Για τη συλλογή διηγημάτων της Διώνης Δημητριάδου «Ο βιωμένος χρόνος» (εκδ. ΑΩ).
Της Χρύσας Φάντη
«Ο βιωμένος χρόνος σε συνέχειες/ παραμονεύει σαν του παιδιού τα ίχνη μέσα μας/ παράλογος εφιάλτης/ όσο κι ο φόβος στα παραμύθια». Με αφετηρία το ως άνω μότο[1] στην αρχή του βιβλίου, επισημαίνουμε το αρνητικό πρόσημο στα «παραμονεύει» και «παράλογος εφιάλτης», ενώ την ανάλαφρη αίσθηση που θα εισπράτταμε από τα σημαινόμενα του ουσιαστικού «παραμύθια» ακυρώνει ο «φόβος» που έχει προηγηθεί. Επιπλέον, η μεταφορά «σαν του παιδιού τα ίχνη», ενώ θα μπορούσε να παράσχει ευφορία, στο προκείμενο λειτουργεί αμφίσημα, παραπέμποντας στο θόλο, ανολοκλήρωτο και αμετάκλητα πεπερασμένο της όποιας «ευτυχισμένης» παιδικής μας στιγμής.
Από την εισαγωγή, λοιπόν, προετοιμαζόμαστε για έναν συνεχή και επώδυνα βιωμένο χρόνο («ο βιωμένος χρόνος σε συνέχειες»), ένα τραύμα της ύπαρξης χρόνιο, και γι’ αυτό τραγικό. Και όντως, αυτός ο «σε συνέχειες» αβίωτα βιωμένος χρόνος, φαίνεται να αποτελεί, αν όχι το κύριο, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά των κειμένων που ακολουθούν. Ιστορίες αλλόκοτες, κρυπτικές και με έντονο το δοκιμιακό στοιχείο, ηθελημένα ασαφείς και άλλες πιο ακριβείς και λεπτομερειακές, οι τελευταίες εν είδει προσωπικών καταθέσεων.
Ιστορίες αλλόκοτες, κρυπτικές και με έντονο το δοκιμιακό στοιχείο, ηθελημένα ασαφείς και άλλες πιο ακριβείς και λεπτομερειακές, οι τελευταίες εν είδει προσωπικών καταθέσεων.
Στο «η χειρολαβή», πρώτη κατά σειρά ιστορία, η έγνοια και ο πόνος για τη γραφή και το διάβασμα βρίσκει «απάγκιο» στην αμφίδρομη αγαπητική σχέση ανάμεσα στον γράφοντα και τον αναγνώστη, στο «impression» η τέχνη ως έκπληξη επιβεβαιώνει τη συγγένεια ανάμεσα σε ομότεχνους και απλούς (;) αποδέκτες, στο «απόηχος» το βάρος του «τυπωμένου» πόνου αναμετράται με τον «πραγματικό» πόνο του αναγνώστη, στο «η στιγμή» μια γυναίκα ενήλικη προσπαθεί να διαφυλάξει τον ήχο από ένα πολύτιμο βίωμα πριν η αφήγηση στραφεί στο παιδί που θα έρθει μετά από αυτήν, ως το μόνο ικανό να τον ανα-βιώσει∙ στο εκτενέστερο, περισσότερο αφηγηματικό και αυτοαναφορικό «άηχος τόπος» (αφήγημα με έντονο το στοιχείο της φάρσας) το άκουσμα της μουσικής σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον κάπου στην επαρχία θεωρείται συνήθεια ειδεχθής, ενώ στο επίσης αυτοαναφορικό «η πορτοκαλιά», η προσωπικότητα μιας δασκάλας, χάρη στο καρποφόρο έργο της, θα θυμίσει σε ένα γονιό με καταγωγή αγρότη το αγαπημένο του δέντρο, και στο «ένα σπίτι, μια θάλασσα, μια σκέψη» μια πασχαλιά δεν θα είναι μόνο σημάδι άνοιξης αλλά και αντικείμενο στολισμού ενός Επιτάφιου, συμβολισμός για ένα θάνατο σαν «σκαλί για ζωή πάλι»∙ ξεχωριστό για τον επιτυχή συνδυασμό σκέψεων και ατίθασου λυρισμού και το σύντομο «άναρχα».
