Για το βιβλίο του Κώστα Μπουλμπασάκου «19 δευτερόλεπτα πριν… δυο λέξεις» (εκδ. Πικραμένος).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Το πρόσφατο βιβλίο του Πατρινού δημοσιογράφου και συγγραφέα Κώστα Μπουλμπασάκου έρχεται να επιβεβαιώσει τη δημιουργική εμμονή που τον διακατέχει, να χαράσσει τις συγγραφικές του συντεταγμένες στον χώρο της ιστορικής ύλης και της ιστορικής περιπέτειας. Στο μυθιστόρημα 19 δευτερόλεπτα πριν… δύο λέξειςακούγεται ζωντανή η περιπέτεια, μαζί και ο δυσβάσταχτος πόνος των ανθρώπων, καλύτερα των γενεών, που βίωσαν όσα σωρεύτηκαν στο ιστορικό τόξο της νεότερης ιστορίας μας. Ένα τόξο που ξεκινά από την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, εκτείνεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο, διαπερνά την περίοδο της ανασύστασης του κράτους, για να φτάσει στα χρόνια της χούντας, της μεταπολίτευσης και των μετέπειτα εξελίξεων της ψευδεπίγραφης ευημερίας και των επιπτώσεών της, για να καταλήξει στις αυταπάτες μιας αριστερής νομενκλατούρας.
Ένας “καταραμένος” ζωγράφος, από τον θάλαμο των επειγόντων, αναπολεί το παρελθόν του και όλα όσα τον σημάδεψαν. Έτσι, μέσα σε ελάχιστα λεπτά ίσως και δευτερόλεπτα, βουτηγμένος στον κόσμο των παραισθήσεων, ετοιμάζει 19 πίνακες ζωγραφικής για τη μία και μοναδική, λυτρωτική ίσως, έκθεση.
Καταρχάς, ο τίτλος του βιβλίου προκαλεί αμηχανία. Όμως, έρχεται το οπισθόφυλλο να διασαφηνίσει ότι το κεντρικό πρόσωπο, «ένας “καταραμένος” ζωγράφος, από τον θάλαμο των επειγόντων, αναπολεί το παρελθόν του και όλα όσα τον σημάδεψαν. Έτσι, μέσα σε ελάχιστα λεπτά ίσως και δευτερόλεπτα, βουτηγμένος στον κόσμο των παραισθήσεων, ετοιμάζει 19 πίνακες ζωγραφικής για τη μία και μοναδική, λυτρωτική ίσως, έκθεση και μας διηγείται τέσσερις ιστορίες αντίστασης».
Ωστόσο –και σ’ αυτό οφείλεται η επιτυχία του μυθιστορήματος– ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε μια στεγνή αφηγηματοποίηση της ιστορίας. Όσοι, είτε από άγνοια είτε από απουσία έμπνευσης επιχείρησαν ή επιχειρούν κάτι τέτοιο, αποτυγχάνουν και πέφτουν στη λησμονιά. Η ιστορία στο βιβλίο του Μπουλμπασάκου είναι το βαθύ υπόστρωμα της αφήγησης. Εκείνο που αναδεικνύεται και ιδιαιτέρως υπογραμμίζεται στο έργο είναι το ανθρώπινο δράμα. Μέσα από επιμέρους μυθοπλασίες που έχουν το ξεχωριστό προσόν να συνδέονται μεταξύ τους αλλά και –ως έναν βαθμό– να αυτονομούνται, ο συγγραφέας στήνει το σκηνικό μέρος της δράσης ανθρώπων φτωχών και κατατρεγμένων, ανθρώπων που πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τις επιλογές τους, που πάλεψαν για το δικό τους φωτεινό μονοπάτι και γεύτηκαν την απανθρωπιά της εξορίας και των φυλακίσεων.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει εύλογες απορίες, να προβάλει αντιρρήσεις και ενστάσεις που θα κατέγραφαν τα όσα διαμετρικώς αντίθετα έχουν ειπωθεί για το τεράστιο αυτό ζήτημα το οποίο στιγμάτισε για μισό περίπου αιώνα την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Εν προκειμένω, όμως, προέχει η λογοτεχνία και σ’ αυτό θα επιμείνει αυτό το σημείωμα.
