Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Ίσως την επόμενη φορά» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Διονύση Μαρίνου
Tι προτιμάτε: να συντριβείτε και μετά να καείτε ή να καείτε και μετά να συντριβείτε; Ο Τζούλιαν Μπαρνς, στο βιβλίο του Τα τρία επίπεδα της ζωής (εκδ. Μεταίχμιο) αποφαίνεται με συγκινητική τόλμη: «Συνδυάζεις δύο ανθρώπους που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως· και άλλοτε αυτό φέρνει αποτέλεσμα και άλλοτε δεν φέρνει». Για την ευκταία έκβαση δεν έχεις να πεις και πολλά: η ευτυχία, όπως και η ομορφιά, έχουν αυταπόδεικτη δύναμη· δεν εξηγούνται. Τι γίνεται, όμως, για εκείνες τις περιπτώσεις όπου η συναισθηματική δαπάνη αποβαίνει άκαρπη; Τι συμβαίνει όταν η διαστελλόμενη δίνη της καρδιάς ενός εκάστου καταλήγει σε ρουφήχτρα; Μήπως, τελικά, είχε δίκιο ο Σαίξπηρ όταν έγραφε στα σονέτα του το σπαραχτικό: «Καθένας αγαπάει διπλά ό,τι γοργά θα χάσει»;
Στην αρχή, η δική τους βόλτα ήταν γεμάτη ερωτηματικά, στη συνέχεια απέκτησε την εγρήγορση της έλξης σε συνδυασμό με την άπωση του άγνωστου, για να καταλήξει σε ηχηρή πτώση διά ασήμαντον αφορμή.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, στο καινούργιο του μυθιστόρημα Ισως την επόμενη φορά (εκδ. Μεταίχμιο) μοιάζει ικανός να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, αλλά και να το προεκτείνει στη σφαίρα της ένοχης απάρνησης ακόμη και του αγαπητικού συναισθήματος. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, ο έρωτας, επειδή ακριβώς είναι αψίκορος και κρουστικός, ποτέ δεν υπήρξε μια ήσυχη promenade σε βασιλικά πάρκα. Δεν χρειάζεται επιδεξιότητα, δεν αποζητάει στρατηγικές, αλλά ανοιχτότητα. Να μπορείς να δοθείς σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν όλα να τελούνται σε ένα διαρκές παρόν. Για τους δύο ήρωές του, αυτή η συνθήκη φαίνεται να μην λειτουργεί. Στην αρχή, η δική τους βόλτα ήταν γεμάτη ερωτηματικά, στη συνέχεια απέκτησε την εγρήγορση της έλξης σε συνδυασμό με την άπωση του άγνωστου, για να καταλήξει σε ηχηρή πτώση διά ασήμαντον αφορμή.
Είναι το τυχαίο που καθόρισε τη διάρρηξη της σχέσης τους; Ή, μήπως, κάποιες ανατροπές που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν γέλωτα, ενώ τώρα έφεραν κλάματα; Φευ, καμία σχέση δεν παίζει με τους όρους ενός τυχερού παιγνίου, καθώς ακόμη και αν οι εξωγενείς παράγοντες ελαχιστοποιούν το λάδι (sic) της σχέσης, το κερί σβήνει μόνο όταν το αποφασίσουν οι ερωτευμένοι. Ή οι οιωνοί ερωτευμένοι.
Στο βιβλίο έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό ζευγάρι. Μπορούμε να τους δούμε στο δρόμο, ενδεχομένως να τους γνωρίζουμε. Εδώ απαντώνται με τα ονόματα: Πέτρος και Βασιλική. Μέχρι πρότινος ήταν άγνωστοι, ώσπου ξαφνικά οι δρόμοι τους συναντιούνται στο βαγόνι ενός τρένου.
Ο Πέτρος είναι σαραντάρης σε φάση ένδειας (σώματος και στόχων). Είναι συγγραφέας, αλλά τα βιβλία του δεν έχουν την επιτυχία που προσδοκούσε. Η ζωή του είναι περισσότερο ενδομορφική, η σχέση του με τον υπόλοιπο κόσμο είναι μετρημένη και ασύνδετη. Αν δεν ήταν και οι φίλοι του να συγκολλούν κάπως τα κομμάτια του, το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο μέσα του θα ήταν το επόμενο ποτό (μάλλον: τα πολλά επόμενα ποτά). Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έχουν ακολουθήσει μια καθοδική πορεία αποχής.
Η Βασιλική είναι μια δεκαετία πιο νέα. Παιδαγωγός στο επάγγελμα, φέρει την πατίνα της λεπτότητας και της φοβισμένης χάρης μιας γυναίκας που θέλει να δοθεί, αλλά δεν ξέρει πώς και δεν αντιλαμβάνεται προς ποιον να στρέψει τα θέλγητρά της.
