κόσμο, ως φωνή, ως ανάγκη, ως πρόταση, σε αυτό το μικρό ποίημα στο τέλος, που δεν είναι το τέλος, αλλά η επόμενη σελίδα της ζωής.
Το Βιβλίο του νερού λοιπόν, ξεκινά και επιστρέφει. Με τον ίδιο τρόπο. Στον κόλπο. Στο νερό. Στη ζωή. Είναι ένα βιβλίο αναζήτησης, ένα βιβλίο περιπλάνησης, ένα ταξίδι επιστροφής. Ένα βιβλίο νόστου.
* Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι ποιήτρια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μπήκανε και αυτοί, αργά, προσέχοντας να μην τραυματίσουν το νερό, απαλό σαν πλακούντας, άσπιλο που ήταν πριν κατέβουν οι υπόλοιποι, πυκνό σαν ιστορία, δικό τους σαν επιστροφή. [...] Δε σταμάτησαν να περπατάνε, αλλά τα βήματά τους άρχισαν σιγά σιγά να βγάζουν υδάτινες ρίζες, πλοκάμια φύκια που τους έκαναν να επιβραδύνουν, να φτιάχνουν σπίτια και νοικοκυριά και μέλλοντα με κάθε απλωτή. Γύρω τους, κύκλοι πάνω στο νερό, μαζεύτηκαν καράβια βουνά. Ιπτάμενα και μεγαλειώδη, σκίαζαν τη θάλασσα και έκλεισαν γύρω τους απαλά. Είχαν επιστρέψει στον κόλπο».
«Αγκαλιά»