Εκείνο που ως τεχνική θα ξαφνιάσει ευχάριστα ακόμη και τον πιο μυημένο αναγνώστη είναι ότι οι επιμέρους μύθοι, οι μικροϊστορίες, εγκιβωτίζονται μέσα σε μία ξεχωριστή ιστορία, αυτήν του ζωγράφου Γεράσιμου Σεβαστάκη. Φρονώ, μάλιστα, ότι είναι καθόλα εύστοχη η επιλογή του συγγραφέα, να αρχίσει το μυθιστόρημά του με το πολύ κρίσιμο καρδιακό επεισόδιο που έφερε τον Γεράσιμο στα πρόθυρα του θανάτου. Η σκηνή στην εντατική του νοσοκομείου με τον κατάκοιτο ζωγράφο και τη νοσοκόμα να αδειάζει «τη σύριγγα με το διαφανές υποκίτρινο υγρό στις φλέβες του», με το τραυματισμένο πιτσιρίκι απέναντί του να τον κοιτά και με τη μυστηριώδη Ίντα, που «τυλιγμένη στο λευκό αραχνοΰφαντο πέπλο της», να του χαμογελά «όλο σαγήνη δοκιμάζοντας τις αντοχές του», προκαλεί στιγμιαία απορία.
Το αφηγηματικό παρόν του κεντρικού μύθου εκτυλίσσεται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των προβλημάτων, της ανεργίας και της φτώχειας, με αναφορές στο πρόσφατο παρελθόν της φαινομενικής ευμάρειας.
Όμως, ο συγγραφέας φροντίζει και κατευθύνει τον αναγνώστη: «Αισθανόταν [Ο Γεράσιμος] κουρασμένος, ολόκληρο το κορμί του πονούσε. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να βυθίζεται, λυτρωτικά σχεδόν, στον κόσμο των παραισθήσεων». Ευθύς αμέσως, ξεδιπλώνεται ο καμβάς που αποκαλύπτει την ταυτότητα και τον ψυχισμό του Γεράσιμου. Οι σπουδές και η εμπειρία του από την παραμονή στη Γαλλία, οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες που τον οδήγησαν στη Ρωσία, αλλά και οι καταχρήσεις και το ξόδεμα της ζωής του στα πορνεία του Παρισιού, όλα αυτά συχνά τον οδηγούν σε μια πνευματική σκοτοδίνη. Μέσα σ’ αυτή την επικίνδυνη ρευστότητα εμφανίζεται η μυστηριώδης Ίντα, ένα πλάσμα που ταυτίζεται με την πρόκληση της ηδονικής ζωής και την απειλή του θανάτου. Αυτός, ο άγγελος θανάτου είναι και τώρα παρών στον θάλαμο των επειγόντων.
Το αφηγηματικό παρόν του κεντρικού μύθου εκτυλίσσεται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των προβλημάτων, της ανεργίας και της φτώχειας, με αναφορές στο πρόσφατο παρελθόν της φαινομενικής ευμάρειας. Στον αντίποδα του καλλιτέχνη με τα χαμένα όνειρα, βρίσκονται ο Κυριάκος των αριστερών οραμάτων και ο θείος του, ο παλιός αντάρτης του ΕΛΑΣ. Ο συγχρωτισμός του Γεράσιμου με αυτούς θα αποδειχτεί καθοριστικός τόσο για την τέχνη όσο και για τη ζωή του.
Ο συγγραφέας, χωρίς να εγκαταλείπει τον κεντρικό μύθο του αφηγήματός του, προχωρά στην προβολή τεσσάρων επιμέρους μύθων που τους σκηνοθετεί με χαρακτηριστική ευελιξία, αναδεικνύοντας τους χαρακτήρες και ηθογραφώντας το περιβάλλον τους. Βασικά υλικά αυτής της αφηγηματικής χαρτογράφησης είναι ο χώρος και ο χρόνος με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους: ελληνική επαρχία, ιταλική και γερμανική κατοχή, αντίσταση, τόποι εξορίας και τα παρεπόμενά τους, η πείνα, ο λιμός και πώς όλα αυτά επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τη στάση ζωής και τις αποφάσεις των ατόμων.