Ω, της τύχης: ο Πέτρος θα την δει να διαβάζει το βιβλίο του μέσα στο βαγόνι και η αρχική συγγραφική περιέργεια θα τον οδηγήσει σε μια περιπέτεια γεμάτη κρυπτικά σύμβολα, ερωτικές διηθήσεις και νοητικές εκβολές. Θα βρεθούν τόσο κοντά και τόσο μακριά όπως μόνο δύο άνθρωποι μπορούν να το πράξουν.
Αν ο έρωτας είναι μια μάχη με ελεήμονες ηττημένους, τότε ο Πέτρος και η Βασιλική, περιχαρακωμένοι στα δικά τους ασφυκτικά ύδατα αδυνατούν να παραχωρήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Θα έλεγε κανείς πως αυτό που τους ενώνει αυτοστιγμεί είναι το ίδιο που τους διαλύει. Και οι δύο τους αποζητούν με οξυμμένες τις αισθήσεις να βρουν το έτερο άλλο. Στην πραγματικότητα, επιθυμούν να ακουμπήσουν σε ένα σταθερό σημείο αναφοράς πριν από το τελικό βούλιαγμα. Μόνο που αυτό έρχεται, καθώς έχουν ξεμάθει να παραδίδονται άνευ όρων. Αν ο έρωτας είναι μια μάχη με ελεήμονες ηττημένους, τότε ο Πέτρος και η Βασιλική, περιχαρακωμένοι στα δικά τους ασφυκτικά ύδατα αδυνατούν να παραχωρήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Μια παρεξήγηση ή ένα κέντρισμα της μοίρας φτάνει για να τους χωρίσει. Όπως και το κάνει. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί αλλιώς; Δύο «μοναχικότητες» όταν ενώνονται δεν συμπληρώνουν απαραίτητα τα κενά τους – δεν υπάρχει τέτοια συγκολλητική ουσία. Κάπως έτσι, τα κενά μένουν ως έχουν και το αίτημα της ένωσης, συν τω χρόνω, καθίσταται αβάσιμο.
Θα μπορούσε, άραγε, να υπάρχει μια άλλη φορά; Δίδεται σε αυτές τις περιπτώσεις δεύτερη ευκαιρία σε δύο ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά και ξαφνικά χώρισαν και μάλιστα με άσχημο τρόπο; Για τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, οι δύο τους συνεχίζουν τη ζωή τους μεταβαίνοντας σε κάτι άλλο. Στην ουσία αναπαράγοντας αταβιστικά την εσώτατη μοναχικότητά τους. Περίκλειστοι και πάντα προφυλαγμένοι από το θελκτικό (αλλά και φοβικό) άγνωστο του άλλου.
Ο Τζαμιώτης αφήνει κατά μέρος την πολιτική και κοινωνική προβληματική που ανέπτυξε στα προηγούμενα δύο μυθιστορήματά του με σκοπό να κάνει μια βουτιά στα σκότη του έρωτα. Πρόκειται για εγχείρημα απείρως πιο δύσκολο και επικίνδυνο κι ας φαίνεται περισσότερο οικείο. Κι όμως, επειδή ο ίδιος ασχολείται –δικαίως– με την ανοικείωση και όχι με την ευφάνταστη ή την ροζ πλευρά του έρωτα, το βιβλίο του ακολουθεί αντίδρομη πορεία από πολλά άλλα που ασχολούνται με το ίδιο θέμα. Ο κωδικός που ανοίγει τις πύλες του μυθιστορήματος είναι η λέξη «απομάγευση». Επίσης, το γεγονός ότι επιλέγει να αναπτύξει την ιστορία σε μια παράλληλη δράση (η οπτική του άνδρα και η οπτική της γυναίκας) προσδίδει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Μπορεί η αφήγηση να είναι τριτοπρόσωπη, όμως, η υφολογική διαφοροποίηση είναι διακριτή με αποτέλεσμα να φαίνονται ολοκάθαρα οι δύο ετερώνυμοι «κόσμοι». Αν και έχουμε να κάνουμε με κλασική μυθοπλασία, ο λόγος του Τζαμιώτη ακραγγίζει το παριστάμενο πλέγμα του έρωτα κατά Ρολάν Μπαρτ, αλλά και την πιο light, όμως εξόχως εύστοχη, εκδοχή του θέματος κατά Αλέν ντε Μποτόν. Εντέλει, αυτό που προτιμάει κανείς σε τούτες τις περιπτώσεις είναι μια απόφαση που προσιδιάζει στην ιδιοσυγκρασία του. Κάποιος θα καεί, κάποιος θα συντριβεί και μόλις ελάχιστοι θα καταφέρουν να βγουν αλώβητοι και θα ευτυχήσουν. Για πόσο άραγε;
* Στην κεντρική φωτογραφία η Romy Schneider από την ταινία του Andrzej Zulawski «Σημασία έχει ν' αγαπάς» (1975).
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Ίσως την επόμενη φορά
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης
Μεταίχμιο 2017
Σελ. 238, τιμή εκδότη €12,20