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις που ο αφηγητής είναι και πρωταγωνιστής, όπως και σε εκείνες που δεν συμμετέχει στα εξιστορούμενα αλλά παραμένει ουδέτερος και χωρίς καμιά προσωπική εμπλοκή, η αφήγηση, χάρη στις πολλαπλές εστιάσεις της, δεν παρουσιάζει την μονομέρεια μιας συνηθισμένης πρωτοπρόσωπης ή τριτοπρόσωπης εξιστόρησης, ενώ η φωνή, αν και θερμή, παραμένει ταυτόχρονα νηφάλια και απομακρυσμένη. Ευφάνταστη σκηνοθεσία, παραδοξότητα σε ενδιαφέρουσα μείξη με τους κουβεντιαστούς τόνους (από μια φαινομενικά απλή εξιστόρηση μπορεί να βγει ένας σύνθετος στοχασμός, κι αυτός όμως, λιτά διατυπωμένος), περιγραφές εικόνων ποιητικών και άλλων κοινότοπων, αποκαλυπτικών ωστόσο της κρυφής τους μαγείας∙ μια πανσέληνος που «άναρχα πρωτοτυπεί» ή ένας άντρας και ένα κορίτσι που απολαμβάνουν το τσιγάρο τους στα σκοτεινά σαν μια υπόσχεση ερωτική, λαχτάρα γι’ αυτό το ανοίκειο που η επιθυμία καθιστά κάτι περισσότερο από οικείο, μνήμη γι’ αυτό το ελάχιστο και συνεχώς διαφεύγον μιας ευτυχίας που σαν το ποτάμι μάς ξεγλιστρά, γι’ αυτή την «υγρή στιγμή» και για «μια ζωή που θα μπορούσε να είναι ωραία», το μπορεί σε έγκλιση κατ’ ευφημισμό δυνητική, αφού «στο σκοτάδι δεν μπορεί να διακριθεί η λεπτή απόχρωση συναισθήματος».
Κείμενα μεστά, γόνιμο χωνευτήρι πολλαπλών αναγνωστικών και βιωματικών προσλήψεων, γραφή ώριμη, ιδιότυπη, βασανισμένη.
Στα «run away» και «ο σκοτεινός θάλαμος» απολαμβάνουμε την ίδια ανοίκεια μυχιότητα, ενώ οι θεματικές που ανοίγονται στα ολιγόλεκτα και εισαγωγικά στην δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη ενότητα κείμενα, με φράσεις όπως «τα θαλασσινά τοπία», «χωμάτινος θα γίνω», «γέλασαν συνωμοτικά», «το πιο μακρύ ταξίδι είναι αυτό που δεν αρχίζει» και «συνωμοτικός συνυπολογισμός» θα στρώσουν ένα ακόμα χαλί για τα περισσότερο βιωματικά και με στοιχεία παραμυθιού και μελαγχολικού αναστοχασμού, όπως, για παράδειγμα, το «κι ούτε σκαρί πετούμενο» και «ο παππούς», και τα δυο με άμεσες αναφορές στη Σύμη, τόπο καταγωγής της συγγραφέως και γενικότερη αναφορά στη ζωή στη θάλασσα.
Κείμενα μεστά, γόνιμο χωνευτήρι πολλαπλών αναγνωστικών και βιωματικών προσλήψεων, γραφή ώριμη, ιδιότυπη, βασανισμένη. Ολιγόλεκτες αφηγήσεις που μετά την τέρψη της πρώτης και δεύτερης ανάγνωσης, σε προκαλούν (το λιγότερο) να επανέλθεις.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
[1] «Ο βιωμένος χρόνος», πρώτη φράση του μότο, δηλωτική των κειμένων που ακολουθούν και εισαγωγή στην άτιτλη πρώτη ενότητα της συλλογής, συμπίπτει και με τον τίτλο που φέρει το βιβλίο (με άλλα λόγια: το βιβλίο αυτή τη φράση δανείζεται για τίτλο του). Επιπρόσθετα, στις επόμενες πέντε ενότητες τη θέση του τίτλου τους καταλαμβάνουν τα πέντε προαναφερθέντα μικρά και εξαιρετικά λακωνικά κείμενα: «τοπία», «η κλίση», «μικρή συνωμοσία», «τα ταξίδια πάλι», και «συνυπολογισμός», γεγονός που διαπιστώνει ο αναγνώστης ανατρέχοντας στα Περιεχόμενα ή κατά την πορεία της ανάγνωσης, από την έλλειψη της αρίθμησης στις σελίδες τους.
Ο βιωμένος χρόνος
Μικρές ιστορίες
Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ 2017
Σελ. 120, τιμή εκδότη €12,20