Φυσικά, ο συγγραφέας, πιστός στον σχεδιασμό του, δεν παραλείπει να υπενθυμίζει στον αναγνώστη τον κεντρικό μύθο, επαναφέροντας το σκηνικό του θαλάμου των επειγόντων, με τον ετοιμοθάνατο καλλιτέχνη, «με την ανήσυχη νοσοκόμα πάνω από το κεφάλι του [....] Έκανε να κινηθεί, μα ούτε το δαχτυλάκι του μπορούσε να σηκώσει [.…] Κι ο πόνος στο στήθος δεν έλεγε να φύγει». Ακολούθως, με τη συνέργεια της μνήμης του άρρωστου ζωγράφου, η αφήγηση αποκαλύπτει τις σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, καθώς επίσης τις αντιθέσεις και τα χάσματα που τον χωρίζουν από αυτά. Αυτές οι σπονδυλωτές αφηγήσεις ολοκληρώνονται πάντοτε κυκλικά, με την επαναφορά στο ίδιο πρωτογενές σκηνικό, με τα ίδια περίπου πρόσωπα: τις νοσοκόμες, τον τραυματία πιτσιρίκο στο απέναντι κρεβάτι και την Ίντα, τον προάγγελο του θανάτου.
Ο συγγραφέας διεισδύει βαθιά στον ψυχικό παραδαρμό του κεντρικού ήρωα και μεταβάλλει την αφήγησή του σε ένα αμάλγαμα εικόνων βγαλμένων από τον κόσμο του ονείρου και της πραγματικότητας.
Η σκηνή-μοτίβο με το θάλαμο στα επείγοντα συνεχίζεται μέχρι το τέλος του έργου, ενώ στα αφηγηματικά ενδιάμεσα μέρη, με συνεχώς αυξανόμενη ένταση, προβάλλουν μορφές βγαλμένες από την ιστορική πραγματικότητα αλλά και από την καθημαγμένη καθημερινότητα. Αγωνιστές της αντίστασης με αταλάντευτη πίστη στον σκοπό του αγώνα, και άλλοι διχασμένοι, ηλικιωμένα άτομα, άντρες και γυναίκες, που αγωνιούν για την καθημερινή τους επιβίωση και αναζητούν να κορέσουν την πείνα τους ανασκαλεύοντας τα σκουπίδια.
Το τέλος αποτελεί ένα κρεσέντο από σκηνές με εξαιρετική ποιητικότητα. Ο συγγραφέας διεισδύει βαθιά στον ψυχικό παραδαρμό του κεντρικού ήρωα και μεταβάλλει την αφήγησή του σε ένα αμάλγαμα εικόνων βγαλμένων από τον κόσμο του ονείρου και της πραγματικότητας. Από τη μια ο γιατρός, σε μια ύστατη προσπάθεια να εκκενώνει ποσότητες ηλεκτρισμού στο σώμα του ζωγράφου και από την άλλη ο θάλαμος να γεμίζει από πρόσωπα των επιμέρους μύθων. Την ίδια στιγμή, στον σταθμό –που είναι μεταφορικά ο σταθμός του χρόνου–, στην αίθουσα με τα εκδοτήρια, εγκαινιάζεται η έκθεση του Γεράσιμου με τους δεκαεννέα πίνακες. Ο τίτλος: Όλα λάθος;
Και καθώς το τραίνο αναχωρεί από τον «σταθμό», ένα ακορντεόν και μια φωνή ανταμώνουν με τη μουσική του Μίκη και τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη:
Η όλη σκηνή είναι καθαρά συμβολική. Ο τίτλος της έκθεσης προσημαίνει εκείνο που με ενάργεια καταγράφουν η φυγή του τραίνου και οι στίχοι του Αναγνωστάκη. Το θέμα της ήττας. Αυτό που προκάλεσε ιδεολογικούς –και όχι μόνο– τριγμούς, αυτό που για χρόνια δίχασε την ελληνική κοινωνία, αλλά και άφησε το ανεξίτηλο στίγμα της στις τέχνες, ιδίως στην ποίηση.
Όσο για τον Γεράσιμο, τον καταραμένο καλλιτέχνη, αυτός τελικά επιβίωσε. Μέσα στον παραδαρμό του μπόρεσε και νίκησε το θάνατο, αφού πρώτα έβγαλε από τον καμβά του μνημονικού του τον άγγελο του θανάτου. Την προκλητική Ίντα.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι ποιητής και πεζογράφος.